«Τρεις ημέρες και… σήμερα», απομένουν για τα εγκαίνια της ΔΕΘ που, ως είθισται τις τελευταίες πολλές δεκαετίες, θα συνοδευτεί από την ομιλία του πρωθυπουργού η οποία τύποις απευθύνεται στους παραγωγικούς φορείς της χώρας, αλλά εδώ και κάποια χρόνια το ακροατήριο που συγκεντρώνεται στο Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο δεν είναι παρά κυβερνητικοί αξιωματούχοι και κομματικά στελέχη και φίλοι του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος.
Παρά ταύτα, το πρώτο Σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου παραμένει ένα σταθερό ορόσημο στην πορεία των κυβερνητικών πεπραγμένων, αφού η πρωθυπουργική ομιλία το βράδυ του Σαββάτου και η συνέντευξη Τύπου που παραχωρείται το επόμενο μεσημέρι συνιστούν υποκατάστατα των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης και αποτελούν ευκαιρία για να περιγραφούν η οικονομική και κοινωνική πολιτική του επόμενου χρόνου.
Επειδή, όμως, όπως είναι παγκοίνως γνωστό, στη χώρα μας δεν αποδίδουμε μεγάλο σεβασμό στις παραδόσεις και στους θεσμούς, η ομιλία στη ΔΕΘ προσαρμόζεται στις εκάστοτε διαθέσεις και ανάγκες της κυβερνητικής εξουσίας. Κάπως έτσι ξεστράτισε η καθιερωμένη ομιλία προς τους παραγωγικούς φορείς, οι οποίοι -υποτίθεται ότι- μετέχουν στην Έκθεση και άρα πηγαίνουν στα εγκαίνια για να ακούσουν από τα πιο επίσημα χείλη τους άξονες της οικονομικής πολιτικής της επόμενης περιόδου.
Η πεπατημένη με τα καλάθια των παροχών
Συν τω χρόνω, όμως, το βήμα των εγκαινίων της Διεθνούς Έκθεσης μετατράπηκε στην πράξη ως αφορμή για να ανακοινωθούν «καλάθια παροχών» και «πακέτα εξαγγελιών», το περιεχόμενο των οποίων συναρτάται τις περισσότερες φορές με τον εκλογικό κύκλο. Αν ο κύκλος είναι ανοιχτός το καλάθι μικραίνει, αν ο κύκλος στενεύει και πλησιάζει τον πυρήνα της τότε το πακέτο φουσκώνει.

Από αυτή την «πεπατημένη» οδό δεν έχει ξεφύγει -πως θα μπορούσε άλλωστε;- και ο σημερινός πρωθυπουργός, ο οποίος θα ανέβει το Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να… εκπλήξει το δυνατόν ισχυρότερα με το περιεχόμενο του «πακέτου» των παροχών που θα εξαγγείλει και το οποίο θα έχει «δώρα» ή «δωράκια» προς όλους.
Με έμφαση, κατά τις προαναγγελίες, τη λεγόμενη «μεσαία τάξη», μια έννοια πολύ… ευρύχωρη για να νιώθουν όσο γίνεται περισσότεροι ότι ίσως ανήκουν, αλλά και την ενίσχυση της οικογένειας, που επίσης ακούγεται ευχάριστα σε μια εποχή που η Ελλάδα αντιμετωπίζει δημογραφική πίεση χωρίς προηγούμενο στη σύγχρονη ιστορία της.
Το «restart» και η αντοχή της οικονομίας
Σε αυτή την έβδομη κατά σειράν ομιλία του στη ΔΕΘ με την ιδιότητα του πρωθυπουργού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη να κερδίσει τις εντυπώσεις ώστε να καταφέρει να ξεφύγει από τον ασφυκτικό των δημοσκοπήσεων που δείχνουν ότι χρόνο με τον χρόνο συρρικνώνεται το εκλογικό ακροατήριο που τείνει ευήκοα ώτα στις εξαγγελίες του. Τις περισσότερες από τις προηγούμενες φορές το έργο της ανόρθωσης του ηθικού των φίλων της ΝΔ ήταν σχετικά εύκολη άσκηση για τον κ. Μητσοτάκη. Από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2023, όμως, και ύστερα, το σκηνικό άλλαξε άρδην.
Εδώ και καιρό, η κυβερνητική ηγεσία δείχνει να είναι παγιδευμένη στη μέγγενη που συνιστούν από τη μια η μεγάλη πίεση που δέχονται από την ακρίβεια τα εισοδήματα της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών και από την άλλη οι συνεχείς αποκαλύψεις για τα σκάνδαλα με αποκορύφωμα την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ με την καταλήστευση των κοινοτικών επιδοτήσεων στην οποία πρωταγωνίστησαν τα γαλάζια στελέχη.

Υπό αυτό το πρίσμα, το Μέγαρο Μαξίμου σχεδιάζει να κάνει το προσεχές Σαββατοκύριακο μια ακόμη επανεκκίνηση. Θα είναι το πολλαπλό «restart» που επιχειρείται τα τελευταία χρόνια. Το «restart», άλλωστε, είναι η προσφιλής καταφυγή των ιθυνόντων της κυβέρνησης Μητσοτάκη κάθε φορά που βρίσκονται αντιμέτωποι με μείζονες δυσκολίες.
Το ακούσαμε να επιστρατεύεται έπειτα από το σκάνδαλο των υποκλοπών. Το ξανακούσαμε έπειτα από τις συνέπειες των φυσικών καταστροφών, αλλά και από την τραγωδία των Τεμπών. Το ξανακούμε τώρα με τη συσσωρευμένη κοινωνική δυσφορία που προκαλείται από τα σκάνδαλα και την οικονομική δυσπραγία.
Την απάντηση στο εύλογο ερώτημα του τίτλου για το «σε πόσες επανεκκινήσεις “καίγεται” μια κυβέρνηση» θα το έχουμε στις δημοσκοπήσεις του επόμενου διαστήματος, ενδεχομένως και αφού ακούσουμε και τον αρχηγό του ΠαΣοΚ που επιμένει στη χορήγηση 13ης σύνταξης και 13ου μισθού στο Δημόσιο, ενώ η κυβέρνηση επιμένει ότι δεν αντέχει η οικονομία.
