Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

Οι άναρθρες κραυγές ακούγονταν από μακριά. Καθώς πλησίαζες, όμως, καταλάβαινες πως τελικά ήταν ένα όμορφο τραγούδι χωρίς στίχους, με ήχους που θύμιζαν λέξεις οι οποίες γλιστρούσαν και χάνονταν μόλις προσπαθούσες να τις συνδέσεις με κάποιο γνωστό νόημα. Οι ηθοποιοί, με το στόμα τους διάπλατα ανοιχτό, τραγουδούσαν «τον εθνικό ύμνο της Νεφελοκοκκυγίας» στους κατά Καραθάνο «Ορνιθες».

Ο Αγγελος Τριανταφύλλου, ο συνθέτης της παράστασης, προσπαθούσε να τους βοηθήσει να βρουν τον σωστό τόνο. «Τα κορίτσια λίγο πιο κάτω, τα αγόρια λίγο πιο πάνω» κατηύθυνε την ένταση των φωνών τους. Στο διάλειμμα συζητούσε με την παλιά του συμμαθήτρια, Νατάσσα Μποφίλιου, σχετικά με το ποιο φωνήεν κάνει περισσότερο «tribal». «Το έψιλον είναι καλύτερο από το άλφα» συνεισέφερε τη δική της εξειδίκευση η τραγουδίστρια που συμμετέχει στην παράσταση, τη στιγμή που παραδίπλα ο Χρήστος Λούλης έλεγε τα λόγια του στη βοηθό του σκηνοθέτη, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου. Ο Αγγελος Παπαδημητρίου έτρωγε τα στραγάλια που του είχε δώσει η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, η ηθοποιός που είχε κλέψει την παράσταση στον περσινό «Βυσσινόκηπο» του Καραθάνου στη Στέγη.
Η ασκητική φιγούρα του Αρη Σερβετάλη παρακολουθούσε με προσήλωση τον σκηνοθέτη να δίνει οδηγίες στον υπόλοιπο θίασο, αυτή είναι άλλωστε η πρώτη τους συνεργασία. «Είναι υπέροχος ο Αρης, πατάει τόσο γερά στα πόδια του, όσο και στον ουρανό» θα πει για αυτόν ο Νίκος Καραθάνος. Θα σπεύσει, ωστόσο, να προσθέσει «…αλλά είναι υπέροχα όλα τα παιδιά. Είναι πολύ ωραίο να θέλεις να κάνεις μια παράσταση και να παίρνεις πρωταγωνιστές ανθρώπους φτασμένους και να σου λένε: «Ναι, έρχομαι»». Φτασμένοι ή μη, μοιάζουν ήδη δεμένοι σκηνικά μεταξύ τους, αστειεύονται όταν τους καταβρέχει ο Καραθάνος στην πλαστική πισίνα για τις ανάγκες της φωτογράφισης, οι περισσότεροι άλλωστε έχουν συνεργαστεί μεταξύ τους στις προηγούμενες δουλειές του. Οπως θα πει λίγο αργότερα ο Χρήστος Λούλης: «Συνήθως οι παραστάσεις που τολμούν, ανεξάρτητα από την επιτυχία τους, έχουν θίασο ηθοποιών που γνωρίζονται μεταξύ τους».
Γι’ αυτό σου λέω, πάμε…


Στο μεταξύ, το αεράκι χάιδευε απαλά τα λιγοστά φτερά που βρίσκονταν σκόρπια σε ορισμένες κερκίδες του προαύλιου χώρου στο «Σχολείον» της Πειραιώς 52, όπου γίνονταν οι πρόβες όλον τον Ιούλιο. Σε αντίθεση, όμως, με την πολυδιαφημισμένη καμπάνια της Στέγης, στην παράσταση οι ηθοποιοί δεν θα τα (πολυ)φοράνε. «Στην ουσία το έργο δεν αφορά τα πουλιά, αλλά τους ανθρώπους που θέλουν να ξεπεράσουν το ανθρώπινο, να φύγουν τα πόδια τους από το έδαφος. Γι’ αυτό κι εμείς δεν παριστάνουμε τα πουλιά, δεν θα υποδυόμαστε τα πουλιά, δεν θα μιμούμαστε κινήσεις πουλιών» εξηγεί ο Χρήστος Λούλης. Ο γνωστός ηθοποιός είναι ο Εποπας, ο τσαλαπετεινός που άλλοτε ήταν ο βασιλιάς Τηρέας, στον οποίο πηγαίνουν οι πρωταγωνιστές της παράστασης, οι δύο αθηναίοι φίλοι Πεισθέταιρος (Νίκος Καραθάνος) και Ευελπίδης (Αρης Σερβετάλης) για να τον ρωτήσουν αν ξέρει κάποιο ωραίο μέρος για να πάνε να μείνουν. Οταν εκείνος δηλώνει άγνοια, ο Πεισθέταιρος προτείνει να γίνουν όλοι πουλιά και να χτίσουν μια δική τους πόλη στον ουρανό.
Και για να το περιγράψουμε με τον χαρακτηριστικό τρόπο του Νίκου Καραθάνου, που ξέρει πάντα να προσδίδει μια κωμικοτραγική και τρυφερή ειρωνεία με ό,τι κι αν καταπιάνεται: «Είναι ένας με τον δούλο του και θέλει να φύγει μακριά από το σπίτι του. Πώς έχουμε μια φωτογραφία στο σαλόνι με τους συγγενείς μας την οποία αν κοιτάξεις προσεκτικά θα πεις «αυτός θέλει να φύγει»; Ενα τέτοιο πράγμα. Οπως στην ουσία θέλουμε όλοι μας να κάνουμε. Ολοι θέλουμε να φύγουμε μακριά από την Αθήνα. Για να βρούμε, όπως λέει στο κείμενο, «μια πολιτεία τρυφερή και παχουλή σαν την κοιλίτσα ενός μωρού ή σαν πουπουλένιο στρώμα, για να ξαπλώσουμε γιατί κουραστήκαμε»».
Τι κάνει, λοιπόν, κάποιος όταν δεν του αρκεί η ζωή του ανθρώπου προκειμένου να βρει τη χαρά και την ευτυχία, τι κάνει κάποιος όταν δεν θέλει να τον κρατούν δέσμιο διάφορες συμβάσεις; Ενα επίκαιρο αίτημα στην εποχή μας, διαχρονικό μέσα στους αιώνες, απ’ ό,τι φαίνεται και από τους «Ορνιθες», οι οποίοι γράφτηκαν το μακρινό 414 π.Χ.
«Το έργο είναι αυτό που είναι, επιδέχεται πολλές αναγνώσεις, όχι μόνο μία. Κάθε εποχή, όμως, έρχεται και το φωτίζει από κάποια πλευρά του και αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία. Αλλωστε, πάντα θυμάμαι αυτό που μου έλεγε ο Βασίλης Παπαβασιλείου: «Αλίμονο στον άνθρωπο που δεν ζει στη θάλασσα του καιρού του»» εξηγεί ο Νίκος Καραθάνος. «Να ζεις μέσα σε αυτό που υπάρχει γύρω σου, στο τι νιώθεις εσύ για τη ζωή και πώς θέλεις να τη ζήσεις σήμερα. Δεν στέκομαι στο «έλα, μωρέ, ο κόσμος παντού ο ίδιος είναι, όπου και αν πας», δεν με ενδιαφέρει τόσο πολύ η δικτατορική φύση του Πεισθέταιρου, αν και είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κομμάτι. Ξέρεις, τους «Ορνιθες» θα μπορούσαμε να τους κάνουμε και σε ένα κλειστό θέατρο, μέσα σε ένα κοτέτσι, για ελάχιστους θεατές. Οταν, όμως, γίνονται στην Επίδαυρο, μπροστά σε πολύ κόσμο, αφορούν περισσότερο τη συλλογική μας ζωή, τον κοινό μας πόθο. Η δική μου ανάγνωση είναι πιο «αμετάκλητα ανθρώπινη», πιο κοντά στο «ένας άνθρωπος δεν έχει φτερά, αλλά θέλει να πετάξει» και πιο «μαζί»».
Ο Αριστοφάνης ως μια λογοτεχνία άλλου είδους


Πώς μεταφράζεται, λοιπόν, αυτή η διάθεση σε θεατρική πράξη; Στις πρόβες, πάντως, οι 20 ηθοποιοί αναζητούσαν μια «κατάσταση ύπαρξης» μέσα από τις ασκήσεις και τους αυτοσχεδιασμούς τους. «Ψάχνουμε να βρούμε πώς είναι να υπάρχεις με έναν τρόπο που να μη θυμίζει τον άνθρωπο που ξέρουμε, με έναν τρόπο ελαφρύ, αθώο και πρωτογενή, ο οποίος θυμίζει πουλί περισσότερο στον πυρήνα του και όχι στη συμπεριφορά του» εξηγεί ο Χρήστος Λούλης. Δύσκολη η αποστολή, αλλά μάλλον ιδιαίτερα ευχάριστη, αφού, όπως λέει, «το θέατρο είναι κυρίως παιχνίδι, επειδή ανατρέχουμε στην παιδικότητά μας: στο πώς μπορείς να πανηγυρίσεις για μια επιτυχία σου, να χορέψεις τη χαρά σου, να τραγουδήσεις τη λύπη σου ή να εκφράσεις το μάγεμα που σου προκαλεί μια οπτασία σαν την Αηδόνα. Φεύγουμε από τα σοφά και έξυπνα που ξέρουμε ως ενήλικοι, καθώς ο Νίκος μάς ζητάει συνέχεια να κάνουμε κάτι που είναι πηγαίο και αληθινό».
Ο στόχος είναι να μπορέσει να «ξεχάσει» το κοινό ότι βλέπει θέατρο, να μπει στο ποιητικό σύμπαν του Καραθάνου και να παρασυρθεί από τη σαρωτική ενέργεια των συντελεστών. Ιδανικά, ο κόσμος θα έπρεπε να κατέβει στην Επίδαυρο «αμόλυντος» από υψηλές προσδοκίες, αν και η συγκεκριμένη θα ήταν μια αξίωση υπερβολική, αν όχι ανέφικτη. Ο Καραθάνος διαθέτει φανατικό κοινό, από τη στιγμή που έθεσε ο ίδιος ψηλά τον πήχη στη δουλειά του με την «Γκόλφω», και σε κάθε παράστασή του η λαχτάρα των θεατών για την επανάληψη εκείνης της θεατρικής εμπειρίας προκαλεί συχνά πολύ αυστηρές κρίσεις.
Το μόνο που μπορεί, βέβαια, να κάνει ο ίδιος είναι να καταπολεμήσει την τάση να ανταποκριθεί στις προσδοκίες, «προκειμένου να πούμε αυτό που θέλουμε να πούμε». Γιατί η «φωνή» της παράστασης, όπως είναι αναμενόμενο, δεν θα είναι συμβατική. Απ’ όσα περιγράφουν οι συντελεστές της, αλλά και απ’ ό,τι φάνηκε στην πρόβα με τη χορωδία των κατοίκων της Νεφελοκοκκυγίας, δεν θα ομοιάζει με την αριστοφανική φωνή, και όχι μόνο επειδή το συγκεκριμένο έργο «δεν είναι φορτισμένο από μια γενετήσια εκφορά λόγου (πού***ς, μ***ί) όσο άλλα έργα του Αριστοφάνη», όπως θα πει κάποια στιγμή ο Καραθάνος. «Δεν θα ακούσεις αριστοφανικό αστείο όπως το έχουμε συνηθίσει. Μπορεί και να πεις, μα, κωμωδία είναι αυτό; Σίγουρα θα δεις κάτι ελαφρύ, αλλά μπορεί να σου φανεί λίγο ανοίκειο, να νομίζεις ότι βλέπεις μια λογοτεχνία ενός άλλου είδους. Και αυτό θα συμβεί, αν συμβεί, επειδή εμείς πάμε να κάνουμε αυτή την κωμωδία σαν να πρόκειται για το πιο δύσκολο έργο που θα μπορούσαμε να κάνουμε ποτέ, σαν το πιο βαθύ και το πιο πολύπλοκο στα νοήματά του» θα συμπληρώσει ο Χρήστος Λούλης. «Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια χορογραφία από εντυπώσεις και εικόνες, ήχους, λόγια. Εικόνες που έχουν να κάνουν όχι με την πλοκή αυτή καθαυτή, αλλά με μια κυκλική επιθυμία που έρχεται και φεύγει, δυναμώνει και κοπάζει, και ξανά από την αρχή. Το έργο είναι τόσο ωραίο, είχε τόση ελευθερία όταν το έγραφε ο Αριστοφάνης, αν το σκεφτείς, είναι σαν ένα ποίημα. Και εμείς με τη σειρά μας δεν πρέπει να φοβηθούμε να κάνουμε μια παράσταση η οποία δεν θα έχει την πλοκή ως πρωταγωνίστρια».
Συλλυπητήρια στον φόβο


Εξάλλου ο φόβος ή, πιο σωστά, η περιφρόνηση απέναντί του, ήταν και το κεντρικό σύνθημα στη συνέντευξη Τύπου για τους «Ορνιθες» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. «Συλλυπητήρια στον φόβο» είχαν ευχηθεί ομόφωνα οι συντελεστές της φιλόδοξης παραγωγής, η οποία είναι και η πρώτη κάθοδος της Στέγης στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. «Αυτό αφορά εμάς όταν ξεκινάμε μια δουλειά» εξηγεί ο Νίκος Καραθάνος. «Να μη φοβόμαστε να ρισκάρουμε, να μη λογοκρίνουμε τις σκέψεις που θα μας έρθουν επειδή το θέλουν οι άλλοι, να βλέπουμε τα πράγματα έτσι όπως τα πρωτοείδαμε. Ο φόβος ελλοχεύει πάντα όταν βρίσκεσαι μέσα στην ασφάλεια. Εχει ένα πράγμα η ελευθερία, η πραγματική ελευθερία, αυτή που έχεις παιδί, όταν δεν σε νοιάζει να πέσεις και να γδάρεις τα γόνατά σου, ή στα νιάτα σου, όταν ξεκινάς να ταξιδέψεις οπουδήποτε θέλεις να σε πάει η ζωή σου, όταν απλώνεται ο κόσμος μπροστά σου και κανείς δεν μπορεί να σου πει ποια είναι η μορφή του. Στην τέχνη, θέλουμε να έχουμε μια σταθερά, μια συνταγή ότι κάτι «πέτυχε». Ομως το ωραίο είναι η απόπειρα να γνωρίσεις τα έργα και τα πράγματα από την αρχή, να τα ξαναμυρίζεις για να ξανακαταλάβεις περί τίνος πρόκειται».
Σημειωτέον, είναι η πρώτη φορά που ο Καραθάνος καταπιάνεται με το αρχαίο δράμα. Στην παρθενική απόπειρα επιλέγει, λοιπόν, Αριστοφάνη. «Δεν τον καταλαβαίναμε, δεν τον καλοδιαβάζαμε. Ετσι συμβαίνει, όμως, όλα τα έργα τα μισήσαμε όταν πήγαμε να τα σπουδάσουμε, δεν μας άρεσαν επειδή μάς τα επέβαλλαν και δεν ανακαλύψαμε εμείς την ομορφιά τους. Τα κοροϊδεύαμε τέτοια έργα, όπως και τους ανθρώπους που τα είχαν γράψει, όπως κοροϊδεύαμε και τους μεγαλύτερους ηθοποιούς επειδή έπαιζαν με τον τρόπο που έπαιζαν, ακριβώς όπως θέλαμε να μιλήσουμε με σύγχρονες λέξεις, ή χωρίς καθόλου λέξεις, σαν από μίσος απέναντι στον γονιό που μίλαγε καλά. Μεγαλώσαμε με κάτι το ανοίκειο ανάμεσά μας επειδή γινόταν διά της βίας αυτή η μεταφορά της γνώσης. Είναι ένα θέμα παιδείας. Διδασκόμασταν τα έργα σαν να δείχναμε με το δάχτυλο, ενώ όλα απεικονίζουν τη ζωή, και η ζωή είναι φοβερή και τρομερή, κάτι που δεν σου μαθαίνει κανένας, σ’ το μαθαίνει όμως η ίδια η ζωή, με απανωτά χαστούκια. Τώρα που έπιασα τον Αριστοφάνη, σταματούσα σε κάθε σκηνή και έλεγα «Θεέ μου, για δυο ώρες θέλω να κάτσω εδώ». Είναι τόσος ο πλούτος του κειμένου».
Βέβαια, στο άκουσμα και μόνο της λέξης «Ορνιθες», το μυαλό, τουλάχιστον των θεατρόφιλων, πηγαίνει στην παλιά θρυλική παραγωγή του 1960 σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα, σκηνικά και κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Τη στιγμή που ρωτάω τον Καραθάνο για τη συναισθηματική διαχείριση απέναντι στον μύθο εκείνης της παράστασης, ο αέρας παίρνει απότομα το καπέλο μου. Εκείνος τρέχει και το πιάνει. Καθώς το φέρνει πίσω, είναι σαν να μονολογεί όταν λέει: «Ολα φεύγουν, τίποτε δεν μένει, κι εμείς καμιά φορά κρατάμε στο μυαλό μας κάποιες σκέψεις λίγο παραπάνω και δεν τις αφήνουμε να φύγουν… Τα οστά των προγόνων μας! Γενικά ως Ελληνες έχουμε δεινοπαθήσει πολλές φορές επειδή δεν μπορούμε να προχωρήσουμε, κοιτάμε όλο πίσω, φοβόμαστε ότι αν φτιάξουμε κάτι άλλο, κάποιον θα προδώσουμε. Ξέρεις, μου είπε κάποιος ότι πήγε να δει τον Χατζιδάκι δύο μήνες πριν πεθάνει. Του λέει: «Θα μου δώσεις μια μουσική σου;». Κι εκείνος τού απαντάει: «Μωρέ, εγώ να σ’ τη δώσω, αλλά είναι παλιά… Τι να την κάνεις, φτιάξε καινούργια!». Νομίζω ότι αυτοί οι άνθρωποι, καιρό τώρα, μας φωνάζουν: «Φτιάξτε κάτι καινούργιο, φτιάξτε κάτι άλλο». Εχουμε μανία να τα συγκρίνουμε τα πράγματα. Ο Χατζιδάκις είχε κάνει μια πολύ ωραία μουσική, όμως η δική μας παράσταση εδράζεται σε κάτι άλλο. Η παλιά παράσταση είναι ένας μύθος μέσα στο μυαλό μας που ζητάει λίγη ανάπαυση. Ας τον αφήσουμε να αναπαυθεί. Η θεατρική πράξη είναι μια ζωντανή διαδικασία».
Οσοι κατορθώνουν το ανέφικτο


Χάρη στην ανορθόδοξη και τόσο ανθρώπινη προσέγγιση του Καραθάνου, στους «Ορνιθες» συμμετέχουν και δύο άνθρωποι οι οποίοι δεν είναι ηθοποιοί, αλλά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για τη δημιουργία της παράστασης και την κατεύθυνση της κεντρικής ιδέας της. Ο «Δίας» της υπόθεσης είναι ο Γιάννης Σεβδικαλής, ο οποίος έχει χάσει τα πόδια του σε ατύχημα και σήμερα είναι αθλητής. Ο Καραθάνος έμαθε γι’ αυτόν από τους συνεργάτες της Νατάσσας Μποφίλιου, η οποία επρόκειτο να τραγουδήσει σε μια συναυλία προς τιμήν του. «Δεν νιώθω ότι είμαι ηθοποιός, είμαι αθλητής στίβου, αλλά μου αρέσει πολύ που συμμετέχω στην παράσταση. Δεν φοβήθηκα την πρόκληση, όλοι μας κρύβουμε έναν ηθοποιό μέσα μας στον οποίο ανατρέχουμε στην καθημερινότητά μας όταν χρειάζεται. Νιώθω τρακ, αλλά το «καλό» είδος, όπως αυτό που αισθάνομαι όταν αθλούμαι» θα πει ο ευγενικός και πρόσχαρος Γιάννης. Η Αηδόνα, από την άλλη, είναι η Βασιλική Δρίβα, μια δημόσια υπάλληλος από τη Λάρισα η οποία πάσχει από νανισμό. Απ’ όταν την είχε πρωτοδεί, ο Καραθάνος τη φαντάστηκε σε αυτόν ακριβώς τον ρόλο, «γιατί είναι σαν πουλάκι». «Πάντοτε βρίσκω κάτι πολύ ιδιαίτερο σε ό,τι μας λείπει» εξηγεί ο Καραθάνος. «Σε κάποιον μπορεί να λείπουν τα μέλη του, σε άλλον το ύψος του, σε άλλον η υγεία του, σε άλλον η ψυχική του σταθερότητα, σε άλλον ο γονιός του. Οσον αφορά την τέχνη, δυστυχώς ή ευτυχώς, από αυτόν τον γκρεμό στέκομαι και κοιτάζω. Είναι το σημείο που με συγκινεί βαθύτατα. Θα ήθελα πάρα πολύ να το κάνω και αλλιώς, δεν μπορώ όμως. Μέσα από αυτό που λείπει από τον άλλο καταλαβαίνω πάρα πολλά πράγματα. Το ότι περπατάω το βλέπω σε έναν άνθρωπο που δεν περπατάει, εκεί καταλαβαίνω τι σημαίνει περπάτημα. Ισως και σε αυτά που μου λείπουν κι εμένα –ξέρεις, το ένα μου πόδι είναι λίγο πιο κοντό -, σε ό,τι δεν είχα και ούτε θα έχω ποτέ, μένω πάντα άναυδος…».

Ενα διασκεδαστικό και ύπουλο κείμενο

Το ύφος της παράστασης θα το δώσει, βέβαια, η διασκευή του έργου. Εχει γίνει από τον Νίκο Καραθάνο (φωτό) και τον συγγραφέα Γιάννη Αστερή, ο οποίος έκανε και τη μετάφραση. «Αλήθεια, ποιο είναι το κείμενο; Αλλο διάβαζα στη μία μετάφραση, άλλο διάβαζα στην άλλη» λέει ο σκηνοθέτης. «Οταν είδα εκείνο του μεταφραστή, του είπα: «Δικές σου είναι αυτές οι παραφθορές;». «Οχι, τα λέει όλα μέσα το κείμενο του Αριστοφάνη» μου είπε. Συνοψίζοντας, λοιπόν, τη δουλειά, θα έλεγα ότι «σηκώσαμε» λίγο το πνεύμα των λέξεων. Υπάρχουν κάποιες μικρές μετατροπές και προσθήκες, με πιο τολμηρή εξ αυτών ένα ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου, που αναφέρει τα πουλιά με πιο ιδιωματικό τρόπο. Οι αφαιρέσεις είναι πιο γενναίες, μιλάμε άλλωστε για ένα κείμενο 1.700 στίχων». Ο Γιάννης Αστερής από την πλευρά του συνοψίζει την περιπέτεια της μετάφρασης ως εξής: «Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν σε ποια γλώσσα να γυρίσω το έργο του Αριστοφάνη. Ποιους, δηλαδή, ρυθμούς θα ζωντανέψω, ποιο ύφος θα αφήνω να κυριαρχεί κάθε φορά, ποια γλωσσικά υλικά θα δανειστώ ή θα θυμηθώ, και πώς όλα αυτά θα λειώσουν, ώστε από τη μία να μη φαίνονται παράταιρα ή εμβόλιμα κι από την άλλη να μην εξαφανίζονται σε μια υποτιθέμενη προφορικότητα. Οι «Ορνιθες» είναι έργο εξαιρετικά πολύπλοκο και σοφό, γεννιέται από μύθους φρικτούς και ματωμένους, ελαφραίνει, γελοιοποιεί, και την άλλη στιγμή ανεβαίνει σε τέτοιες μετρικές και λυρικές κορυφές –όταν ο Αριστοφάνης δανείζεται από το βάρος του Ομήρου ή του Πίνδαρου -, που ακόμα και για τους μουδιασμένους θεατές του 414 π.Χ. θα ακούγονταν δύστροπες και παράξενες. Στο έργο αυτό (γιατί σε άλλα δεν ήταν τόσο προσεκτικός), παρόλο που το μίγμα του είναι ετερόκλητο και οι εναλλαγές ακραίες, επιμένει ασταμάτητα να χρησιμοποιεί μαζί τα ευτελέστερα και τα πιο εξεζητημένα υλικά, για να δείξει έναν δρόμο κοινό και οικείο, με το βλέμμα του πάντοτε σ’ εκείνο που ήταν και θα είναι, στο αιώνιο. Και όλα αυτά, γράφοντας (διδάσκοντας) κωμωδία, δηλαδή με τον πιο διασκεδαστικό και ύπουλο τρόπο».
«Ορνιθες» του Αριστοφάνη: Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, στις 19 και 20 Αυγούστου.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ