«Η παράταση της συζήτησης για νέα μέτρα λιτότητας θα είναι απολύτως καταστροφική» προειδοποιεί μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής» ο Χάρολντ Τζέιμς, καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον των ΗΠΑ, ίσως ο κορυφαίος ειδικός στην οικονομική Ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης. Ο διεθνούς φήμης καθηγητής θα βρεθεί αυτή την εβδομάδα στην Αθήνα για να μιλήσει σε ημερίδα την οποία διοργανώνει ο καθηγητής Οικονομικών Παναγιώτης Πετράκης. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» ο κ. Τζέιμς τονίζει ότι η άρση της αβεβαιότητας θα πυροδοτήσει νέες επενδύσεις και ανάπτυξη, ενώ χαρακτηρίζει «τεράστια ευκαιρία» την αναδιάρθρωση του χρέους λόγω των ασυνήθιστα χαμηλών επιτοκίων τη δεδομένη χρονική στιγμή. Οσο για το «Brexit», λέει πολύ καθαρά ότι μπορεί να διαλύσει την Ευρώπη.
Πιστεύετε ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να επιστρέψει σύντομα σε συνθήκες σταθερότητας;
«Ενα μεγάλο μέρος της πολύ επώδυνης προσαρμογής έχει ολοκληρωθεί, η Ελλάδα έχει φτάσει στο όριο της αντοχής της, ενώ η περαιτέρω συζήτηση περί δημοσιονομικής λιτότητας θα είναι απολύτως καταστροφική. Από την άλλη πλευρά, η άρση της αβεβαιότητας θα πυροδοτήσει νέες επενδύσεις και ανάπτυξη. Επομένως, ναι, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για ελπίδα και αισιοδοξία».
Μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους η οποία θα αφορά το κόστος εξυπηρέτησης μετά το 2021 θα συμβάλει στην ανάκαμψη της οικονομίας;
«Η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη σταθεροποίηση των προσδοκιών. Η αναχρηματοδότηση του χρέους τη δεδομένη χρονική στιγμή, η οποία χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστα χαμηλά επιτόκια, αποτελεί τεράστια ευκαιρία».
Ποιο είναι το βασικό στοιχείο που χρειάζεται η Ελλάδα για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη και να προσελκύσει επενδύσεις;
«Η Ελλάδα χρειάζεται ένα πρόγραμμα που δεν θα υπόκειται συνεχώς σε αναθεωρήσεις και προσαρμογές. Αυτή η διαδικασία διαρκούς ανησυχίας για τη βιωσιμότητα του προγράμματος και οι σκέψεις για επαναδιαπραγμάτευση έχουν προκαλέσει μεγάλη ζημιά στην αξιοπιστία τόσο των διεθνών θεσμών και των πιστωτριών χωρών όσο και των διαδοχικών κυβερνήσεων στην Ελλάδα. Ομως η χώρα έχει βαθύτατη ανάγκη και από ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο που θα λειτουργεί καλά, θα διαθέτει νομιμοποίηση στα μάτια των πολιτών και θα μπορεί να υπηρετήσει πιο αποτελεσματικά την υπόσχεση της ολοκλήρωσης. Η ύπαρξη ευρωπαϊκών συνόρων και ο εξευρωπαϊσμός της κοινωνικής ασφάλισης και του συστήματος Υγείας δεν είναι επιθυμητά στοιχεία μόνο από τη σκοπιά της αποτελεσματικής αντίδρασης στις μοναδικές προκλήσεις που προκύπτουν από την προσφυγική κρίση, αλλά και για έναν αληθινό και αποτελεσματικό μετασχηματισμό της ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών».
Εχετε ξαναδεί κάτι τέτοιο, εννοώ σαν την ελληνική κρίση; Ποια είναι τα βασικά διδάγματα για τους ιστορικούς της οικονομίας;
«Η ελληνική κρίση παρουσιάζει ιδιαίτερες ομοιότητες με την εμπειρία των υπερχρεωμένων χωρών του κανόνα του χρυσού, συμπεριλαμβανομένης της Κεντρικής Ευρώπης και ιδιαίτερα της Γερμανίας κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Υφεσης του Μεσοπολέμου τη δεκαετία του 1930. Τότε –όπως στη σύγχρονη Ελλάδα –οι υπολογισμοί για το κόστος της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης ήταν υπερβολικά συντηρητικοί. Η υποτίμηση αυτή του κόστους της κρίσης κατέστρεψε τους ισολογισμούς επιχειρήσεων και τραπεζών και αύξησε τα βάρη από το χρέος. Η αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία πρόσβασης στους πόρους που απαιτούνταν για τον οικονομικό εκσυγχρονισμό. Και η συνέχιση της λιτότητας κατέστρεψε επίσης την πολιτική συναίνεση και την πολιτική σταθερότητα. Τότε, όπως και τώρα, δεν υπήρχαν εύκολες απαντήσεις, αλλά η μονομερής (χωρίς συνεργασία) διακοπή εξυπηρέτησης του χρέους και η κίνηση προς τον οικονομικό εθνικισμό και την αυτάρκεια κατά τη δεκαετία του 1930 ήταν πάντα καταστροφικές, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά».
Ποια είναι η άποψή σας σχετικά με το μέλλον της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης;
«Μακροπρόθεσμα και στο πλαίσιο των μεγάλων συλλογικών προκλήσεων απαιτείται μια βαθύτερη αξιολόγηση της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής ενοποίησης. Ειδικότερα, πιστεύω ότι η οικοδόμηση ενός κοινού ευρωπαϊκού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θα ήταν ο καλύτερος τρόπος τόσο για την αντιμετώπιση της κινητικότητας των εργαζομένων όσο και για την ύπαρξη αυτόματων δημοσιονομικών σταθεροποιητών.
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι άλλα ευρωπαϊκά κράτη –μη μέλη της ευρωζώνης (όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία), αλλά και μη μέλη της ΕΕ, όπως η Σερβία και η Αλβανία –προσπαθούν να αντιμετωπίσουν κατά τη δεκαετία του 2000 παρόμοιους συνδυασμούς οικονομικής έκρηξης με λανθασμένο προσανατολισμό από τη μία και ξαφνικής διακοπής της ροής κεφαλαίων, μετανάστευσης πληθυσμού προς το εξωτερικό και δημοσιονομικής κατάρρευσης από την άλλη.
Βλέπω ότι οι πολλαπλές κρίσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη –όχι μόνο η κρίση του χρέους, αλλά και μια κρίση της ασφάλειας και της μετανάστευσης, καθώς και ένα μακροχρόνιο πρόβλημα που αφορά την ενέργεια –θα απαιτήσουν ομαδοποίηση των ζητημάτων, στην οποία όλες οι ευρωπαϊκές χώρες (συμπεριλαμβανομένων πάνω απ’ όλα αυτών του ευρωπαϊκού Βορρά) θα πρέπει να αποδεχθούν απώλειες σε ορισμένους τομείς, προκειμένου να επιτευχθούν συνολική κέρδη.
Πολιτικά, στη Γερμανία και αλλού στην Ευρώπη είναι πιο εύκολη η αντιμετώπιση ζητημάτων βιωσιμότητας –συμπεριλαμβανομένης της διαγραφής χρέους –όταν παρουσιάζεται μια πρόκληση που απειλεί την ίδια την ύπαρξη της Ευρώπης.
Μιλώντας για το θέμα του χρέους αυτό καθαυτό, πιστεύω ότι οδήγησε σε ένα απελπιστικό αδιέξοδο. Ελπίζω όμως πλέον ότι αυτό το αδιέξοδο θα αρθεί μόλις καταστεί πραγματικά σαφές ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια δραματική επιλογή ανάμεσα στη συνέχιση της ολοκλήρωσης από τη μία πλευρά και σε μια αιματηρή και άκρως εθνικιστική διάσπαση από την άλλη».

Ανησυχία
Το Brexit θα πυροδοτούσε μια διαδικασία ευρωπαϊκής διάλυσης

Ποιες θα είναι οι συνέπειες αν η Βρετανία ψηφίσει υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ στο επερχόμενο δημοψήφισμα (Brexit); Πιστεύετε ότι υπάρχει ένα ζήτημα δημοκρατίας και συμμετοχής;

«Η εκστρατεία υπέρ της αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ (το λεγόμενο Brexit) βασίζεται στην ανησυχία για τη μετανάστευση καθώς και στην αγωνία περί προστασίας της εθνικής κυριαρχίας. Ομως στον σύγχρονο κόσμο της παγκοσμιοποίησης υπάρχουν πολλά κοινά προβλήματα τα οποία μπορούν να λυθούν μόνο συλλογικά, με συμφωνίες μεταξύ των χωρών σε ένα πλαίσιο όπως αυτό της ΕΕ. Η υπερψήφιση της αποχώρησης από την ΕΕ θα ήταν ιδιαίτερα επιζήμια για την Ευρώπη και θα επιτάχυνε αιτήματα για παρόμοιες κάλπες στη Σουηδία, στη Δανία και στην Ολλανδία. Θα πυροδοτούσε μια διαδικασία ευρωπαϊκής διάλυσης. Το άμεσο αποτέλεσμα θα είναι η αύξηση της οικονομικής αβεβαιότητας, η οποία θα έχει δραματικές επιπτώσεις όχι μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, μεταξύ άλλων και στην Ελλάδα.
Οσον αφορά τη δημοκρατία, δεν πιστεύω ότι τα δημοψηφίσματα με την απλή επιλογή «Οχι / Ναι» είναι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλιστεί η δημοκρατική συμμετοχή. Τόσο η θέση υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ (το λεγόμενο Brexit) όσο και η θέση υπέρ της παραμονής στην ΕΕ (Bremain αντίστοιχα) έχουν πολλές αποχρώσεις:
Πρέπει το Ηνωμένο Βασίλειο να επιδιώξει μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ή διμερείς συμφωνίες με την ΕΕ; Πρέπει να αναζητήσει περαιτέρω ενοποίηση; Σε αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο (και σχεδόν σε όλες τις άλλες δημοκρατίες σήμερα) οι ψηφοφόροι επιλέγουν ηγέτες ικανούς να σταθμίζουν πολύπλοκα επιχειρήματα και να κάνουν συμβιβασμούς. Οταν μια απόφαση θεωρείται τόσο ζωτικής σημασίας ώστε να μην μπορεί να ανατεθεί στους αντιπροσώπους, αμφισβητείται η αρχή στην οποία βασίζεται ολόκληρη η πολιτική τάξη. Η κακή χρήση των δημοψηφισμάτων δεν βοηθά τη δημοκρατία, δεν βοηθά τις χώρες που προσφεύγουν στο συγκεκριμένο εγχείρημα και σίγουρα δεν βοηθά την Ευρώπη».
Το τρίτο Πρόγραμμα
Δύσκολος πολιτικός συμβιβασμός

Ποια είναι η άποψή σας για την αποτελεσματικότητα του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής που εφαρμόζεται στη χώρα μας;

«Είναι το αποτέλεσμα ενός πολύ δύσκολου πολιτικού συμβιβασμού και θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τη σταθερότητα και τη μελλοντική ανάπτυξη, μόνο όμως αν αυτός ο συμβιβασμός δεν απειλείται διαρκώς από μια νέα επαναδιαπραγμάτευση. Βεβαίως, από μόνο του το Πρόγραμμα δεν αρκεί για να αποτελέσει μια αποτελεσματική βάση οικονομικής ανάκαμψης, όμως, από την άλλη πλευρά, με την ανάκαμψη το δημοσιονομικό πλάνο μπορεί να γίνει περισσότερο βιώσιμο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ