Ο Cayetano είναι μία από τις πιο ιδιαίτερες περιπτώσεις της ελληνικής ηλεκτρονικής σκηνής, αν και το «ηλεκτρονικής» μοιάζει κάπως περιοριστικό από τη στιγμή που ο Γιώργος Μπρατάνης, μεταξύ άλλων, μάς την προσφέρει με την ευγενή αλητεία του trip hop, τον ρυθμό της downtempo και την ένταση του drum and bass. Για να κάνουμε το έργο μας πιο εύκολο, ας πούμε ότι η «ηλεκτρονική», στην περίπτωσή του τουλάχιστον, λειτουργεί ως ομπρέλα.
Με περισσότερα από είκοσι χρόνια εμπειρίας πλέον, τόσο δικής του όσο και δική μας από την πλευρά των ακροατών, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο Cayetano βοήθησε στη διάδοση ενός υβριδικού είδους μουσικής στα μέσα των 00s με τον δίσκο «Focused» (2006) και λίγο πριν το «κλείσιμο» της δεκαετίας με το «The Big Fall» (2009). Και συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Με αφορμή την εμφάνισή του στο Arch Club στις 29 Νοεμβρίου, συζητήσαμε για το παρελθόν, το παρόν και όσα έρχονται. Για τη νοσταλγία, τη σχέση του με τα media, την πολυσυζητημένη τεχνητή νοημοσύνη, αλλά και για το πού βρίσκεται ο ίδιος λίγο πριν πατήσουμε και επίσημα στο 2026, μετά από πολλές διαδρομές, δίσκους και μουσικές.
Δεν ξέρω αν έχει νόημα να συζητάμε έντονα για το παρελθόν, όπως τα πρώτα σου βήματα με τους Στρογγυλό Κίτρινο ή το διάστημα που έμενες στη Βαρκελώνη, αλλά ανήκεις στους «παλιούς» και θέλω να σε ρωτήσω τι αλλαγές έχεις δει στον εαυτό σου. Σε ανθρώπινο και μουσικό επίπεδο.
Οι αλλαγές πολλές και συναρπαστικά μεγάλες. Θεωρώ ότι ένα από τα προνόμια (ή και όχι, ανάλογα πώς το βλέπει ο καθένας) ενός καλλιτέχνη είναι το γεγονός πως αντιλαμβάνεται τον χρόνο -και συνεπώς τις αλλαγές που αυτός επιφέρει– τελείως διαφορετικά από κάποιον άνθρωπο που ακολουθεί μια συγκεκριμένη ρουτίνα στη ζωή του. Έτσι και εγώ, σε ανθρώπινο επίπεδο, θυμάμαι τον εαυτό μου χωρίς να μπορώ πλέον να ταυτιστώ με αυτό που ήμουν στα δεκαοκτώ μου με τους Στρογγυλό Κίτρινο, στα είκοσι στη Βαρκελώνη ή στα είκοσι ένα μου όπου «αναβαπτίστηκα» ως Cayetano.
Από ένα «άγριο νιάτο», σε έναν άνθρωπο που λάτρεψε τα ταξίδια και τα βιβλία. Από έναν σχετικά κλειστό και χαμηλών τόνων τύπο, σε κάποιον που εμφανίστηκε σε σκηνές δεκάδων χωρών. Και τώρα πια, απόλυτα κατασταλαγμένος, μπαμπάς και σε αναζήτηση του ποιοτικότερου δυνατού χρόνου.
Η μοναδική σταθερά ήταν και παραμένει η αγάπη για τη μουσική. Αυτά στο ανθρώπινο επίπεδο, γιατί στο μουσικό τα πράγματα παραμένουν λίγο πιο… flat. Ακόμη ακούω αυτά που άκουγα στα δεκαπέντε μου και αγαπώ όλα όσα ανακάλυψα στην πορεία. Στο δημιουργικό κομμάτι συνεχίζω να φτιάχνω μουσική με τον τρόπο που έγραφα και στα δεκαοκτώ μου· το μόνο που άλλαξε είναι η ποιότητα και η ποσότητα του εξοπλισμού μου.
Δεν βρήκα πολλές συνεντεύξεις σου στο διαδίκτυο. Υπάρχουν, αλλά δεν είναι πολλές. Είναι συνειδητή επιλογή να μην μιλάς πολύ ή δεν έτυχε;
Υπήρξε μια περίοδος αμέσως μετά το «Once Sometime» όπου τα requests για συνεντεύξεις ήταν πάρα πολλά. Υπήρξαν όμως κάποια θέματα που με έκαναν να φρενάρω και κάποιες φορές να αρνηθώ ακόμη και με λίγο «άκομψο» τρόπο (που δεν είναι του χαρακτήρα μου) να μιλήσω.
Για παράδειγμα να με ρωτάνε πού θα βρούμε τις καλύτερες πάστες στην Αθήνα, ή αν οι DJs έχουν πέραση στις γυναίκες, και άλλες χαζομάρες. Συν το γεγονός ότι σχεδόν σε κάθε προφορική συνέντευξη γινόταν μια πρόχειρη απομαγνητοφώνηση, σε σημείο που να μη βγαίνει κανένα νόημα. Ήταν, με λίγα λόγια, μια επιλογή που με κάποιο τρόπο μου την επέβαλε το ίδιο το μιντιακό σύστημα.
Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος «Big Fall» έτυχε να ακούσω το «Which Color You Like», το «Crossing Line», το «The Secret» και με έπιασε ένα σφίξιμο. Ύστερα βρήκα και τις προηγούμενες δουλειές. Τα «ψαγμένα» ραδιόφωνα σε έπαιζαν επίσης. Ήταν από αυτούς τους δίσκους που καθιερώνουν τον δημιουργό τους; Ένιωσες έτσι εκείνη την περίοδο;
Η αλήθεια είναι πως το «The Big Fall», αν και παραμένει μια από τις πιο εμπορικές μου δουλειές σε επίπεδο πωλήσεων, streams κλπ., τότε δεν το είχα νιώσει έτσι. Ήταν μια αρκετά σκοτεινή περίοδος για μένα – εξού και ο τίτλος – που αποτυπώθηκε στη γενικότερη ατμόσφαιρα του άλμπουμ και που είναι αρκετά «κλειστοφοβική», όπως την είχε χαρακτηρίσει ο Bonobo όταν ακούγαμε ακόμη το demo.
Νομίζω ότι και τα ραδιόφωνα το «ανακάλυψαν» με αρκετή καθυστέρηση, καθώς ακόμη επέμεναν να παίζουν κομμάτια από το «Focused» και το «Up & Down» που κάναμε με τον Loopa Scava. Το «The Big Fall» όμως παραμένει από τις δουλειές για τις οποίες είμαι πολύ υπερήφανος.
Σου λείπει κάτι από εκείνη την εποχή; Αν ναι, η νοσταλγία κάνει καλό ή λειτουργεί οπισθοδρομικά για το έργο του καλλιτέχνη;
Μια από τις μεγαλύτερες μου μάχες – και στην οποία βγαίνω σχεδόν πάντα χαμένος – είναι η αποκόλλησή μου από το χθες. Ζω με τις αναμνήσεις σε μεγαλύτερο βαθμό από το φυσιολογικό, δυσκολεύομαι να αφουγκραστώ το τώρα και αυτό μου δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στο να διαχειριστώ τα όσα έπονται. Δεν υπάρχει καμία οπισθοδρομικότητα σε κανένα έργο κανενός καλλιτέχνη. Υπάρχει μόνο το έργο που αποτυπώνει μια μοναδική στιγμή και μια μοναδική αλήθεια του δημιουργού του. Η δική μου αλήθεια, δυστυχώς ή ευτυχώς, τρέφεται σε μεγάλο βαθμό από τη νοσταλγία.
Άκουσα την τελευταία σου κυκλοφορία, το «Phonemes» και μου άρεσε πολύ. Τα παρανοϊκά ξεσπάσματα του σαξοφώνου, οι παύσεις και ξανά το «τρέξιμο». Έρχεται το EP, σωστά;
Χαίρομαι ιδιαιτέρως που σου αρέσει το «Phonemes». Είναι μέρος μιας τετραλογίας, ενός EP με τέσσερα κομμάτια δηλαδή, που θα εμφανίζονται σε τακτά διαστήματα. Τέσσερις μικρές περιπέτειες που στο τέλος θα συγκροτήσουν μια ενιαία ιστορία.
H μουσική σου αλλάζει ανάλογα με τη φάση της ζωής σου; Για παράδειγμα, άλλος ήσουν στο «A Million Faces» και άλλος στο «Melanie» ή υπάρχει πλάνο; Ότι έτσι θα γράψω, άσχετα με τους εξωτερικούς παράγοντες ή το πώς νιώθω μέσα μου;
Όταν κυκλοφόρησε το «Melanie», ένα από τα κολακευτικότερα reviews ήρθε από τον Καναδά και έλεγε ότι «ο Cayetano καταφέρνει να ακούγεται μοντέρνος ενώ κινείται συνεχώς εκτός εποχής». Η απάντηση βρίσκεται μέσα στο ερώτημά σου. Οι δίσκοι μου είναι ένα προσωπικό ημερολόγιο και φυσικά αποτυπώνουν τη φάση στην οποία βρίσκομαι όταν τους δημιουργώ.
Δεν μπορώ να δημιουργήσω τίποτα επειδή «πρέπει». Και νομίζω ότι αυτός είναι και ένας από τους λόγους που η μουσική μου υπάρχει ακόμη εκεί έξω, ζωντανή, να συντροφεύει ανθρώπους σε ολόκληρο τον πλανήτη. Είναι πιο εύκολο να συντονιστεί κάποιος με κάτι αυθεντικό.
Υποθετικό σενάριο: κάθεσαι σε ένα τραπέζι με αγνώστους και σε ρωτούν τι μουσική κάνεις. Τι απαντάς; Πώς τους εξηγείς με απλά λόγια αυτή τη μίξη ήχων;

Έχει συμβεί αρκετές φορές και μετά πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να περιγράψω τη μουσική μου, κατέληξα σε δύο αποτελεσματικές μεθόδους: αν υπάρχει κάποιος ή κάποια στην παρέα που γνωρίζει το έργο μου, ζητάω να το εξηγήσει αυτός ή αυτή στον ενδιαφερόμενο. Αυτό βοηθά και εμένα στο να μάθω τι μουσική κάνω. Η άλλη μέθοδος είναι απλά να τους παραπέμπω σε streaming πλατφόρμες.
Στην Ελλάδα έχουμε τη μουσική που μας αξίζει; Σε ρωτάω γιατί, ενώ θεωρώ πως έχουμε να δώσουμε (η τζαζ σκηνή για παράδειγμα που παρακολουθώ πιο έντονα), φαίνεται να υπερισχύει το επιφανειακό, η μουσική εργοστασίου, το πιο εύκολο.
Ας μην περιοριζόμαστε μόνο στην Ελλάδα… Έχεις ακούσει ποπ, τραπ, «σκυλάδικο» σε άλλες χώρες; Σε Ισπανία, Ισλανδία, Αγγλία, Γερμανία; Παντού τα ίδια συμβαίνουν, αλλά και παντού υπάρχουν καταπληκτικοί μουσικοί, ασύλληπτες μουσικές και ένα – σαφώς – μικρότερο αλλά αφοσιωμένο κοινό για αυτά. Και η αλήθεια είναι πως η επαφή μου – σε κάθε επίπεδο της καθημερινότητάς μου – με τις «μουσικές τάσεις», τις μουσικές που δεν γουστάρω αλλά ακόμη και με τους ανθρώπους που ακούνε τέτοια πράγματα είναι από ελάχιστη έως ανύπαρκτη.
Ζω στο δικό μου μουσικό σύμπαν και συναναστρέφομαι ανθρώπους με τους οποίους το μουσικό – κυρίως – γούστο είναι κοινό. Δεν σνομπάρω τίποτα, αλλά δεν έχω χρόνο για πράγματα που με αφήνουν αδιάφορο.
Ξεχωρίζεις κάποιον από τη σύγχρονη σκηνή στην Ελλάδα; Τι θα ακούσεις όταν θες είτε να χαλαρώσεις είτε να ενημερωθείς για το τι παίζει εκεί έξω;

Ξεχωρίζω πολλούς από αρκετά και διαφορετικά είδη. Από ψυχεδελική άφρο σε dream pop και electronica, από hip-hop σε πιο stoner καταστάσεις· η χώρα είναι γεμάτη με καταπληκτικά σχήματα. Δυστυχώς όλα αυτά παραμένουν στην αφάνεια και εκτός οπτικού πεδίου ενός μόνιμα κοντόφθαλμου ΥΠΠΟ που θεωρεί ως μοναδικό εξαγώγιμο προϊόν τα σκυλοπόπ.
Ακόμη και εγώ, μέσα από πωλήσεις και streams, περισσότερο συνάλλαγμα φέρνω στο ελληνικό κράτος από τους περισσότερους που αυτό στηρίζει. Ας μην το αναλύσω περισσότερο όμως… Σε σχέση με το πώς ενημερώνομαι, θα σου πω ότι σε μεγάλο βαθμό από τα promos και τα streaming services, όπου ακούω τις νέες κυκλοφορίες κάθε εβδομάδα.
Δεν υπάρχει μέρα τελευταία που να μην ακούσω για την τεχνητή νοημοσύνη. Σε φοβίζει; Είτε ως παραγωγό και συνθέτη είτε ως άνθρωπο;
Με προβλημάτισε αρκετά, είναι η αλήθεια, αλλά δεν με φοβίζει. Τα πράγματα θα δυσκολέψουν πιθανόν για πιο εξειδικευμένες θέσεις στη βιομηχανία – για παράδειγμα μπορεί να αντικαταστήσει μεγάλο μέρος της μουσικής για τις διαφημίσεις ή και τους sound designers που δουλεύουν τα FX στις ταινίες.
Σε ό,τι αφορά όμως τους δημιουργούς τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα και τέτοιου είδους ερωτήματα είναι λάθος στη βάση τους. Το πρόβλημα θα το έχουν, ίσως, οι κατά παραγγελία συνθέτες και αυτοί που κυνηγούν το χιτ χωρίς να τους νοιάζει η ουσία της Τέχνης.
Όλοι οι υπόλοιποι που δημιουργούμε πρωτίστως για εμάς, που αγαπάμε την Τέχνη και μέσω αυτής προσπαθούμε να λυτρωθούμε, αυτό θα συνεχίσουμε να κάνουμε. Τόσο απλά. Δεν υπήρξε ποτέ θέμα ανταγωνισμού: είναι ο καλλιτέχνης μόνος του, στο άπειρο, και πάντα θα υπάρχει κόσμος που θα συντονίζεται μαζί του και θα τον ακολουθεί.
Arch Club, Αθήνα, μελλοντικά σχέδια. Τι περιμένουμε από εσένα το επόμενο διάστημα;
Είναι τα τρία επόμενα κομμάτια του «Phonemes», αρκετές παραγωγές μέσα στο 2026 για άλλους καλλιτέχνες και επίσης θα με δείτε να παίζω σε μια παράσταση κάπου μέσα στον Φεβρουάριο.
Αγοράστε εισιτήρια για το live του Cayetano, από το tickets.in.gr



