«Κάθε επιστήμη αρχίζει σαν φιλοσοφία και τελειώνει σαν τέχνη».

Γουίλ Ντιράν, αμερικανός ιστορικός και φιλόσοφος

Πριν από μερικές εβδομάδες ανακοινώθηκε ότι ο καθηγητής David Purdie, του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, ανακάλυψε μια επιστολή από τον Albert Einstein, στην οποία ο ιδιοφυής επιστήμονας επισημαίνει την αξία του σκωτσέζου φιλοσόφου David Hume του 18ου αιώνα, για την ανάπτυξη της θεωρίας του για τη σχετικότητα. «Εάν δεν είχα διαβάσει την «Πραγματεία για την Ανθρώπινη Φύση» του Hume, δεν μπορώ να πω ότι η λύση θα είχε έρθει» γράφει ο Αϊνστάιν. Στο έργο του ο Hume παρομοιάζει τον ανθρώπινο νου με ένα εύθραυστο και γεμάτο ρωγμές σκάφος που πρέπει να ριχτεί «στην ανοικτή θάλασσα της ανθρώπινης φύσης» προκειμένου «να κάνει τον γύρο του κόσμου». Λίγο μακριά από την εξίσωση  E=mc2 ή όχι;

Οι ιστορικοί που γνωρίζουν το χρέος του Einstein στον Hume, αναγνωρίζουν επίσης την επιρροή πολλών άλλων φιλοσόφων στον μεγάλο επιστήμονα, από τον Ernst Mach μέχρι τον Arthur Schopenhauer. Το ζήτημα που τίθεται εδώ είναι ότι οι επιστημονικές θεωρίες πρέπει να διαμορφώνονται από φιλοσοφικές ιδέες (Ή και το αντίθετο). Εχει γίνει σύνηθες για τους επιστήμονες να αποκηρύσσουν τη φιλοσοφία, θεωρώντας την ως άσχετη με το έργο τους. Οι «ιδέες των φιλοσόφων», λέει ο φυσικός και ο βραβευμένος με Νομπέλ Steven Weinberg, είναι «σκοτεινές και ασήμαντες σε σχέση με τις εκπληκτικές επιτυχίες της φυσικής και των μαθηματικών».

Στην αρχή επιστήμη και φιλοσοφία ήταν ενωμένες και με το πέρασμα των αιώνων απέκτησαν την ανεξαρτησία τους από την κοινή φιλοσοφική μήτρα. Οι επιστήμονες βεβαίως, σε μια αντιστάθμιση με τη φιλοσοφία, αναζητούν τη γνώση, όχι όμως για να γίνουν οι ίδιοι σοφοί. Η γνώση βασίζεται σε θεωρίες, αλλά κανείς επιστήμονας δεν φαίνεται να γίνεται ο ίδιος σοφός. Κι αυτό γιατί δεν έχει ως αντικείμενο μελέτης τον εαυτό του αλλά τη γνώση του περιβάλλοντος. Και ναι μεν μέσω αυτής μπορεί κανείς να αντιληφθεί στοιχεία για τον εαυτό του, αλλά δεν μπορεί να «φτάσει τον εαυτό του», εάν δεν στοχαστεί. Σε γενικές γραμμές η Επιστήμη προσδοκά να εξηγήσει πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος γύρω μας και πώς λειτουργεί. Υιοθετεί την απρόσωπη οπτική γωνία, ακόμα και αν ερευνά τον ίδιο τον άνθρωπο. Πολλαπλασιάζει τις προοπτικές και τις περιοχές της γνώσης, τεμαχίζει και εξειδικεύει τη γνώση και αναζητεί νέα πεδία.

Τη Φιλοσοφία από την άλλη, απασχολεί η σημασία που έχει ο κόσμος για εμάς. Σε κάθε περίπτωση εδράζεται στο ότι η γνώση έχει αναγκαστικά ένα υποκείμενο: τον άνθρωπο-πρωταγωνιστή. Προσπαθεί να συσχετίσει το καθετί με όλα τα υπόλοιπα και να συγκεντρώσει το σύνολο των γνώσεων σ’ ένα κοινό θεωρητικό πλαίσιο. Η φιλοσοφία ενίοτε προβληματίζεται για ζητήματα που οι επιστήμονες θεωρούν δεδομένα ή προφανή. Η ειρωνεία είναι ότι απορρίπτοντας την αξία της φιλοσοφίας, οι επιστήμονες κάνουν μια φιλοσοφική δήλωση. Λαμβάνουν μια φιλοσοφική θέση για το πώς πρέπει να λειτουργεί η επιστήμη, αφού η επιστήμη δεν είναι απλώς συσσώρευση εμπειρικών δεδομένων.

Διάβασα πρόσφατα ένα εξαιρετικό βιβλίο, του καθηγητή Γιώργου Καλλή του Institute of Environmental Science and Technology, του Αυτόνομου Πανεμιστημίου της Βαρκελώνης, με τίτλο Limits (εκδ. Stanford Briefs), που εκδόθηκε πρόσφατα και θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμο να μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα, στο οποίο ενυπάρχει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σχέσης επιστήμης – φιλοσοφίας. Αναφέρεται στον πολύ γνωστό αιδεσιμότατο και λόγιο Malthus που ασχολήθηκε επισταμένως με την πολιτική οικονομία και τη δημογραφία, ο οποίος εξακολουθεί να σκιάζει τον περιβαλλοντισμό, ειδικά στις τελευταίες συζητήσεις, σχετικά με τα όρια της ανάπτυξης. Το σημαντικό ερώτημα δεν είναι αν ο Malthus ήταν λάθος, αλλά γιατί ο Malthus ήταν λάθος.

Ο Γιώργος Καλλής δίνει μια εναλλακτική κριτική για το περίφημο δοκίμιο του Malthus, υποστηρίζοντας ότι παρά το ότι ήταν ο πρόδρομος των περιβαλλοντικών ορίων, ήταν και ο πρώιμος απόστολος της οικονομικής ανάπτυξης. Ο Malthus πρόβλεψε το υποτιθέμενο «υπέρ των φτωχών» επιχείρημα της σύγχρονης οικονομίας, σύμφωνα με το οποίο ανακατανέμεται η ανακατανομή και μόνο η ανάπτυξη μπορεί να τραβήξει τους φτωχούς από τη φτώχεια. O Malthus ήταν πρώιμος εφευρέτης της «σπανιότητας», μιας ιδέας που αναπτύχθηκε ακριβώς σε μια εποχή που ο καπιταλισμός άρχισε να παράγει απαράμιλλη ποσότητα αγαθών. Το φάντασμα της «σπανιότητας» χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για να δικαιολογήσει την απεριόριστη ανάπτυξη του κεφαλαίου. Συντηρητικός κοινωνικά, δεν υποτίμησε τις δυνατότητες της τεχνικής ανάπτυξης και αρνήθηκε να φανταστεί ότι οι κοινωνίες έχουν την ικανότητα αυτορρύθμισης και αυτοπεριορισμού της αναπαραγωγής τους. Με αυτή την έννοια, ο Malthus είναι πολύ πιο κοντά στους σημερινούς φιλελευθεριστές οικονομολόγους και τους οικο-μοντερνιστές, παρά σε εκείνους που θέλουν να δουν να επιβάλλονται όρια στην ανάπτυξη της παραγωγής.

Στη συνέχεια όμως, ο συγγραφέας του βιβλίου, περνάει στη συμβολή της φιλοσοφίας και αξιοποιεί την έννοια του αυτοπεριορισμού του Κορνήλιου Καστοριάδη για να αναπτύξει μια κατανόηση των ορίων χωρίς έλλειψη. Αρχίζοντας, όπως και οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι από την προϋπόθεση της φυσικής αφθονίας και όχι της έλλειψης, υποστηρίζει ότι το βασικό οικονομικό ερώτημα είναι πώς να περιορίσουμε και να επιλέξουμε τους άξονες με τρόπο που να παράγεται αρκετό πλεόνασμα για μη παραγωγικούς σκοπούς. Για τον Καστοριάδη, η επιλογή των δικών μας ορίων βρίσκεται στο επίκεντρο της αυτονομίας, της ικανότητας των κολεκτίβων να αμφισβητούν και να θέτουν τους δικούς τους νόμους, απελευθερωμένοι από τις δεδομένες αλήθειες από τους Θεούς, τη Φύση ή τις Αγορές. Και αυτό ακριβώς επεξηγεί και επιβεβαιώνει το γιατί η οικολογία είναι επαναστατική. Ο Γιώργος Καλλής υποστηρίζει ότι η μετάβαση από τα εξωτερικά όρια στους συλλογικούς αυτοπεριορισμούς αποφεύγει τις παγίδες ενός περιβαλλοντικού ντετερμινισμού που θέτει όρια «εκεί έξω», τα οποία μπορούν να διακρίνουν μόνο οι ειδικοί. Εμείς, έχοντας πλήρη επίγνωση της ικανότητάς μας ως ανθρώπων να παράγουμε νέες (κοινωνικές) δομές, μπορούμε να επιλέξουμε να μην παράγουμε ορισμένες.

Ωφέλιμες και ελπιδοφόρες για τη μελλοντική υπόσταση του ανθρώπου αυτές οι επισημάνσεις, αρκεί αυτό το «μπορούμε να…» να συνοδεύεται από το «θέλουμε να…» των δυνατών της Γης. Και αυτό προϋποθέτει μια συνεργατική σχέση επιστήμης και φιλοσοφίας και όχι αντιπαραθετική. Γιατί το ζήτημα είναι να αναζητείται η αλήθεια μέσα από την επιστημονική γνώση, αλλά να επιδιώκεται ταυτόχρονα η ηθική ορθότητα της δράσης μας σε αυτόν τον πλανήτη με στόχο την ευημερία του είδους μας και όχι την ευμάρεια.

Κι αυτό γιατί, καθώς είπε και ο γάλλος επιστήμονας και φιλόσοφος Jean Ronstand, «η επιστήμη μας έκανε θεούς πριν γίνουμε άξιοι να γίνουμε άνθρωποι».

Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας