Η Λένα Παπαληγούρα βρίσκεται σαν αερικό αυτή την περίοδο από τη μία παράσταση στην άλλη. Προηγήθηκαν τους περασμένους μήνες ρόλοι δυναμικοί, όπως η Σκάρλετ Ο’ Χάρα στο Όσα παίρνει ο Άνεμος σε σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη και η Αντιγόνη σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη. Σειρά έχει η Άσλακσεν, μία «οπορτουνίστρια των καιρών μας», στον Εχθρό του Λαού σε σκηνοθεσία Τόμας Οστερμάιερ και για δεύτερη χρονιά στο Prima Facie, η δικηγόρος Τέσλα Έσνερ, που περνά στην αντίπερα όχθη βιώνοντας τη σεξουαλική κακοποίηση.
Η συζήτηση μαζί της γίνεται με αφορμή τον διαχρονικό Εχθρό του Λαού του Ίψεν, σημαντικό θεατρικό γεγονός της σεζόν που προσφέρει πολλές αναγνώσεις στην επικαιρότητα, εκθέτοντας υπό το σύγχρονο πρίσμα την σύγκρουση του ευσυνείδητου γιατρού Δρ. Στόκμαν με τον δήμαρχο αδελφό του και την ιδιοτέλεια των συμπολιτών του, όταν αποκαλύπτει δημοσίως ότι τα ιαματικά λουτρά της πόλης είναι μολυσμένα.
Ηθική ευθύνη ή απόκρυψη της αλήθειας; «Θα έλεγα ότι εντός μας προϋπάρχουν δύο αντιφατικές δυνάμεις – η μία μας οδηγεί στο να θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο και η άλλη μας προειδοποιεί ότι ρισκάρουμε να χάσουμε τα κεκτημένα μας. «Και αναφέρομαι ακόμα και στις πιο απλές, καθημερινές τριβές που μας ωθούν να προστατεύσουμε τον εαυτό μας. Για μένα, αυτό που συμβαίνει στους ήρωες του έργου – η επικράτηση της ιδιοτέλειας και του προσωπικού συμφέροντος – μπορεί δυστυχώς υπό προϋποθέσεις να συμβεί στον καθένα μας», σχολιάζει η ηθοποιός μιλώντας για ένα έργο, πάντα επίκαιρο και πολιτικά αναγκαίο, που τη θέλει παρούσα κάθε του στιγμή.
Πώς βιώνεις την εμπειρία να δουλεύεις με τον Τόμας Όστερμάιερ, που είναι ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες στην Ευρώπη;
Καταρχάς πήγα στην οντισιόν χωρίς καμία προσδοκία· περισσότερο ήθελα να γνωρίσω από κοντά τον άνθρωπο που για εμάς αποτελεί σχεδόν μύθο. Θεωρούσα μεγάλη ευκαιρία το να τον συναντήσει κανείς, κι ας μην με επέλεγε να παίξω. Είχα δει την πρώτη δική του παράσταση, τον Άμλετ, στο Φεστιβάλ Αθηνών, και είχα εντυπωσιαστεί. Η συμμετοχή στην οντισιόν ήταν για μένα μια ξεχωριστή εμπειρία, διότι αντικρίζεις έναν άνθρωπο φοβερά διορατικό, που μοιάζει να βλέπει μέσα σου. Είναι ταυτόχρονα σαφής σε αυτό που ζητά και βαθύς γνώστης του θεάτρου όσο και της ανθρώπινης φύσης. Έχεις απέναντί σου κάποιον που ξέρει ακριβώς τι θέλει και πώς να το ζητήσει από τον ηθοποιό.
Ο τρόπος που δουλεύει παρέχει, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, μεγάλη ελευθερία. Νιώθουμε όλοι μέσα στην ομάδα —που είναι πραγματικά εξαιρετική— πως κάθε ιδέα έχει χώρο και σημασία. Εκείνος ακούει, αξιοποιεί τα πάντα και ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα. Είναι απαιτητικός στις πρόβες, αλλά πάντα με ευγένεια και χιούμορ. Θέλει τα πράγματα να λειτουργούν όπως πρέπει, από τον τρόπο που παίζεται μια σκηνή μέχρι τον ήχο ή τις λεπτομέρειες της παραγωγής. Κι όταν αυτό συμβαίνει, για εμάς, που έχουμε συνηθίσει εδώ τα πράγματα να μην είναι πάντα τέλεια, ή τουλάχιστον όχι ως τη τελευταία στιγμή, είναι εντυπωσιακό.

Η Λένα Παπαληγούρα στο Θέατρο Κνωσός. Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη
Ο Οστερμάιερ προέρχεται βεβαίως από μια δυτικοευρωπαϊκή κουλτούρα που ενσωματώνει την πειθαρχία στον τρόπο διαβίωσης.
Σίγουρα αυτό παίζει ρόλο και είναι θεμιτό όταν εφαρμόζεται στην ελληνική πραγματικότητα. Η παραγωγή στο σύνολο της είναι πολύ προσεγμένη με μεγάλη προσπάθεια από τον Μίλτο Σωτηριάδη που είχε και την ιδέα της πρόσκλησης εκ μέρους του Θεάτρου του Νέου Κόσμου προς την Σαουμπίνε του Βερολίνου και τον Τόμας Οστερμάιερ. Η πειθαρχία που απαιτείται προϋποθέτει ταυτόχρονα και ελευθερία έκφρασης των ηθοποιών. Δουλεύουμε με έναν σκηνοθέτη με βαθιά ευαισθησία και ουμανιστική προσέγγιση. Ο Οστερμάιερ κάνει πολιτικό θέατρο με τον άνθρωπο στο κέντρο.
«Όλες οι θεματικές του έργου είναι απόλυτα σύγχρονες, κυρίως ο τρόπος που μιλάει για την κλιματική αλλαγή και τα εγκλήματα που διαπράττουμε ενάντια στη φύση – ένα θέμα πιο επίκαιρο από ποτέ».
Ο ίδιος λέει ότι αφήνει περιθώριο στους ηθοποιούς να φανεί η προσωπικότητά τους, να φέρουν στην επιφάνεια δικά τους στοιχεία και εμπειρίες ζωής. Έχεις αντλήσει κάτι ξεχωριστό από τη δική σου πορεία μέχρι σήμερα; Στο έργο παίζεις την εκδότρια Άσλακσεν από την πλευρά των ΜΜΕ.
Στο πρωτότυπο έργο του Ίψεν, ο ρόλος είναι ανδρικός, ενώ στην διασκευή, στην αγγλική εκδοχή όπου βασίζεται η παράστασή μας είναι γυναικείος. Πρόκειται για μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, μια οπορτουνίστρια των καιρών μας, γιατί ενώ είναι μία γυναίκα η οποία εμφανίζεται να υπερασπίζεται τον ιδεαλισμό και το κοινό συμφέρον, όταν το θέμα πλήττει τα δικά της συμφέροντα, κάνει πίσω. Είναι ένα σύγχρονο, αναγνωρίσιμο πρόσωπο, όπως και τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου. Οπότε, δεν μπορώ να πω ότι άντλησα από τις δικές μου εμπειρίες σε μεγάλη κλίμακα.
Θα έλεγα ότι εντός μας προϋπάρχουν δύο αντιφατικές δυνάμεις – η μία μας οδηγεί στο να θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο και η άλλη μας προειδοποιεί ότι ρισκάρουμε να χάσουμε τα κεκτημένα μας. Και αναφέρομαι ακόμα και στις πιο απλές, καθημερινές τριβές που μας ωθούν να προστατεύσουμε τον εαυτό μας. Για μένα, αυτό που συμβαίνει στους ήρωες του έργου – η επικράτηση της ιδιοτέλειας και του προσωπικού συμφέροντος – μπορεί δυστυχώς υπό προϋποθέσεις να συμβεί στον καθένα μας.
Ο Οστερμάιερ έχει πει ότι «Σε έναν κόσμο που το σύστημα είναι λάθος, δεν μπορείς να πεις σε κανέναν ότι ζει λάθος». Δεν υπάρχει σωστός και λάθος τρόπος ζωής όταν το πλαίσιο που σε περιβάλλει είναι λάθος. Υπό αυτό το πρίσμα όλα τα πρόσωπα γίνονται αναγνωρίσιμα. Νομίζω ότι αυτό που ενδιαφέρει τον Οστερμάιερ ως δημιουργό της παράστασης είναι, πέρα από την αναγνωρισιμότητα, ο θεατής να κατανοήσει την πορεία των ηρώων – τη διαδικασία, όπως λέει ο ίδιος, τη διαδρομή θα έλεγα εγώ που απαιτείται μέχρι να λάβεις μια απόφαση και τα κίνητρα και τα πάθη που εμπεριέχονται σε αυτή.

Η Λένα Παπαληγούρα στη σκηνή του Θεάτρου Κνωσός. Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη
Ποια πτυχή του έργου θεωρείς ότι αγγίζει πιο πολύ την σύγχρονη κοινωνία;
Όλες οι θεματικές του έργου είναι απόλυτα σύγχρονες, κυρίως ο τρόπος που μιλάει για την κλιματική αλλαγή και τα εγκλήματα που διαπράττουμε ενάντια στη φύση – ένα θέμα πιο επίκαιρο από ποτέ. Το έργο αναδεικνύει πώς ο άνθρωπος βάζει το προσωπικό του συμφέρον πάνω από το κοινό καλό, παρασυρμένος από την αλαζονεία και τη μανία της εξουσίας. Θίγει ζητήματα όπως η διαστρέβλωση της αλήθειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, κάτι που το κάνει να μοιάζει εντυπωσιακά σύγχρονο κι ας γράφτηκε το 1882.
Κάποια στιγμή η παράσταση «σπάει» τον τέταρτο τοίχο: γίνεται μια αληθινή συνέλευση, όπου το κοινό καλείται να πάρει θέση απέναντι σε όσα βλέπει. Εκεί με την κατάλληλη «εκπαίδευση», αναλαμβάνω τον ρόλο της συντονίστριας — σίγουρα είναι μια πρόκληση που με γεμίζει αγωνία αλλά και ενθουσιασμό, γιατί κάθε παράσταση θα είναι διαφορετική, διαμορφωμένη από όσα θα ειπωθούν ζωντανά κάθε φορά. Πρέπει να είμαι έτοιμη να απαντήσω ότι κι αν ακούσω.
Φέρεις επιπλέον ευθύνη απέναντι στο κοινό.
Ναι, και πάλι λέω ότι είναι μια μεγάλη πρόκληση αλλά και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι. Ο ρόλος σε καλεί να είσαι απόλυτα παρών σε κάθε στιγμή, κάθε μέρα, που είναι ένα από τα πιο όμορφα στοιχεία του θεάτρου — η ζωντανή στιγμή που γεννιέται και χάνεται αμέσως. Αυτό προσδίδει ένταση: πρέπει κάθε βράδυ να έχεις τις κεραίες σου τεντωμένες, γιατί όσα ακούγονται και συμβαίνουν θα διαφέρουν από μέρα σε μέρα. Από την άλλη, παρόλο που πρόκειται για μια ευθύνη, νιώθω πολύ ασφαλής, γιατί η ομάδα μας είναι εξαιρετικά δεμένη. Ξέρω πως ό,τι κι αν προκύψει, θα το αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί.
«Σήμερα στην Ελλάδα «εχθροί του λαού» με τον τρόπο που ο Ίψεν το θέτει, μάλλον είναι οι επιστήμονες ή ακτιβιστές που μιλούν για την κλιματική αλλαγή, τις εξορύξεις, την ενεργειακή πολιτική, και αμφισβητούν τα συμφέροντα μεγάλων εταιρειών».
Επειδή η παράσταση είναι φτιαγμένη για το εδώ και το τώρα της πολιτικής που μας απασχολεί, θα επαναλάβω το ερώτημα «ποιος είναι ο εχθρός του λαού σήμερα;», το οποίο απάντησε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης στην συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ. Υπάρχουν σήμερα φωνές που να υπερασπίζονται με πάθος ένα κοινωνικό ζήτημα; Εχουμε το πρόσφατο παράδειγμα του Πάνου Ρούτσι που έκανε απεργία πείνας μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη αιτούμενος την εκταφή της σωρού του αδικοχαμένου γιου του στο δυστύχημα των Τεμπών, για περαιτέρω εξετάσεις.
Στο έργο του Ίψεν ο «Εχθρός του λαού» είναι ο Δρ. Στόκμαν, ένας γιατρός που αποκαλύπτει ότι τα νερά του δημοφιλούς ιαματικού λουτρού της πόλης είναι μολυσμένα. Αντί να τον στηρίξουν, οι συμπολίτες του, οι πολιτικοί και ο Τύπος τον στοχοποιούν ως «εχθρό του λαού», επειδή η αλήθεια του απειλεί τα οικονομικά τους συμφέροντα. Δηλαδή, ο «εχθρός» είναι αυτός που λέει την αλήθεια σε μια κοινωνία που δεν θέλει να την ακούσει.
Ο όρος λοιπόν χρησιμοποιείται μεταφορικά, ο «εχθρός του λαού» σήμερα μπορεί να είναι ο άνθρωπος που αποκαλύπτει δυσάρεστες αλήθειες, όποιος αντιστέκεται στη μαζική παραπληροφόρηση ή στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, ο πολίτης που θέτει το κοινό καλό πάνω από το βόλεμα ή το συμφέρον. Μπορεί η πλειοψηφία να κάνει λάθος; Μπορεί αυτός που έχει δίκιο να απομονώνεται ως «εχθρός»; Ποιος καθορίζει ποιος είναι η «φωνή του λαού»; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που μας θέτει το έργο.
«Ο πραγματικός εχθρός είναι η συνήθεια να βολευόμαστε στο ψέμα».
Σήμερα λοιπόν στην Ελλάδα «εχθροί του λαού» με τον τρόπο που ο Ίψεν το θέτει, μάλλον είναι οι επιστήμονες ή ακτιβιστές που μιλούν για την κλιματική αλλαγή, τις εξορύξεις, την ενεργειακή πολιτική, και αμφισβητούν τα συμφέροντα μεγάλων εταιρειών. Οι καλλιτέχνες, οι εκπαιδευτικοί ή οι διανοούμενοι που θίγουν τα κοινωνικά ταμπού, την υποκρισία ή τις ανισότητες. Οι πολίτες που διαμαρτύρονται – όχι βίαια, αλλά με επιμονή – για τα δικαιώματά τους, την ελευθερία του λόγου, τη διαφάνεια ή την κοινωνική δικαιοσύνη. Έχουμε πρόσφατο το παράδειγμα του Πάνου Ρούτσι ή όσων προσπάθησαν να σπάσουν τον αποκλεισμό στη Γάζα και άλλων πολλών.
Ο πραγματικός εχθρός όμως, δεν είναι αυτοί – αλλά η αδιαφορία, η παραπληροφόρηση και η συνήθεια να βολευόμαστε στο ψέμα. Σήμερα περισσότερο παρά ποτέ οι άνθρωποι λειτουργούμε ως μονάδες, κλεισμένοι στους εαυτούς μας, φοβισμένοι και εγκλωβισμένοι σε ναρκισσιστικά προφίλ στα σόσιαλ, οι εποχές είναι σκοτεινές γιατί ο εχθρός είναι συχνά κεκαλυμμένος. Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού. Η απειλή είναι σύνθετη και καμιά φορά δεν αντιλαμβανόμαστε από που μας έρχεται… η αλήθεια εύκολα διαστρεβλώνεται και η κοινή γνώμη ίσως και να χειραγωγείται.

Η Λένα Παπαληγούρα στη σκηνή του Θεάτρου Κνωσός όπου πρωταγωνιστεί στον Εχθρό του Λαού. Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη
Η τέχνη δίνει πάντα μια διέξοδο και ανοίγει ένα πεδίο διαλόγου, όπως αυτή η παράσταση που δίνει βήμα στο κοινό να μιλήσει κι έρχεται να υπενθυμίσει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στη μαζική χειραγώγηση, αρκεί να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά.
Νομίζω πως η ανθρώπινη φύση είναι τέτοια που, μπροστά σε ένα δίλημμα —να προστατεύσεις τα δικά σου ή να ρισκάρεις για ένα ιδανικό— οι περισσότεροι θα διάλεγαν το πρώτο. Λίγοι θα ήταν διατεθειμένοι να χαθούν» για κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό τους. Ο άνθρωπος, γενικά, είναι πιο στραμμένος προς το ιδιωτικό, το προσωπικό του συμφέρον. Όμως, το θέατρο έχει έναν ρόλο: να μας υπενθυμίζει αξίες που ίσως ξεχνάμε, να μας ταρακουνά λίγο, να μας κάνει να βλέπουμε τα πράγματα πιο ανθρώπινα. Με έναν τρόπο, μας αφυπνίζει, δεν αφήνει να χαθεί η συνείδησή μας μέσα σε όλο αυτό το ναρκισσιστικό περιβάλλον της εποχής — το Instagram, τα κινητά, την εικονική πραγματικότητα που μας περιβάλλει.
Σε γοητεύει περισσότερο η «ανατροπή» στο θέατρο τα τελευταία χρόνια, έχω την αίσθηση, λόγω των επιλογών του. Επανέρχεσαι φέτος στο Prima Facie της Σούζι Μίλερ, έναν απαιτητικό μονόλογο.
Με ενδιαφέρει πάντα αυτό που θα με κάνει να υπερβώ τον δικό μου φόβο έκθεσης, την τεμπελιά ή την αναβλητικότητα. Αναζητώ έργα που, για κάποιο λόγο, μου μιλούν βαθιά και νιώθω πως είναι σχεδόν χρέος μου να τα επικοινωνήσω. Έτσι έγινε και με το Prima Facie. Όταν έπεσε στα χέρια μου, παρόλο που είχα αποφασίσει ότι δεν θα ξανακάνω μονόλογο, ένιωσα πως αυτή η ιστορία έπρεπε να ακουστεί, πως το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης και της νομικής αντιμετώπισης του αφορά όλους μας. Κάθε φορά που επιλέγω έναν ρόλο, αυτό που με κινεί είναι η ανάγκη να μεταφέρω κάτι ουσιαστικό, κάτι που νιώθω πως περνάει μέσα από εμένα. Στη συγκεκριμένη δουλειά, βέβαια, το κυρίαρχο στοιχείο είναι η συνεργασία· μέσα από αυτή γεννιούνται όλα. Το έργο, ο ρόλος, η ομάδα — όλα είναι ένα σύνολο. Και για αυτή τη συνάντηση νιώθω ευγνωμοσύνη.
«Στη σκηνή μπορείς να κάνεις ένα «pause», να αποσυνδεθείς εντελώς από την καθημερινότητα. Για μένα αυτό είναι λυτρωτικό».
Παίζεις σε δύο παραστάσεις αυτή τη σεζόν ισορροπώντας ανάμεσα στις απαιτήσεις δύο σημαντικών θεατρικών έργων ως ηθοποιός και τα άγχη της καθημερινής οικογενειακής ζωής. Ποιο είναι το μυστικό της καλής ισορροπίας ανάμεσα στην τέχνη και την οικογένεια;
Νομίζω πως, έτσι όπως είναι σήμερα η ζωή και η κοινωνία μας, για κάθε άνθρωπο είναι δύσκολο να συνδυάσει τη δουλειά με τις προσωπικές του υποχρεώσεις — την οικογένεια, τα παιδιά, τις ανάγκες της καθημερινότητας. Πόσο μάλλον για τις γυναίκες. Όσο κι αν λέμε πως τα πράγματα έχουν αλλάξει και ότι υπάρχει ισότητα, στην πράξη οι γυναίκες εξακολουθούν να καλούνται να κάνουν πολύ περισσότερα, να λειτουργούν σαν “πολυεργαλεία”. Ειδικά από μια ηλικία και μετά, όταν είναι και μητέρες, οι απαιτήσεις αυξάνονται ακόμη περισσότερο.
Εγώ έχω την τύχη να έχω έναν σύντροφο που είναι πραγματικά ομάδα μαζί μου· δεν νιώθω ότι κάνω κάτι περισσότερο από εκείνον. Δεν θεωρώ ότι το επάγγελμα του ηθοποιού διαφέρει ως προς αυτό από τα υπόλοιπα, αν κάτι έχει το θέατρο, είναι ίσως ένα μικρό ευεργέτημα. Στη σκηνή μπορείς να κάνεις ένα «pause», να αποσυνδεθείς εντελώς από την καθημερινότητα. Για μένα αυτό είναι λυτρωτικό, ειδικά τώρα που στην οικογένειά μου αντιμετωπίζουμε και θέματα υγείας. Εκείνες τις δύο ώρες της παράστασης, δεν μπορεί να σε βρει κανείς. Είναι ο δικός μου χώρος, όπου εκφράζομαι ελεύθερα και χωρίς ενοχή — κι αυτό είναι πραγματικά απελευθερωτικό.

Η Λένα Παπαληγούρα στο Θέατρο Κνωσός. Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη
Σε ενδιαφέρει τα γυναικεία πρότυπα που υποδύεσαι να έχουν έναν αντίκτυπο στο κοινό;
Δεν με ενδιαφέρει το στοιχείο του θαυμασμού. Στα καλογραμμένα έργα, όλοι οι ρόλοι —όχι μόνο οι γυναικείοι— έχουν έναν σκοπό· κάτι εξυπηρετούν, είτε στην εξέλιξη της πλοκής είτε στη δυνατότητα ταύτισης του κοινού. Δεν θα έλεγα, για παράδειγμα, ότι η εκδότρια που υποδύομαι στον Ίψεν είναι ένας “θετικός” χαρακτήρας, όμως έχει πλευρές που κατανοώ, ακόμη κι αν δεν τις συμπαθώ.
Φυσικά, όταν έρχεται στα χέρια μου ένα έργο όπως το Prima Facie που θα παίξω ξανά τώρα, νιώθω ότι έχω χρέος να του δώσω φωνή· να ακουστεί η θέση του, να φτάσει όσο πιο μακριά γίνεται — σχεδόν σαν να κρατάω μια ντουντούκα και να θέλω να κάνω αυτή τη φωνή πιο δυνατή. Πάνω απ’ όλα, όμως, με ενδιαφέρει να βρίσκομαι σε παραστάσεις βασισμένες σε καλογραμμένα έργα. Είναι για μένα βασική προϋπόθεση για να προχωρήσει μια δουλειά — να υπάρχει ένα ουσιαστικό, καλά δομημένο κείμενο που αξίζει να ειπωθεί.
Το Prima Facie είναι ένα έργο -σταθμός για σένα.
Είναι ένα εξαιρετικό, σύγχρονο κείμενο, πάνω στο οποίο δουλεύουμε ξανά με τον αγαπημένο Γιώργο Oικονόμου, με μεγάλη συγκίνηση — και έχει για μένα και μια πολύ προσωπική διάσταση. Νιώθω μεγάλη τύχη γιατί και τα δύο έργα που κάνω φέτος αγγίζουν αιχμηρά, επίκαιρα ζητήματα· μιλούν για το “τώρα” του κόσμου, για όσα οφείλουμε να επικοινωνήσουμε στο κοινό. Και τα δύο, με διαφορετικό τρόπο, είναι βαθιά πολιτικά έργα.
Η πολιτική εξάλλου υπάρχει στη ζωή μας καθημερινά.
Τα καλογραμμένα έργα πάντα εμπεριέχουν πολιτικά θέματα, ακόμη κι όταν αυτά δεν είναι φανερά. Το καλοκαίρι, με την Αντιγόνη σε σκηνοθεσία του Θέμη Μουμουλίδη, βιώσαμε την ποίηση ενός κειμένου βαθιά συνταρακτικού. Το Prima Facie, από την άλλη, το έχει αγκαλιάσει ο κόσμος με έναν συγκινητικό τρόπο. Μου έχουν μιλήσει πολλοί άνθρωποι, με μηνύματα και προσωπικές εξομολογήσεις· αυτή η ανταπόκριση είναι για μένα ένα τεράστιο δώρο. Νιώθω ότι κάτι ουσιαστικό συμβαίνει — πως μέσα από την αίθουσα του θεάτρου μιλάμε για πράγματα που αξίζει, και πρέπει, να ακουστούν στη σημερινή κοινωνία.
INFO «Ο Εχθρός του Λαού» σε σκηνοθεσία Τόμας Οστερμάιερ, Θέατρο Κνωσός. Από 22 Οκτωβρίου, κάθε Τετάρτη στις 20:00, Πέμπτη και Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 21:15 και Κυριακή στις 18:00.
Αγορά εισιτηρίων για την παράσταση «Εχθρός του λαού» από το in tickets.
