Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

Ο Θοδωρής Αθερίδης και η Σμαράγδα Καρύδη είναι από εκείνα τα ζευγάρια που αν έκαναν καριέρα στην Αμερική θα είχαν σίγουρα αποκτήσει το δικό τους κωδικό όνομα, μία σύζευξη των μικρών τους –για να το περιγράψουμε πιο απλά, αν έγραφε για αυτούς το «Us Weekly», το «Σμαραγδωρής» ή το «Θοδωράγδα» δεν θα το είχαν γλιτώσει. Επιτυχημένοι, αγαπητοί, ταλαντούχοι, με διακριτικό δημόσιο προφίλ όσον αφορά την προσωπική τους ζωή, οι δύο ηθοποιοί (ο Αθερίδης φυσικά έχει και τις πρόσθετες ιδιότητες του συγγραφέα και του σκηνοθέτη) άφηναν για αρκετά χρόνια ανεπιβεβαίωτες τις φήμες που τους ήθελαν μαζί και στη ζωή, όμως η παραδοχή έχει γίνει εδώ και καιρό. Στη νέα, σπαρταριστή, όπως όλα δείχνουν, κωμωδία του πιο δημοφιλούς σύγχρονου γάλλου συγγραφέα, Φλοριάν Ζελέ (δικά του έργα είναι ο «Μπαμπάς» που παρουσίασε πέρυσι ο Σταμάτης Φασουλής και η επιτυχημένη κωμωδία «Μου λες αλήθεια;» με τον Σπύρο Παπαδόπουλο), οι δυο τους υποδύονται το ζευγάρι και στη σκηνή: «Το ψέμα» θα παρουσιάζεται από την προσεχή Παρασκευή στο Μικρό Παλλάς. Οπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του θεάτρου: «Μια βραδιά για δύο φιλικά ζευγάρια που πορεύονται χρόνια μαζί. Το ένα ζευγάρι είναι η Aλις και ο Πωλ. Το άλλο ζευγάρι είναι ο Μισέλ και η Λωράνς (Κωνσταντίνος Κάππας και Μυρτώ Αλικάκη). Η Aλις έχει δει στον δρόμο τον Μισέλ να φιλιέται με μια άγνωστη γυναίκα. Θα το πει στη Λωράνς; Πώς θα κυλήσει η βραδιά; Μια κωμωδία για όλους όσοι ζητάνε να μάθουν την αλήθεια, ενώ θα προτιμούσαν ένα ψέμα». Η κουβέντα μας ξεκίνησε στο θέατρο πριν από την πρόβα τους, την ημέρα που περίμεναν να παραλάβουν το 80% του σκηνικού τους. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πόσο βασικό ρόλο έχει παίξει το χιούμορ στην ένωση αυτή, όπως εύκολα βλέπει και την τρυφερότητα των ανθρώπων που ζουν χρόνια μαζί, μια τρυφερότητα ήσυχη και καθόλου επιδειξιμανή. Ο Αθερίδης μπήκε στη συζήτηση αφού είχαμε αρχίσει να αναλύουμε με την Καρύδη τα βασικά θέματα του θεατρικού έργου.

Στο «Ψέμα» υποδύεστε την Αλις. Τι μπορείτε να μας πείτε για αυτή τη γυναίκα;

Σ.Κ.:
«Γενικά μού είναι δύσκολο να πω τι είναι οι ρόλοι. Γιατί πέρα από αυτά που φαίνονται και λέγονται στους ρόλους και τα καταλαβαίνουν όλοι, ο κάθε ηθοποιός παίζει και με κάτι που δεν φαίνεται, κάτι ασυνείδητο που νιώθει για τον χαρακτήρα τον οποίο υποδύεται. Βέβαια, για την Αλις δεν γνωρίζουμε ούτως ή άλλως πολλά, αφού όλη η ιστορία είναι γύρω από το ζευγάρι, υπάρχει αλληλεπίδραση. Νομίζω πως όλοι αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας εκεί, στο πώς φερόμαστε όταν είμαστε ζευγάρι, πώς φτιάχνεται η ζωή των δύο. Το έργο θίγει πολύ σοβαρά, και τραγικά ενίοτε, θέματα, αλλά με κωμικό, ανάλαφρο τρόπο. Εμείς προσπαθούμε να βρούμε μια ισορροπία, να μην είναι ούτε δράμα ούτε κωμωδία ή, μάλλον, να είναι ένα δράμα που σε κάνει να γελάς. Ετσι κι αλλιώς, νομίζω πως αν μπεις σε ένα σπίτι την ώρα που ένα ζευγάρι μαλώνει ή ο ένας απολογείται στον άλλο, γελάς. Ακόμη και την ώρα που εσύ καβγαδίζεις και κάνεις ή λες κάτι υπερβολικό, πάλι μπορείς να γελάσεις. Θίγει, βέβαια, και το αν πρέπει να αποκαλύψουμε κάτι δυσάρεστο σε έναν φίλο μας για το καλό του».
Τα τελευταία χρόνια έχει γενικώς αναδειχθεί η αφιλτράριστη, ειλικρινής έκφραση των συναισθημάτων μας ως υπέρτατη αρετή. Σας βρίσκει σύμφωνη αυτή η τάση;
Σ.Κ.: «Νομίζω πως έχει συμβεί λόγω της πολλής ψυχανάλυσης. Δεν έχω κάνει, όμως γνωρίζω από φίλους μου που κάνουν πως οι ψυχαναλυτές σε παροτρύνουν να λες ό,τι αισθάνεσαι, να λες μόνο την αλήθεια στους άλλους. Δεν είμαι απόλυτα υπέρ αυτού. Ναι, να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου, να μην είσαι ένας ψεύτικος άνθρωπος –κάτι που είναι διαφορετικό από το να λες ψέματα, αλλά δεν μπορείς να πετάς την όποια αλήθεια χωρίς να σκέφτεσαι τις επιπτώσεις, είναι σαν να πετάς το μπαλάκι για να απαλλαγείς εσύ από τις ευθύνες μιας απόφασης. Νομίζω ότι πρέπει να το σκέφτεσαι και δεν μπορείς να τσακίζεις τον οποιονδήποτε με μια αλήθεια, δεν θεωρώ ότι είναι η ειλικρίνεια η υπέρτατη αρετή, μου φαίνεται πιο σημαντικό να μην πληγώνεις τους ανθρώπους. Αφήστε που υπάρχει πάντα και η σωστή στιγμή για την αλήθεια».

Ησασταν ανέκαθεν τόσο διαλλακτική με αυτά τα θέματα;
Σ.Κ.: «Oχι, όμως μεγαλώνοντας παύεις να βλέπεις τα πράγματα με τη λογική του άσπρου-μαύρου, καταλαβαίνεις ότι τα χρώματα είναι πιο μπερδεμένα. Φοβάμαι πως και τη λογική την έχουμε υποτιμήσει, έχουμε βάλει μπροστά το συναίσθημα και βουρ… Οποιον πάρει ο χάρος. Μόνο με το συναίσθημα, δουλειά δεν γίνεται. Και ας μην ξεχνάμε ότι ο συναισθηματισμός δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την ευαισθησία. Λέμε «είμαι συναισθηματικός», σαν να πρόκειται για το καλύτερο πράγμα στον κόσμο. Μα, μπορεί το συναίσθημα που σε οδηγεί να είναι η ζήλια ή το μίσος και να είσαι ένας φασίστας».
Θεωρείτε πως για έναν μέσο θεατή είναι εύκολο να μετατοπιστεί εσωτερικά βλέποντας ένα έργο που του πλασάρει σοβαρό περιεχόμενο με ανάλαφρο περιτύλιγμα;
Σ.Κ.: «Δεν ξέρω, όπως δεν ξέρω και αν μπορεί η τέχνη να αλλάξει τον κόσμο ή τον θεατή, φαντάζομαι πως επιδρά στον καθένα με τελείως διαφορετικό τρόπο. Σίγουρα μπορεί να τον ηρεμήσει λίγο, να δει πως συμβαίνουν και αλλού αυτά που περνάει και να μην αισθάνεται μόνος, να του απαλύνει τις πληγές. Δεν ξέρω και πόσο αλλάζουν οι άνθρωποι γενικά, σίγουρα εξελίσσονται, αλλά πάντα σύμφωνα με τις προδιαγραφές που ήδη έχουν. Ολα όσα βλέπουμε μας επηρεάζουν ως έναν βαθμό, αλλά αν μας αλλάζουν, αυτό δεν το ξέρω. Προσωπικά, ένιωσα κάποια στιγμή πως ωρίμασα απότομα. Μου συνέβησαν δυο-τρία πράγματα, σε φιλίες μου κυρίως, που με ταρακούνησαν και είπα πως στον κόσμο υπάρχει και αυτό, δεν είναι μόνο στον Ντοστογέφσκι, υπάρχει και στη ζωή η σκοτεινή πλευρά, η σκληρότητα των ανθρώπων, δεν είναι όλα ρόδινα. Αυτό είναι οδυνηρό, όμως ντιλάρεις και συνεχίζεις. Οσο μεγαλώνεις, τόσο πιο δύσκολα εκπλήσσεσαι ή εντυπωσιάζεσαι, λες «Ναι, συμβαίνει κι αυτό», δεν βγαίνεις από τα ρούχα σου. Αυτό είναι που λέμε ενηλικίωση».
Εσείς, στα ερωτικά σας, τα ψάχνετε τα πράγματα;

Σ.Κ.:
«Μου έχει συμβεί να ψάχνω σαν την παλαβή, μου έχει τύχει και να εθελοτυφλώ, να μην ασχολούμαι δηλαδή, γιατί δεν ήμουν έτοιμη να τα κάνω όλα μαντάρα. Γιατί αν ψάξω, το κάνω επειδή θέλω να έχει ένα αποτέλεσμα αυτό, μπορεί ακόμη και να ψάχνω αφορμή για να φύγω. Αν έχω πολλά τρεξίματα, όμως, δεν θα ασχοληθώ καθόλου και γενικά θα το κάνω μόνο αν υποψιάζομαι κάτι».
Κύριε Αθερίδη, γιατί επιλέξατε να σκηνοθετήσετε αλλά και να παίξετε σε αυτό το έργο;
Θ.Α.: «Είναι ένα αριστοτέχνημα. Είναι φτιαγμένο με ακρίβεια η οποία αντιστοιχεί στην επιστήμη των μαθηματικών. Είναι φοβερό με πόσο μελετημένο τρόπο αυτός ο συγγραφέας παίρνει το συναίσθημα του θεατή και το κάνει ό,τι θέλει: δημιουργεί βεβαιότητες και τις παίρνει πίσω, δημιουργεί προσδοκίες, τις επαληθεύει και μετά τις διαψεύδει και πάλι από την αρχή. Το ζήλεψα κατ’ αρχάς ως συγγραφέας, επειδή είδα με πόση απλότητα, πόση ευκολία και μαεστρία κάνει αυτός ο τύπος όλα αυτά που επιχειρώ να κάνω».
Ποια δυσκολία συναντήσατε σε αυτό ως σκηνοθέτης και ποια ως ηθοποιός;

Θ.Α.:
«Η δυσκολία στη σκηνοθεσία και στο παίξιμο εδώ ταυτίζονται: επειδή γνωρίζεις την τελική έκβαση, υπάρχει ο κίνδυνος να κυοφορήσεις από την αρχή αυτό που θα παραδώσεις στο τέλος και κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος. Πρέπει και ο σκηνοθέτης και ο ηθοποιός να ισορροπούν στην κόψη του ξυραφιού, διότι αν εσύ περιέχεις μέσα σου εκ των προτέρων κάτι που πρέπει να ανακαλύψει ο θεατής, έχεις προδώσει τον συγγραφέα, ο οποίος, χωρίς να χάνει τίποτα από την ελαφράδα και την απόλαυση ενός μπουλβάρ, δεν φοβάται να γίνει και λίγο Πίντερ, να γίνει και πιο βαθύς. Τα ηθικά ζητήματα που μπαίνουν εδώ περί αλήθειας και ψέματος είναι θεμελιακά στις σχέσεις των ανθρώπων, ερωτικές και φιλικές: πότε προστατεύεις έναν άνθρωπο; Oταν του λες την αλήθεια; Ή όταν του λες ψέματα; Πρέπει να υπάρχουν αυτά, χωρίς να βυθιστείς μέσα τους, για να μη χαθεί η χαριτωμενιά του πρώτου επιπέδου».
Εσείς την αλήθεια τη λέτε κατά περίπτωση;
Θ.Α.: «Κατά περίπτωση και καταπώς βολεύει την κατάσταση».
Κάποιoς από τους ήρωες λέει στο έργο πως η αγάπη ταυτίζεται με την αλήθεια. Συμφωνείτε;
Θ.Α.: «Βεβαίως. Ομως υπάρχουν δύο αλήθειες. Η αλήθεια που έχουμε ως άνθρωποι και η αλήθεια των γεγονότων, των συμβάντων, των πράξεων. Το να αποκρύψω πράξεις μου δεν σημαίνει ότι είμαι ψεύτικος άνθρωπος. Ψεύτικος άνθρωπος είμαι όταν σου πουλάω αγάπη χωρίς να σε αγαπάω επειδή έτσι με βολεύει –τότε, ναι, είμαι κάλπικος. Αν είμαι όμως αληθινός, το ψέμα των πράξεών μου δεν έχει πάντα σημασία».
Πότε καταλαβαίνουμε αν είμαστε αληθινοί; Και πότε γινόμαστε αυτοί που είμαστε;



Θ.Α.:
«Αυτό συμβαίνει πάντα όταν την έχεις πατήσει, μονάχα ο πόνος γεννά παραδοχές. Η χαρά, η ευτυχία, η επιτυχία ακολουθούν το λανθασμένο μονοπάτι της απομάκρυνσης από τον εαυτό ή σε οδηγούν στην έπαρση, κι έρχεται η ζωή, σου ρίχνει τρεις σφαλιάρες κι αρχίζεις να καταλαβαίνεις τις δυνάμεις σου. Αν είσαι τυχερός, με πολύ πόνο, θα κατακτήσεις το γνώθι σαυτόν».
Μπερδεύονται ποτέ οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ θεάτρου και ζωής όταν παίζετε επί σκηνής το ζευγάρι που μαλώνει;
Σ.Κ.: «Οχι, από τη μία έχουμε κάνει καλό διαχωρισμό, από την άλλη έχουν ειπωθεί ήδη όλα αυτά στη ζωή μας. Οχι μόνο από εμάς ως ζευγάρι, αλλά και μέσω όσων έχουμε περάσει με τους φίλους και τους γνωστούς μας».
Θ.Α.: «Εγώ θα ήθελα να πω μόνο πως είναι διασκεδαστικό να αναπαριστάς κάτι στο οποίο δεν εμπλέκεσαι. Και, ναι, τα έχουμε ζήσει όλα αυτά, όχι με τις ίδιες λέξεις, όχι ακριβώς την ίδια κατάσταση. Και ποιος δεν τα έχει ζήσει; Γι’ αυτό κάνει τόση επιτυχία το έργο όπου κι αν έχει παιχτεί. Το συναίσθημα της ζήλιας, της ενδεχόμενης απόρριψης, είναι πανανθρώπινο».
Τον Δεκέμβριο θα προβληθούν στους κινηματογράφους οι «Τέλειοι ξένοι», τους οποίους, κύριε Αθερίδη, έχετε σκηνοθετήσει και όπου οι δυο σας πρωταγωνιστείτε, χωρίς όμως να υποδύεστε το ζευγάρι. Το φιλμ, που βασίζεται στην επιτυχημένη ιταλική ταινία «Perfetti sconosciuti», μιλάει κι αυτό για την αλήθεια που κρύβουμε από τους οικείους μας…
Θ.Α.: «Ναι, όμως εκεί χρησιμοποιείται ως εύρημα το πώς το κινητό τηλέφωνο έχει μετατραπεί στο μαύρο κουτί της ζωής μας. Αμα σου πάρω το κινητό και το ξεψαχνίσω, θα βγάλω τα πιο ασφαλή συμπεράσματα για εσένα. Και είναι μια ταινία με την εξής αντίφαση: ενώ εκτυλίσσεται ολόκληρη γύρω από ένα τραπέζι, ο θεατής αγωνιά και περνάει τόσο καλά όσο αν έβλεπε μια περιπέτεια με εκρήξεις και κυνηγητά. Είναι, όμως, εδώ συναισθηματική η περιπέτεια».
Σ.Κ.: «Ναι, και έχει πολύ σασπένς».
Ως πρόσωπα που έγιναν γνωστά και δημοφιλή μέσω της τηλεόρασης, πώς σας φαίνεται η αλλαγή στο τηλεοπτικό τοπίο;
Σ.Κ.: «Είναι αστείο πια. Περιμένουμε φυσικά να δούμε τι θα γίνει, γιατί δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία. Αλλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα κλείσει μια υγιής επιχείρηση στην Ελλάδα της κρίσης, όπου τις υγιείς επιχειρήσεις τις κυνηγάμε με το τουφέκι. Ζούμε στην εποχή του απόλυτου παραλογισμού, τι να κρίνεις στο παράλογο;».

Θ.Α.:
«Τι να πω, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το Ινστιτούτο της Φλωρεντίας δεν μας έχει πει ακόμη και πόσα θέατρα μπορεί να αντέξει η Αθήνα, να μείνουν μερικά ανοιχτά και οι υπόλοιποι να πάμε στα σπίτια μας».
Η οικειότητα που σας δείχνουν οι άγνωστοι σας προκαλεί αμηχανία, σας ενοχλεί;
Σ.Κ.: «Μόνο αν είναι αγενείς, συνήθως σου φέρνει χαρά ο καλός λόγος του άλλου. Και με έχει ευχαριστήσει πολλές φορές που μου έχουν πει κάποιοι άνθρωποι ότι ήταν άρρωστοι, ή σε κάποια δύσκολη φάση, και ένα σίριαλ ή μια εκπομπή τούς βοήθησε κρατώντας τους συντροφιά».
Θ.Α.: «Δεν με ενοχλεί, μου έχει δώσει πολλή χαρά σε ώρες χαμηλής αυτοεκτίμησης να με βλέπει κάποιος στον δρόμο και να με κοιτάει στα μάτια σαν να είμαι κάτι σπουδαίο. Επίσης, τους καταλαβαίνω γιατί κι εγώ είμαι έτσι, άμα δω τον Μπεν Στίλερ κάπου, θα θέλω να τον γνωρίσω, να του πω ένα «γεια»».
«Το ψέμα»: Μικρό Παλλάς, από 7 Οκτωβρίου.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ