Το εφετινό καλοκαίρι ήταν μια εξαιρετικά δημιουργική και ευτυχισμένη περίοδος για τον Γιόνας Κάουφμαν. Ο διάσημος γερμανός τενόρος γνώρισε την αποθέωση ερμηνεύοντας για πρώτη φορά στην καριέρα του τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην όπερα του Βάγκνερ «Τριστάνος και Ιζόλδη», στο Μόναχο. Δίχως προηγούμενο ήταν και ο θρίαμβός του στο Τeatro Real της Μαδρίτης: Στην «Τόσκα» του Πουτσίνι αυτός και η συμπρωταγωνίστριά του, η αμερικανοκαναδή υψίφωνος Σόντρα Ραντβανόφσκι, έγιναν οι πρώτοι τραγουδιστές στην ιστορία του θεάτρου που κατ’ απαίτηση του κοινού επανέλαβαν (στην πρεμιέρα τους, αλλά και σε άλλες παραστάσεις) τις άριές τους – η Ραντβανόφσκι το «Vissi d’ arte» και ο Κάουφμαν το «Ε lucevan le stelle»! Με επιτυχία στέφθηκαν και οι άλλες εμφανίσεις του τενόρου στα μεγάλα θέατρα και φεστιβάλ της Ευρώπης, σε παραστάσεις και ρεσιτάλ, ενώ τον περασμένο Ιούλιο κυκλοφόρησε και το DVD/Blu-Ray με τη συγκλονιστική ερμηνεία του στη «Νεκρή πόλη» του Εριχ Βόλφγκανγκ Κόρνγκολντ – πρόκειται για μαγνητοσκοπημένη παράσταση του 2019 από την Κρατική Οπερα της Βαυαρίας. Τιμημένος με δεκάδες βραβεία, ανακηρυγμένος οκτώ φορές «Singer of the Year» (ECHO/OPUS Klassik Awards), Ιππότης του Τάγματος των Tεχνών και των Γραμμάτων (Ordre des Arts et Lettres) και επίτιμο μέλος του Βαυαρικού Μαξιμιλιανού Τάγματος για τις Επιστήμες και τις Τέχνες, ο ταλαντούχος και γοητευτικός Κάουφμαν θεωρείται δικαίως όχι απλώς ο σημαντικότερος τενόρος της εποχής μας, αλλά και ένας από τους πιο σημαντικούς τενόρους στη μακραίωνη ιστορία του μελοδράματος. Χάρη στη γενναιόδωρη χορηγία της ROLEX, ο καλλιτέχνης (που είναι και brand ambassador της ελβετικής ωρολογοποιίας), έρχεται ξανά στην Ελλάδα (παλαιότερα είχε εμφανιστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών), αυτή τη φορά για να τραγουδήσει για πρώτη φορά στο Ηρώδειο. Υπό τη συνοδεία της ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και με τον Γιόχεν Ρίντερ στο πόντιουμ θα ερμηνεύσει μερικές από τις δημοφιλέστερες άριες των Βέρντι, Πουτσίνι, Μπιζέ, Μασκάνι, Μασνέ και Τζορντάνο. Η συζήτησή μας, όμως, δεν θα μπορούσε να μην ξεκινήσει από τον Βάγκνερ, με την αθάνατη μουσική του οποίου ο Κάουφμαν έζησε πριν από μερικές εβδομάδες έναν από τους μεγαλύτερους θριάμβους της αξιοζήλευτης σταδιοδρομίας του.

Ο Τριστάνος, ο πιο πρόσφατος ρόλος του Βάγκνερ που προσθέσατε στο ρεπερτόριό σας, ήταν τεράστια επιτυχία για εσάς. Ηταν και ένα μεγάλο στοίχημα, καθώς θεωρείται ένας από τους δυσκολότερους, αν όχι ο δυσκολότερος, ρόλους στο ρεπερτόριο του τενόρου. Τον απολαύσατε; Σας αρέσει να τραγουδάτε τους ηρωικούς χαρακτήρες του Βάγκνερ;

«Μου αρέσει να τραγουδάω τη μουσική του Βάγκνερ είτε είναι ηρωική είτε είναι λυρική. Αν κοιτάξετε με προσοχή τις παρτιτούρες του θα δείτε πως περιέχουν γενναίες δόσεις από ιταλική μελωδία, πολλή μελωδία, τρυφερή και αισθαντική, κυρίως σε έργα όπως ο «Λόενγκριν» και ο «Πάρσιφαλ». Η μόνη, ας πούμε, σκηνή του «Πάρσιφαλ» που απαιτεί ηρωικό ήχο, είναι η «Amfortas! Die Wunde!», η οποία διαρκεί όλο κι όλο πέντε λεπτά. Ο υπόλοιπος ρόλος είναι λυρικός και μελωδικός. Και αν θέλετε πραγματικά να τον τραγουδήσετε όπως έχει γραφτεί, τότε χρειάζεστε μια πολύ ευέλικτη φωνή. Αυτή η ευελιξία είναι τελικά εξαιρετικά σημαντική για τον Βάγκνερ, ειδικά για τον ρόλο του που έχει χαρακτηριστεί ως «το Εβερεστ των τενόρων», δηλαδή τον Τριστάνο. Πιστεύω δε, ότι αυτή η ευελιξία μπορεί να διατηρηθεί μόνο εάν ο ερμηνευτής δεν ειδικεύεται στον Βάγκνερ αλλά τραγουδάει επίσης ρόλους του ιταλικού και του γαλλικού ρεπερτορίου».

Τι είναι όμως εκείνο που κάνει τον Τριστάνο τόσο δύσκολο; Οι φωνητικές απαιτήσεις ή η δραματική ένταση του ρόλου;

«Και τα δύο. Και φυσικά η πολύ μεγάλη διάρκειά του. Μόνο και μόνο η τρίτη πράξη είναι πολύ περισσότερο από αυτό που θα αποκαλούσαμε ένας «φυσιολογικός» ρόλος. Για εμένα το πιο δύσκολο ήταν να απομνημονεύσω αυτή την πράξη και να παραμείνω, την ώρα την ερμηνείας, συνεχώς στον σωστό δρόμο. Αν κάνεις τη λάθος στροφή σε έναν ρόλο όπως ο Τριστάνος, είναι εύκολο, πολύ εύκολο, να χαθείς!».

Εχετε τραγουδήσει αρκετό Βάγκνερ. Αλήθεια, θα σας ενδιάφερε να ερμηνεύσετε και τους δύο Ζίγκφριντ από «Το δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ»;

«Χμμμ… Ποτέ μη λες ποτέ. Νομίζω όμως πως ο Ζίγκφριντ από «Το λυκόφως των θεών» μού ταιριάζει περισσότερο από τον ηρωικό νεαρό Ζίγκφριντ της ομώνυμης όπερας. Τι εννοώ; Εχω ήδη τραγουδήσει τον μονόλογο «Dass der mein Vater nicht ist» της δεύτερης πράξης του «Ζίγκφριντ» με μεγάλη μου χαρά, πριν από οκτώ χρόνια, στο αφιερωμένο στον Βάγκνερ άλμπουμ μου. Θα ήθελα, επίσης, να ερμηνεύσω ολόκληρη την τρίτη πράξη του «Ζίγκφριντ» σε συναυλία. Οταν όμως πρόκειται για μια ολόκληρη όπερα, όπου ο τραγουδιστής καλείται να ζωντανέψει έναν πλήρη χαρακτήρα, τότε ο Ζίγκφριντ από «Το λυκόφως» με δελεάζει περισσότερο».

Αν έπρεπε να διαλέξετε ανάμεσα στο γερμανικό και στο ιταλικό ρεπερτόριο, ποιο θα προτιμούσατε; Και ποια κατά τη γνώμη σας είναι η πιο κατάλληλη γλώσσα για την όπερα;

«Θα έλεγα ότι η καλύτερη γλώσσα για το λυρικό τραγούδι είναι τα ιταλικά, λόγω των φωνηέντων τους. Το να τραγουδάς στα γερμανικά είναι πολύ πιο δύσκολο, ακόμα και για τους γερμανόφωνους τραγουδιστές, γιατί πρέπει να ασχοληθείς με όλα αυτά τα δύσκολα σύμφωνα. Νομίζω όμως πως και στη γερμανική όπερα για ένα καλό αποτέλεσμα βοηθάει το να τραγουδάς τα γερμανικά σαν να τραγουδάς ιταλικά: Να στοχεύεις στο ίδιο legato, στην ίδια ποιότητα ήχου, να χρησιμοποιείς ακόμα και τα πιο «σκληρά» σύμφωνα για να τονίσεις και για να χρωματίσεις την έκφρασή σου. Οσον αφορά τη φωνητική τεχνική, θα συνιστούσα πολύ την εναλλαγή μεταξύ Βάγκνερ και Βέρντι: Αφού τραγουδήσετε τον Βάγκνερ έχετε μια επιπλέον βοήθεια για να αντιμετωπίσετε το δράμα του Βέρντι και αφού τραγουδήσετε τον Βέρντι θα σας φανεί πιο εύκολο να τραγουδήσετε τον Βάγκνερ με τον τρόπο που ήθελε ο ίδιος ο Βάγκνερ, δηλαδή χρησιμοποιώντας το ιταλικό legato. Γνωρίζουμε εξάλλου πως στην πραγματικότητα στον Βάγκνερ δεν άρεσε αυτό το είδος προσέγγισης της μουσικής του, της φωνητικής γραμμής που τελικά καλλιεργήθηκε στο Μπαϊρόιτ μετά τον θάνατό του. Πράγματι, ζητούσε πολύ καθαρή άρθρωση, δίχως όμως αυτή να λειτουργεί εις βάρος της ποιότητας του τραγουδιού».

Οταν ερμηνεύετε μία όπερα, σε τι ποσοστό κάνετε εκείνο που θέλει ο συνθέτης, εκείνο που θέλει ο λιμπρετίστας, ο εκάστοτε σκηνοθέτης ή μαέστρος και εκείνο που θέλετε εσείς;

«Το ιδανικό είναι να υπάρχει ισορροπία σε όλα αυτά! Να τα λαμβάνεις όλα υπ’ όψιν ώστε να επιτύχεις το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ομως, ο συνθέτης και η μουσική του πρέπει πάντα να έρχονται πρώτα, είναι χωρίς αμφισβήτηση τα πιο σημαντικά».

Ο επόμενος νέος ρόλος σας είναι ο «Peter Grimes» του Μπέντζαμιν Μπρίτεν, στην Κρατική Oπερα της Βιέννης. Μετά έρχεται ο Καλάφ από την «Τουραντότ» του Πουτσίνι, τον οποίο πρώτα θα ηχογραφήσετε και μετά θα τον τραγουδήσετε στη σκηνή. Eπειτα από 25 (και περισσότερα) χρόνια καριέρας, σας αρέσει ακόμα να μαθαίνετε νέους ρόλους;

«Oταν το πρόγραμμά μου δεν είναι πολύ πιεσμένο, όταν δηλαδή έχω αρκετό χρόνο για να τους μάθω και έναν καλό προγυμναστή για να με βοηθήσει στη μελέτη τους, τότε ναι, κάθε νέος ρόλος είναι για εμένα και μία νέα χαρά! Εξάλλου, προσπαθώ πάντα να διευρύνω το ρεπερτόριό μου. Δεν θα μπορούσα να ακολουθήσω το παράδειγμα κάποιων διάσημων τραγουδιστών που ειδικεύτηκαν σε πέντε-έξι ρόλους και τραγουδούσαν αυτούς και μόνο αυτούς καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας τους. Αυτό θα ήταν εξαιρετικά βαρετό για εμένα. Αναζητώ πάντα νέες εμπειρίες, αναζητώ πάντα νέες προκλήσεις».

Θεωρείτε πως είστε καλός κριτής του εαυτού σας ή χρειάζεστε πάντα ένα ακόμα ζευγάρι αφτιά, έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης, που θα σας ακούσει με κριτική διάθεση;

«Ιδανικά πρέπει να λειτουργούν και τα δύο. Πρέπει ο καλλιτέχνης να έχει μια σαφή κρίση πάνω σε αυτό που κάνει, να καταλαβαίνει τι είναι καλό για εκείνον και τι όχι. Την ίδια στιγμή πρέπει να έχει ανάμεσα στο κοινό και ανθρώπους που επίσης καταλαβαίνουν τι κάνει, τι προσπαθεί να επιτύχει, που του λένε την αλήθεια και που μπορεί να τους εμπιστευθεί».

Ποιο είναι το πιο αστείο πράγμα που σας έχει συμβεί πάνω στη σκηνή;

«Ωχ! Είναι κάτι που συνέβη κατά τη διάρκεια μιας παράστασης της «Κάρμεν» στη Ζυρίχη, το 2008. Περιμένοντας για την είσοδο του Δον Χοσέ, του ρόλου που ερμήνευσα, στην τρίτη πράξη, καθόμουν σε έναν χώρο κάτω από τη σκηνή μαζί με τους τρομπετίστες της ορχήστρας και συζητούσαμε. Ξαφνικά, συνειδητοποιήσαμε πως στη σκηνή επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Στο μόνιτορ είδαμε τον μαέστρο, τον Φραντς Βέλσερ-Μεστ, με μια έκφραση απελπισίας στο πρόσωπό του. Επρεπε να έχω αρχίσει να τραγουδώ από τα παρασκήνια το «Halte-là! Qui va là;» και να έχω βγει στη σκηνή. Το έκανα αμέσως, όσο πιο γρήγορα μπορούσα, εκείνο όμως που δεν είχα καταλάβει ήταν πως με περίμεναν ήδη επί δύο ολόκληρα λεπτά! Oταν έφτασα στη σκηνή, η πρώτη φράση της Κάρμεν, που επίσης με περίμενε, ήταν «Enfin, te voilà!», δηλαδή «Επιτέλους, είσαι εδώ!». Με το που την τραγούδησε η Βεσελίνα Κασάροβα, η οποία ερμήνευε τον ρόλο, το κοινό έσκασε στα γέλια!».

Εκτός από παραστάσεις, έχετε κάνει και πολλές ηχογραφήσεις. Θεωρείτε πως η φωνή σας αποτυπώνεται σωστά στα CD;

«Να σας πω… Υποθέτω πως σε αυτή την περίπτωση ο τελικός κριτής είναι το κοινό. Εγώ είμαι ευτυχισμένος όταν τα μικρόφωνα είναι καλής ποιότητας και όταν ο ήχος που παράγεται με τη βοήθεια και του ηχολήπτη παραπέμπει σε μια όσο το δυνατόν πιο ζωντανή ατμόσφαιρα. Κάθε φορά που ηχογραφούμε προσπαθούμε να δημιουργήσουμε αυτό που λέμε Raumklang Surround ήχο, δηλαδή μία όσο γίνεται πιο καλή ακουστική».

Ποιοι είναι οι καλλιτέχνες που σας έχουν επηρεάσει περισσότερο στη δουλειά σας;

«Μεγαλώνοντας εντυπωσιάστηκα απόλυτα από τον Φριτς Βούντερλιχ. Θεωρώ πως ό,τι τραγουδούσε το μετέτρεπε σε χρυσάφι, ακόμα και αν η μουσική ή το κείμενο ήταν μέτρια. Ο Πλάθιντο Ντομίνγκο είναι επίσης ένας καλλιτέχνης που θαυμάζω, για την ευελιξία του και για το ευρύ ρεπερτόριό του. Ο Ντομίνγκο επιβεβαιώνει και αυτό που ήδη σας είπα, πως η αλλαγή στυλ και το τραγούδι σε διαφορετικές γλώσσες βοηθούν ώστε η φωνή να διατηρηθεί ευέλικτη. Oταν ξεκινούσα βρέθηκαν στον δρόμο μου δύο άνθρωποι στους οποίους οφείλω πολλά. Πρόκειται για τον δάσκαλό μου, τον Μάικλ Ρόουντς, ο οποίος με έμαθε πώς να χρησιμοποιώ με τρόπο φυσικό τη δική μου φωνή, αντί να προσπαθώ να ακούγομαι όπως ένας τυπικός γερμανός τενόρος, και τον σκηνοθέτη Τζόρτζιο Στρέλερ. Μαζί του έκανα το «Eτσι κάνουν όλες» του Μότσαρτ στο Μιλάνο. Hταν η τελευταία σκηνοθεσία του, πέθανε μάλιστα προτού κάνουμε την πρεμιέρα. Η συνεργασία μαζί του ήταν μία από τις μεγαλύτερες θεατρικές εμπειρίες της ζωής μου. Το μότο του ήταν: «Ποτέ να μην ξανακάνετε το ίδιο πράγμα επειδή το έχετε μελετήσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Στην επόμενη παράσταση θα νιώσετε διαφορετικά, οπότε θα παίξετε και διαφορετικά».
Ο Στρέλερ σε μάθαινε να παίζεις και να τραγουδάς κάθε φορά σαν να ερμήνευες τον όποιο ρόλο για πρώτη φορά».

Κάνετε εδώ και πολλά χρόνια διεθνή καριέρα, έχετε όμως και οικογένεια, είστε σύζυγος και πατέρας. Πώς συνδυάζονται οι ρόλοι;

«Αυτό δεν είναι τόσο εύκολο. Προσπαθούμε να κάνουμε το καλύτερο δυνατό για τη σωστή και όσο γίνεται πιο ισορροπημένη λειτουργία της οικογένειάς μας. Στο πρώτο lockdown, μέσα στο δυστοπικό περιβάλλον της COVID-19, υπήρξε αν μη τι άλλο και μία θετική παράμετρος: Μπόρεσα να περάσω περισσότερο χρόνο με τους δικούς μου. Την ίδια βεβαίως εποχή βρήκα και την ευκαιρία να ηχογραφήσω μερικά άλμπουμ με λίντερ μαζί με τον Χέλμουτ Ντόιτς. Επρόκειτο για ηχογραφήσεις που είχαν αναβληθεί αρκετές φορές, λόγω του εξαιρετικά πιεστικού προγράμματός μου (σ.σ.: μία από αυτές, το άλμπουμ «Freudvoll und Leidvoll»- «Με χαρά και με θλίψη» -, με λίντερ του Φραντς Λιστ, θα κυκλοφορήσει από τη Sony Classical στις 17 Σεπτεμβρίου)».

Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στη βιομηχανία της μουσικής, τι θα ήταν αυτό;

«Μακάρι η όπερα και η κλασική μουσική να είχαν πιο εξέχουσα θέση στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 οι λυρικοί τραγουδιστές ήταν συχνά καλεσμένοι σε τηλεοπτικές εκπομπές, μάλιστα κάποιοι εξ αυτών, όπως η υψίφωνος Ανελίζε Ροτενμπέργκερ και ο βαρύτονος Χέρμαν Πράι, είχαν δικές τους εκπομπές. Επίσης, έχω την εντύπωση πως τα παιδιά και οι νέοι πήγαιναν συχνότερα σε παραστάσεις όπερας και σε συναυλίες μαζί με τους γονείς τους και με τους παππούδες τους, ήταν μέρος της καθημερινής οικογενειακής ζωής τους. Σήμερα αυτό, η παρακολούθηση μιας παράστασης, θεωρείται κάτι το σπέσιαλ, το ξεχωριστό».

Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της όπερας;

«Σε γενικές γραμμές ναι, αν και φοβάμαι πως τα μικρότερα κυρίως θέατρα, οι μικρότεροι θίασοι, θα υποφέρουν από την κρίση που έχει προκαλέσει η COVID-19. Τα μεγάλα θέατρα θα τα καταφέρουν πιο εύκολα. Αμφιβάλλω όμως αν θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τις όποιες δυσκολίες αυτά τα μικρά, περιφερειακά θέατρα που με την ποικιλομορφία και το εύρος των παραγωγών τους είναι τόσο σημαντικά για τη δημιουργία μιας νέας γενιάς φιλόμουσων, καθώς και για τη δημιουργία των νέων τραγουδιστών και μουσικών. Παρ’ όλα αυτά, ελπίζω πως η όπερα θα συνεχίσει να ακούγεται για πολύ καιρό ακόμα. Γιατί είναι ένα εργοστάσιο παραγωγής συναισθημάτων, και γιατί δεν υπάρχει τίποτε που να συγκρίνεται με τη μαγεία που δημιουργεί μία καλή παράσταση!».

INFO

Ο Γιόνας Κάουφμαν θα εμφανιστεί στο Ηρώδειο στις 13 Σεπτεμβρίου, στις 21.00. Χορηγός: ROLEX. Μέγας δωρητής ΕΛΣ: Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.