Νέο τοπίο στον χώρο της κοινωνικής ασφάλισης αλλά και στα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας διαμορφώνει η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία αναγνωρίζονται επιστροφές περικοπών συντάξεων έντεκα μηνών, οι οποίες εφόσον επεκταθούν στο σύνολο των συνταξιούχων προκαλούν επιπλέον κόστος 3,9 δισ. ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό.

Η κυβέρνηση μεταξύ σφύρας και άκμονος καλείται να λύσει τη δύσκολη εξίσωση, σύμφωνα με την οποία αφενός να σεβαστεί την απόφαση επιστρέφοντας τα αναδρομικά σε όλους χωρίς τη νέα εμπλοκή των συνταξιούχων με μακροχρόνιες νομικές διεκδικήσεις, αφετέρου να εξασφαλίσει το οικονομικό κόστος, χωρίς να διολισθήσει σε νέες δημοσιονομικές περιπέτειες.

Σε βάθος χρόνου

Το κυβερνητικό επιτελείο συνεκτιμά τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας και ετοιμάζει λύσεις με βασικό στοιχείο την απόδοση των αναδρομικών σε όλους τους συνταξιούχους, χωρίς να εμπλακούν σε νέες δικαστικές περιπέτειες. Ωστόσο η αποπληρωμή θα γίνει σε βάθος χρόνου – ενδεχομένως πενταετίας -, αρχής γενομένης από το 2021.

Η πλήρης αποσαφήνιση όλων αυτών, όπως και οι αλλαγές που σχεδιάζονται γενικότερα για το ασφαλιστικό σύστημα αναμένονται να ανακοινωθούν επισήμως από τον πρωθυπουργό κ. Κ. Μητσοτάκη, τις επόμενες ημέρες κατά τη διάρκεια – συμβολικής – επίσκεψής του στο υπουργείο Εργασίας.

Για αυτόν τον λόγο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Στ. Πέτσας προέτρεπε τους συνταξιούχους «να μη βιαστούν να τρέξουν στα δικηγορικά γραφεία και να αναμένουν τις κυβερνητικές αποφάσεις».

Ωστόσο πέραν του ζητήματος των αναδρομικών για την κυβέρνηση είναι σαφές ότι η έκδοση της απόφασης του ΣτΕ δίνει το έναυσμα και την αφορμή για το εκ νέου «άνοιγμα» του ζητήματος της κοινωνικής ασφάλισης.

Επ’ αυτού αναμένονται ανακοινώσεις με γνώμονα αφενός τα προβλήματα που δημιουργεί το οξυμμένο δημογραφικό πρόβλημα, αφετέρου τις επερχόμενες αλλαγές στον δεύτερο πυλώνα της ασφάλισης, δηλαδή στην επικουρική σύνταξη, για την οποία – προεκλογικά – το κυβερνών κόμμα είχε προαναγγείλει τη μετατροπή της σε αμιγώς κεφαλαιοποιητική.

Η ευθύνη

Με την αναγνώριση αναδρομικών 11 μηνών σε 200.000 έως 250.000 συνταξιούχους που είχαν προσφύγει στη Δικαιοσύνη και την παράταση της αγωνίας για τους υπολοίπους (περίπου 2,2 εκατ. απομάχους της εργασίας), που αναμένουν την τελική απόφαση της κυβέρνησης για τη νομοθετική επέκταση του δικαιώματος, έληξε η πολυετής δικαστική εκκρεμότητα που ξεκίνησε με την προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 2015.

Μετά από αυτό το «μπαλάκι» πέρασε στην κυβέρνηση, η οποία καλείται να σταθμίσει το οικονομικό και πολιτικό κόστος και να λάβει τις αποφάσεις της για τη χορήγηση ή όχι σε όλους των αναδρομικών.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικαίωσε μόνο όσους είχαν προσφύγει στη Δικαιοσύνη αναγνωρίζοντας την επιστροφή αναδρομικά των περικοπών που αφορούν το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της προηγούμενης σχετικής απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ (Ιούνιος 2015) και της ψήφισης του νόμου Κατρούγκαλου (Μάιος 2016).

Ωστόσο παλαιότερα, οι εκάστοτε κυβερνήσεις απέτρεπαν τους συνταξιούχους να προχωρήσουν σε ένδικα μέσα διεκδίκησης, σημειώνοντας ότι «η οποιαδήποτε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα ισχύσει για όλους».

Η υλοποίηση

Η πρώτη αντίδραση από την πλευρά της κυβέρνησης ήλθε από το υπουργείο Εργασίας, το οποίο για την επέκταση της ισχύος της απόφασης στο σύνολο των συνταξιούχων – σιβυλλικά – σημείωνε ότι «η κυβέρνηση θα ανακοινώσει τον χρόνο και τον τρόπο υλοποίησης της απόφασης του ΣτΕ».

Με λίγα λόγια, δεν δεσμευόταν ούτε για το «πώς» ούτε για το «πότε» θα προχωρήσει στην υλοποίηση της απόφασης «για όλους», αλλά άφηνε να εννοηθεί ότι το περιεχόμενο της απόφασης θα ισχύσει για το σύνολο των συνταξιούχων σημειώνοντας «τον σεβασμό της στις δικαστικές αποφάσεις».

Η πιλοτική δίκη – η απόφαση της οποίας εκδόθηκε την προηγούμενη Τρίτη – διεξήχθη στις 10 του περασμένου Ιανουαρίου και έγινε κατόπιν αιτήσεως του υπουργείου Εργασίας προκειμένου να επιλυθεί η εκκρεμότητα αυτή.

Νομικοί σχολιάζοντας την απόφαση σημείωναν ότι  δικαιώνει τα αιτήματα των συνταξιούχων και περιορίζει τα αποτελέσματα για το 11μηνο Ιούνιος 2015 – Μάιος 2016.

Οσοι συνταξιούχοι είχαν προσφύγει πριν τον Ιούνιο του 2015 θα πάρουν αναδρομικά από 01.01.2012 έως τον Μάιο του 2016.

Οσοι άσκησαν αγωγή μετά τον Ιούνιο του 2015 θα λάβουν αναδρομικά μόνο για το 11μηνο, ενώ μετά τον Μάιο του 2016 δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικών.

Ποσό 3,9 δισ. ευρώ

Εφόσον τελικώς η απόφαση του ΣτΕ επεκταθεί και συμπεριλάβει το σύνολο των συνταξιούχων (για την επιστροφή των αναδρομικών έντεκα μηνών) το ποσό που θα πρέπει να καταβληθεί φθάνει περίπου τα 3,9 δισ. ευρώ. Το καθαρό ποσό, μετά τις κρατήσεις, κυμαίνεται στα 3,5 δισ. ευρώ.

Από αυτά, περίπου 1,9 δισ. ευρώ αφορούν τις περικοπές σε κύριες και επικουρικές το 2012 και επιπλέον 2 δισ. ευρώ προέρχονται από την κατάργηση των «δώρων».

Στην περίπτωση αυτή η αποπληρωμή τους αναμένεται να γίνει σε  δόσεις σε άγνωστο – μέχρι στιγμής – χρονικό ορίζοντα.

Τα ποσά που δικαιούνται οι συνταξιούχοι – μετά την απόφαση –  κυμαίνονται από 660 ευρώ (μόνο τα κομμένα δώρα) έως και 10.000 ευρώ. Τα περισσότερα διεκδικούν οι συνταξιούχοι με πάνω από δύο συντάξεις, όπως για παράδειγμα γιατροί του ΕΣΥ, μηχανικοί του Δημοσίου, χήρες ή χήροι κ.ά.

Τα λιγότερα προκύπτουν για συνταξιούχους του ΟΓΑ που έχασαν μόνο τα δώρα, τα οποία για την κατώτατη σύνταξη των 330 ευρώ ήταν 660 ευρώ τον χρόνο.

2,2 εκατ. απομάχοι της εργασίας αναμένουν την τελική απόφαση της κυβέρνησης για τη νομοθετική επέκταση του δικαιώματος.

Διεκδικήσεις δύοταχυτήτων

Οι διεκδικήσεις κινούνται σε δύο βασικές ταχύτητες. Τη διαχωριστική γραμμή θέτει το συνταξιοδοτικό εισόδημα, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί πριν από τις περικοπές. Δεδομένου ότι οι επίμαχες μειώσεις επιβλήθηκαν οριζόντια σε όλους ανεξάρτητα από το Ταμείο στο οποίο ανήκαν, οι δύο βασικές ταχύτητες είναι:
1. Συνταξιούχοι με εισόδημα από κύριες, επικουρικές και μερίσματα κάτω από 1.000 ευρώ μεικτά. Εχασαν τελείως τα δώρα, τα οποία είχαν «ψαλιδιστεί» ήδη από το 2010 και μέτρησαν απώλειες στην επικουρική τους σύνταξη.
2. Συνταξιούχοι με εισόδημα από κύριες, επικουρικές και μερίσματα πάνω από 1.000 ευρώ μεικτά. Εχασαν τελείως τα δώρα, μέτρησαν απώλειες 5%-20% στο άθροισμα κύριας και επικουρικής, είχαν «έξτρα» μειώσεις στην επικουρική, καθώς και πρόσθετο «ψαλίδι» 12% ειδικά για όσους λάμβαναν μηνιαία σύνταξη άνω των 1.300 ευρώ.

Ολοταχώς προς νέο σύστημα επικουρικών

Την πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει εντός του 2021 στην αλλαγή συστήματος επικουρικής ασφάλισης αναμένεται να ανακοινώσει ο πρωθυπουργός κ. Κ. Μητσοτάκης κατά την επίσκεψή του στο υπουργείο Εργασίας. Στο νέο σύστημα, το οποίο αποτελεί προεκλογική εξαγγελία της κυβέρνησης, θα ενταχθούν οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, ενώ σε βάθος χρόνου το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης αναμένεται να δημιουργήσει επενδυτικά κεφάλαια που θα ξεπεράσουν τα 100 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο οι ενταγμένοι στο νέο σύστημα ασφαλισμένοι θα μπορούν ελεύθερα να επιλέγουν πού και πώς θα επενδυθούν οι εισφορές τους, προχωρώντας σε κινήσεις χαμηλού ή και υψηλού ρίσκου. Σημειώνεται ότι το θέμα αυτό αποτέλεσε μια από τις κεντρικές διαφωνίες μεταξύ του νυν υπουργού Εργασίας κ. Ι. Βρούτση και του πρώην υφυπουργού κ. Ν. Μηταράκη που ήταν υπέρμαχος του νέου συστήματος. Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα κυβερνητικές ανακοινώσεις γύρω από τον τρόπο λειτουργίας του νέου συστήματος, η επικουρική σύνταξη θα είναι αμιγώς κεφαλαιοποιητική, ενώ η κύρια θα παραμένει δημόσια, διανεμητική και αναδιανεμητική. Ο ασφαλισμένος θα αποκτά λόγο και δικαιώματα στη συνδιαμόρφωση του συνταξιοδοτικού βίου του. Κάθε ασφαλισμένος θα διαθέτει τον δικό του ατομικό λογαριασμό στο ΕΤΕΑΕΠ και τα χρήματά του θα επενδύονται βάσει της στρατηγικής που ο ίδιος έχει επιλέξει. Σε συνεργασία με την ΑΕΔΑΚ των ασφαλιστικών ταμείων θα δημιουργηθούν τρία επενδυτικά προϊόντα χαμηλού, μεσαίου και υψηλού ρίσκου, από τα οποία ο ασφαλισμένος θα επιλέγει. Επίσης ο ασφαλισμένος θα μπορεί να επιλέγει – εντός ενός πλαισίου – και την ηλικία συνταξιοδότησής του, ανεξαρτήτως του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης. Τέλος, το 25% του κεφαλαίου που συσσωρεύεται στην ατομική μερίδα του ασφαλισμένου θα μπορεί να καταβληθεί κατά τη συνταξιοδότηση με τη μορφή εφάπαξ ενώ το υπόλοιπο με τη μορφή μηνιαίας σύνταξης.