ΣΥΡΙΖΑ: Ισχύς, λάθη, προπτικές (β’ μέρος)

Στην ανάλυση της προηγούμενης Κυριακής (Νέες Εποχές, 28/7) αναδείξαμε τη συσχέτιση ανάμεσα στην ανάπτυξη του αντι-ΣΥΡΙΖΑ αισθήματος και στο εξαιρετικό 39,85% της ΝΔ. Ωστόσο, και η επίδοση ΣΥΡΙΖΑ (31,53%) είναι εντυπωσιακή, αν ληφθούν υπ’ όψιν οι αντιφάσεις στην υλοποίηση κρίσιμων πολιτικών της αριστερής κυβέρνησης. Επίσης, θα διατυπώσουμε μια υπόθεση γύρω από το ερώτημα «γιατί οι εκλογικές επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι συστηματικά καλύτερες από τις εκλογικές συνθήκες και τις στρατηγικές που τις παράγουν».

Η επίδοση ΣΥΡΙΖΑ υπό
το φως των λαθών του

Κοινωνική πολιτική: Η κεντρικότητα που απέδωσε το επιτελείο ΣΥΡΙΖΑ στη στήριξη των ασθενέστερων ομάδων υπήρξε οξυδερκής για τα συμφέροντα του κόμματος αλλά και συνεκτική με την ιστορική ιδεολογία της Αριστεράς. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας μειώθηκε από 36% το 2014 σε 31,8% το 2018 (-4,2 μονάδες). Με τέτοια επίπεδα κινδύνου φτώχειας, η πολιτική των επιδομάτων, εν γένει αναποτελεσματική και χαρακτηριστική υπανάπτυκτων κρατών πρόνοιας, ήταν στην Ελλάδα της κρίσης σωστή.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο, επιλέγοντας αφενός τον εξωραϊσμό αντί μιας παιδαγωγικής προσεκτικής μετάβασης σε υψηλότερα κοινωνικά στάνταρντ και αφετέρου τη ρητορική της παροχολογίας αντί της προώθησης μιας επεξεργασμένης πολιτικής βελτίωσης των δομών πρόνοιας, δημιούργησε αντισυσπείρωση, κυρίως στο εσωτερικό των καταπονημένων μεσαίων τάξεων. Η αναγγελία 10.000 προσλήψεων 24 ώρες μετά τη δημοσιοποίηση του πλαισίου συμφωνίας με την Εκκλησία υπήρξε η επιτομή της επικοινωνιακής επιπολαιότητας, αν όχι της συμβολικής αναβίωσης μιας κουλτούρας παλαιο-παπανδρεϊσμού. Το αίμα των αριστερών πολιτών πάγωσε. Ο φορέας προώθησης μιας πειστικής πολιτικής για το κοινωνικό κράτος θα είχε τόσο πολλά – από εκλογική άποψη – να κερδίσει, ώστε προκαλεί έκπληξη, και άχρηστο ηθικό και εκλογικό κόστος, η ασυμμετρία ανάμεσα στον σωστό προσανατολισμό και στο ακατέργαστο της υλοποίησης.

Πολιτική δικαιωμάτων, Πρέσπες: Η πολιτική των δικαιωμάτων (σύμφωνο συμβίωσης, ιθαγένεια, ταυτότητα φύλου) καθώς και η πολιτική για το Μακεδονικό τοποθέτησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρωτοπορία του πολιτισμικού «προοδευτισμού» ιδιαίτερα γιατί το ΚΙΝΑΛ επέλεξε να τοποθετηθεί στο απέναντι χαράκωμα. Το κοινωνικό – ταξικό επίκεντρο στήριξης αυτών των πολιτικών δεν βρίσκεται μόνο σε ένα τμήμα των «bourgeois bohèmes», αλλά και σε μεσαίους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, στο Δημόσιο, στο πνευματικό précariat (ανασφαλή διανοητικά επαγγέλματα, επαγγέλματα τέχνης), όπως και σε ομάδες που έχουν την εμπειρία κοινωνικών κινημάτων ή είναι ευαίσθητες στην οικολογία – και φυσικά στις νεότερες ηλικίες (ιδιαίτερα η πολιτική των δικαιωμάτων). Ωστόσο, κατ’ εξοχήν για αυτό το τμήμα του πληθυσμού λειτουργεί απωθητικά. Για να χρησιμοποιήσω μια διεισδυτική ανάλυση του Στέλιου Στυλιανίδη, «η αυταρέσκεια, η εριστικότητα, η αλαζονεία, η δήθεν αυτάρκεια, το έλλειμμα ενσυναίσθησης και ο κυνισμός που απέπνεαν δηλώσεις και κραυγές εμβληματικών στελεχών [του ΣΥΡΙΖΑ]. Ο «πολακισμός» ήταν απλώς η κορυφή του παγόβουνου» (tvxs.gr, 29.7.2019).

Είναι ενδιαφέρον ότι τη διαίρεση που η γαλλική πολιτική κοινωνιολογία περιγράφει ως «πολιτισμικός φιλελευθερισμός – πολιτισμικός συντηρητισμός» η αμερικανική την περιγράφει ως αντιπαράθεση «ελευθεριακών – αυταρχικών» ρευμάτων (libertarian – authoritarian). Το να απευθύνεσαι, λοιπόν, στο libertarian τμήμα του πληθυσμού με λόγο απλοϊκά διχαστικό, συχνά μη θεσμικό και με φιγούρες που κλίνουν ως ύφος και ατμόσφαιρα προς το «αυταρχικό πρότυπο» (Πολάκης, Βαξεβάνης) είναι ο ορισμός της αυτοϋπονόμευσης των πιο πολύτιμων δικών σου πολιτικών. Εδώ η αντίφαση ανάμεσα στον σωστό προσανατολισμό και στο ακατέργαστο της πλαισίωσης και υλοποίησης υπήρξε εκρηκτική. Και συνέβαλε στο να αναπτυχθεί ο αντι-ΣΥΡΙΖΑ αρνητισμός στο εσωτερικό ομάδων που κατ’ εξοχήν υποστήριζαν τα μέτρα πολιτισμικού φιλελευθερισμού και τις Πρέσπες.

Ως συνέπεια, η εκλογική αποτελεσματικότητα τριών κεντρικών πολιτικών του ΣΥΡΙΖΑ – εμβληματικά κρίσιμων για την ταυτότητά του – αποδυναμώθηκε, έστω και εν μέρει, από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Οταν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ υπονομεύει τις θετικές εκλογικές συνέπειες των καλύτερων πολιτικών του, τότε το 31,53% δεν είναι απλώς πολύ καλό αποτέλεσμα. Είναι εξαιρετικό! Καλύτερο απλώς δεν γινόταν. Αυτό το «καλύτερο δεν γινόταν» απαιτεί ερμηνεία.

Το σκοτεινό σημείο
της ψήφου

Ο ΣΥΡΙΖΑ εκπλήσσει. Tο παζλ του Ιουλίου είναι ακριβώς ίδιο με εκείνο του Σεπτεμβρίου 2015 και του δημοψηφίσματος: το αποτέλεσμα, όπως τον Σεπτέμβρη, όπως και στο δημοψήφισμα, ήταν καλύτερο των συνθηκών που το παρήγαγαν. Είχαμε τότε ονομάσει την τάση αυτή «το σκοτεινό σημείο της ψήφου» (Σύγχρονα Θέματα, 2015). Το σκοτεινό σημείο εμφανίστηκε εκ νέου τον Ιούλιο.

Η εφαρμογή μνημονίου και πολιτικών λιτότητας από ένα αριστερό κόμμα συνήθως ενέχει ισχυρές αρνητικές εκλογικές επιπτώσεις. Επιπλέον, οι επιλογές τακτικής και επικοινωνίας που οδήγησαν στη διαμόρφωση του ισχυρού αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύματος (και στο εντυπωσιακό άλμα της ΝΔ), όπως και η μεγάλη ήττα των ευρωεκλογών, προδιέθεταν για ένα πιο ταπεινό αποτέλεσμα. Οι περισσότερες των συμβάσεων μιας τόσο αξιοπρεπούς ήττας απουσίαζαν, όπως απουσίαζαν τον Σεπτέμβρη και στο δημοψήφισμα οι συνθήκες δύο τόσο εντυπωσιακών νικών.

Τα προηγούμενα «παράδοξα» επιβάλλουν απόσταση. Θα επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε τις εκλογές της 7ης Ιουλίου πιο μακροσκοπικά, αλλά όχι λιγότερο πρακτικά. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ εκπλήσσει; Γιατί οι εκλογικές του επιδόσεις είναι συστηματικά καλύτερες από τις πολιτικές συνθήκες και τις στρατηγικές που τις παρήγαγαν; Και πόσο αυτό μπορεί να διαρκέσει;

Οι εκλογές του Μαΐου 2012 εγκαινίασαν το νέο πολιτικό τοπίο. Η ρήξη στη συνέχεια υπήρξε αποφασιστική, διαμορφώνοντας ένα «πριν» και ένα «μετά», μια νέα εκλογική τάξη. Το κρίσιμο στοιχείο εδώ είναι ότι η διαδικασία της αποστοίχισης/αναστοίχισης (απόδοση του Παναγιώτη Κουστένη των όρων dealignment/realignment) αφορά έναν κύκλο εκλογικών αναμετρήσεων (οπωσδήποτε περισσότερες από μία), καθώς όλες οι εκλογές πρώτης τάξης εντός του κύκλου τείνουν να διέπονται από την ίδια «συνοχή» –  άλλως ο κύκλος σπάει. Επίσης, ο κύκλος δεν ολοκληρώνεται χωρίς μια εκλογή εμπέδωσης (consolidation). Η σταθεροποίηση, παρότι αποτελεί το σύνηθες και πιθανότερο σενάριο, δεν είναι εξ ορισμού δεδομένη (Martin 2005) και συνιστά τον τελευταίο κρίκο στην αλυσίδα αναστοίχισης. Στην Ελλάδα ο κύκλος διήρκεσε επτά έτη (2012-2019), με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 και του Ιουλίου 2019 να είναι οι εκλογές σταθεροποίησης – πρώτη ατελής σταθεροποίηση τον Σεπτέμβριο, οριστική εμπέδωση τον Ιούλιο 2019.

Υπό το πρίσμα των προηγουμένων, το γεγονός ότι ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος έχει «αλλάξει ορίζοντα» (ελάχιστη προϋπόθεση και συνέπεια του realignment) φαίνεται να εξηγεί φαινόμενα, αυτό υποθέτουμε, που αλλιώς είναι δύσκολο να ερμηνευτούν, όπως το απροσδόκητο μέγεθος της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο, το συντριπτικό ποσοστό του «Οχι» ή το έξοχο αποτέλεσμα του Ιουλίου. Στο πλαίσιο του νέου ορίζοντα, ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος, που πράγματι διστάζει, που έχει απογοητευτεί από τον ωφελημένο του realignment (ΣΥΡΙΖΑ), που έχει θυμό, που κάνει μπρος – πίσω (οι δημοσκοπήσεις σωστά αποτύπωναν τον χαμηλό βαθμό συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ) στο τέλος ή ακόμη στο τέλος του τέλους, την ημέρα της κάλπης, τείνει να επιλύσει τις δικές του αντιφάσεις επιβεβαιώνοντας την προηγούμενη ψήφο του. Ο μηχανισμός επανασυσπείρωσης του εκλογικού σώματος του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ ευρωεκλογών και βουλευτικών εκλογών, όπως αποτυπώθηκε στο exit poll, πιστοποιεί εμπειρικά αυτή την υπόθεση. Η ηγεσία Τσίπρα, η οποία τις τελευταίες 10 ημέρες της εκστρατείας συνέβαλε καθοριστικά στην αύξηση της συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ (ιδιαίτερα μετά τη συνέντευξη στον Σκάι), επωφελήθηκε από δεξαμενές εκλογέων που ήδη κινούνταν ή αναζητούσαν το έναυσμα για να κινηθούν προς την ψήφο ΣΥΡΙΖΑ.

Εφόσον τα προηγούμενα ισχύουν, έστω εν μέρει, εκείνο που όλες τις φορές έγινε αντιληπτό ως έκπληξη ήταν στην πραγματικότητα ενδογενές στοιχείο της βαθιάς λογικής του realignment και, άρα, λιγότερο έκπληξη από ό,τι νομίσαμε τη στιγμή του γεγονότος. Στις εκλογές εμπέδωσης του Ιουλίου, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε απροσδόκητα υψηλό ακριβώς γιατί ο εκλογικός κύκλος που άνοιξε το 2012 δεν είχε πλήρως εξαντλήσει την ενέργειά του. Η ορμή της προηγούμενης ψήφου και η λογική της «συνοχής» εντός της αλυσίδας εκλογών που εντάσσονται στη διαδικασία αναστοίχισης,  αν και πολύ εξασθενημένες, ευνόησαν εκ νέου τον ΣΥΡΙΖΑ.

Γενική αποτίμηση:
ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΝΔ

1. Οι εκλογές του Ιουλίου ήταν μια κλασική αναμέτρηση εμπέδωσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι οριστικά ο νέος κεντρικός σταθερός παίκτης της νέας εκλογικής τάξης δίπλα στην ήδη σταθεροποιημένη ΝΔ.

2. Το υπόγειο κύμα που ωθούσε τον ΣΥΡΙΖΑ πιο ψηλά από τις δυνατότητες της συγκυρίας φαίνεται να κλείνει τον κύκλο του στις εκλογές του Ιουλίου. Ο θρίαμβος της ΝΔ σηματοδοτεί την είσοδο στη νέα «κανονικότητα». Ο εκλογικός γρίφος ΣΥΡΙΖΑ μάλλον δεν θα ξαναεμφανιστεί. Το γύρισμα του παιχνιδιού την επόμενη φορά θα πρέπει να χτιστεί με άλλα υλικά.

3. Η δημογραφική εικόνα των δύο μεγάλων κομμάτων έχει ενδιαφέρον. Θα αναφερθώ σε ελάχιστους αριθμούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε τη μεγαλύτερη πτώση του, σε σχέση με τον Σεπτέμβριο 2015, στους αγρότες (-8%), στις νοικοκυρές (-7%), στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (-7%), στους συνταξιούχους (-6%) και στους αποφοίτους Γυμνασίου/Λυκείου (-5,6%). Η ΝΔ ενισχύθηκε στο εσωτερικό των λαϊκών στρωμάτων (μισθωτοί ιδιωτικού τομέα, άνεργοι) και ακόμη περισσότερο στο εσωτερικό παραδοσιακά συντηρητικών και όχι πολύ «μοντέρνων» κατηγοριών [νοικοκυρές (+12%), αγρότες (+11%), απόφοιτοι Γυμνασίου/Λυκείου (+14,7%)]. Ενισχύθηκε, επίσης, σε πιο μοντέρνες ομάδες, όπως οι απόφοιτοι ΑΕΙ (με το σημαντικό +12,3%) και οι φοιτητές (+ 19). Με κριτήριο τα ανωτέρω, δεν προκύπτει η εικόνα μιας «μοντέρνας» ΝΔ που εκπροσωπεί τις πιο εκσυγχρονιστικές μερίδες της ελληνικής κοινωνίας και ενός «λαϊκιστικού» ΣΥΡΙΖΑ εκφραστή των πιο καθυστερημένων στρωμάτων του εκλογικού σώματος. Η εικόνα είναι εξόχως σύνθετη και για τα δύο κόμματα.

4. Η ιουλιανή υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στις επιχειρηματικές μεσαίες τάξεις έχει υπερτιμηθεί (και από τον γράφοντα). Ο ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ των ελεύθερων επαγγελματιών και μικροεπιχειρηματιών παρουσιάζει μικρή πτώση: 27% τον Ιούλιο, 28,7% τον Σεπτέμβριο και 33,5% τον Ιανουάριο 2015. Οι μεγάλες απώλειες έλαβαν συνεπώς χώρα τον Σεπτέμβριο.  Ωστόσο, τα προηγούμενα είναι η μισή της μισής αλήθειας. Η ΝΔ αναδεικνύεται στις εκλογές του Ιουλίου ως ο απολύτως κεντρικός συνομιλητής του κόσμου του επιχειρείν: με 44% έναντι 30,2% τον Σεπτέμβριο και 28,5% τον Ιανουάριο 2015 πραγματοποιεί μια κλιμακωτή και συστηματικά ανώτερη του μέσου όρου άνοδο στο εσωτερικό μιας ομάδας στην οποία ήταν ισχυρότατη. Η κίνηση είναι στέρεη, έχει ισχυρά ταξικά και, εν μέρει, πολιτισμικά χαρακτηριστικά.

5. Η δοσολογία των στηριγμάτων της ΝΔ παραπέμπει σε ένα επιτυχημένο κλασικό κεντροδεξιό πολυσυλλεκτικό κόμμα ευρωπαϊκού τύπου και η αντίστοιχη του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα επιτυχημένο αριστερό πολυσυλλεκτικό κόμμα σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει μεγαλύτερη λαϊκότητα και νεανικότητα από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δύσης. Η επιμόνως ελκτική εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ – το ΣΥΡΙΖΑ effect – στο εσωτερικό των νεότερων ηλικιών εντυπωσιάζει ύστερα από τεσσεράμισι έτη εξουσίας. Οι νέοι μαζί με τις γυναίκες, τους δημόσιους υπαλλήλους και τα πιο λαϊκά στρώματα είναι οι πυλώνες εμπέδωσής του realignment.

6. Το ΚΙΝΑΛ είναι ο τρίτος πόλος στο εσωτερικό του κομματικού συστήματος. Μόνο που, σε σύγκριση με το παλαιό ΠαΣοΚ, δεν έχει αλλάξει μέγεθος, αλλά και θέση. Είναι μια ενδιάμεση – μεταξύ των δύο μεγάλων – δύναμη. Με κριτήριο το παρελθόν έχει υποστεί στρατηγική ήττα, με κριτήριο το μέλλον καλείται να αναλάβει έναν νέο σημαντικό στρατηγικό ρόλο (οιονεί φυσικού εταίρου στη διακυβέρνηση). Σιγά-σιγά, θέλοντας και μη, θα αποδεχθεί τους καταναγκασμούς συνοχής που επιβάλλει η νέα θέση.

7. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ με όρους μεγέθους και θέσης στο κομματικό πεδίο, όπως και με όρους δημογραφικών χαρακτηριστικών και εκλογικής γεωγραφίας, μοιάζει πολύ με το ιστορικό ΠαΣοΚ (Κουστένης, 2019). Ωστόσο η ατμομηχανή που οδήγησε στην καθιέρωσή του, η δυναμική του realignment, είχε ως αφετηρία την απόρριψη του παλαιού συστήματος – και του ΠαΣοΚ. Εκ των πραγμάτων ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να συνθέσει αντίρροπες τάσεις. Η εμπειρία άλλων χωρών δείχνει ότι το μακροπρόθεσμο εκλογικό συμφέρον του φορέα του «νέου» είναι να μη μιμηθεί το παλαιό. Το μήνυμα των ευρωεκλογών δείχνει προς την ίδια κατεύθυνση, όπως και το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα που τόσο έμοιαζε με το αντι-ΠαΣοΚ ρεύμα του παρελθόντος, όπως και η αδιανόητη στρατηγική πόλωσης σε συνθήκες αντι-ΣΥΡΙΖΑ αρνητισμού. Θα ήταν προς το συμφέρον του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και της χώρας) να αντιμετωπίσει η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης τις ευρωεκλογές ως πιο ενδιαφέρον πολιτικό φαινόμενο από τις βουλευτικές.

Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Διδάσκει επίσης στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών (ULB).

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.