Στην Τεργέστη συντροφιά με τον Τζέιμς Τζόις

«Πρωτεύουσα του πουθενά» χαρακτηρίζει την Τεργέστη η συγγραφέας Τζαν Μόρις.

«Πρωτεύουσα του πουθενά» χαρακτηρίζει την Τεργέστη η συγγραφέας Τζαν Μόρις. Βρίσκομαι μπροστά στο κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού, ενώ φυσάει βόρειος άνεμος που απειλεί να ξηλώσει ακόμη και τους γερανούς στο λιμάνι, κι αναρωτιέμαι αν το νεαρό ζευγάρι που έφθανε εδώ στις 20 Οκτωβρίου 1904 φανταζόταν πως η πόλη αυτή βρισκόταν στο «πουθενά». Εκείνος 22 ετών, απένταρος, έχοντας στην τσέπη τα 11 κεφάλαια ενός βιβλίου, το οποίο θα εκδιδόταν αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του με τίτλο Stephen Hero. Εκείνη 20, δεν ήξερε καμία ξένη γλώσσα. Ιρλανδοί και οι δύο.
Ο άνδρας «πάρκαρε» τη σύντροφό του με τις ελάχιστες αποσκευές τους σε ένα παγκάκι του πάρκου απέναντι από τον σταθμό και πήγε να βρει κατάλυμα να περάσουν το βράδυ. Εκεί κοντά υπήρχε ένα μπαρ γεμάτο μεθυσμένους ναύτες. Μπήκε, κι ακούγοντάς τους να μιλούν αγγλικά τους πλησίασε για να πάρει πληροφορίες. Την ίδια στιγμή εισέβαλε η αστυνομία και ο ίδιος βρέθηκε στο κρατητήριο μαζί με τους μεθυσμένους ναύτες, οι οποίοι νόμισαν πως ήταν κατάσκοπος που τον «φύτεψε» η αστυνομία στο ίδιο κελί για να τους παρακολουθεί. Τον ελευθέρωσε, αν και όχι με μεγάλη προθυμία, ο βρετανός πρόξενος λίγες ώρες αργότερα, ενώ η σύντροφός του εξακολουθούσε όλο αυτό το διάστημα να κάθεται εκεί που την άφησε, στο μέσον του πουθενά.
Ετσι αρχίζει η περιπέτεια του ζευγαριού στην πόλη όπου θα έμενε με ελάχιστες μικρές διακοπές επί δώδεκα χρόνια. Περιπέτεια συνδεδεμένη άρρηκτα με τις μεγάλες στιγμές του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, αφού ο νεαρός εκείνος ήταν ο Τζέιμς Τζόις και η σύντροφός του η Νόρα Μπάρνακλ.
Η διαδρομή


Hρθα στην πόλη προκειμένου να πραγματοποιήσω τον λεγόμενο «περίπατο Τζόις» που τον είχα ξανακάνει εν μέρει πριν από μερικά χρόνια. Αλλά και για να επιβεβαιώσω αυτό που μου είχαν πει: πως στο έργο του Τζόις, όπως αποδεικνύεται από τις έρευνες των τελευταίων ετών, υπάρχει πολύ περισσότερη Τεργέστη από όση φανταζόμαστε.
Στη λαμπρή βιογραφία του Τζόις από τον Ρίτσαρντ Ελμαν τούτη η μελαγχολική και απίστευτα γοητευτική πόλη μοιάζει παρένθετη ανάμεσα στο Δουβλίνο και στο Παρίσι. Επρεπε να δημιουργηθεί το 1994 από σπουδαστές της αγγλικής λογοτεχνίας στο εδώ πανεπιστήμιο το λεγόμενο Εργαστήριο Τζόις (Laboratorio Joyce) τις παραμονές του πρώτου Μήνα Τζόις, στο πρόγραμμα του οποίου περιλαμβανόταν και η πλήρης ανάγνωση του Οδυσσέα από 80 ηθοποιούς και θαυμαστές του, που διήρκεσε 37 ώρες.
Δεν είναι δύσκολο να κάνει κανείς τον «περίπατο Τζόις». Ο δήμος έχει τοποθετήσει 45 πλάκες στα εννέα σπίτια όπου διέμενε και στα καφενεία και στα άλλα μέρη όπου σύχναζε. Τα περισσότερα παραμένουν λίγο-πολύ όπως εκείνα τα χρόνια: το κτίριο της οδού San Nicolo 32, που στον πρώτο του όροφο στεγαζόταν το Μπέρλιτζ, η σχολή όπου δίδασκε αγγλικά, και στον τρίτο όροφο το σπίτι του. (Στα δεξιά της εισόδου στεγάζεται σήμερα κατάστημα της διεθνούς αλυσίδας ειδών ένδυσης Zara και στα αριστερά το παλαιοβιβλιοπωλείο του φίλου του ποιητή Ουμπέρτο Σάμπα.) Πολύ κοντά βρίσκεται το καφενείο Tommaseo όπου συναντιόταν με τον άλλο φίλο του, τον Ιταλο Σβέβο. Το ίδιο και το Καφενείο με τους καθρέφτες (Caffe degli Specchi) στην piazza Grande (σήμερα piazza Unita), στο ισόγειο ενός από τα επιβλητικότερα κτίρια της Τεργέστης που το έχτισε ο έλληνας μεγαλέμπορος Νικόλαος Στρατής το 1839. Οπως και το καφενείο Stella Polare δίπλα στο Μεγάλο Κανάλι. Κάπως πιο μακριά βρίσκεται το San Marco, τόπος συνάντησης των ιταλών αλυτρωτικών που επιδίωκαν την προσάρτηση της Τεργέστης στο Βασίλειο της Ιταλίας, από τα ωραιότερα ευρωπαϊκά καφενεία. Ομως εκεί συχνότερα πήγαινε ο αδελφός του Τζόις, Στανίσλαος, που συμπαθούσε τους αλυτρωτικούς.
Αυτά και πλήθος άλλα έχουν λεπτομερώς καταγραφεί. Ελάχιστες πληροφορίες όμως έχουμε για τις σχέσεις του Τζόις με τους Ελληνες της Τεργέστης και ιδιαίτερα με όσους ανήκαν στα επίλεκτα μέλη της τοπικής αριστοκρατίας. Ο Τζόις γνώριζε άριστα την ιταλική γλώσσα και πολύ σύντομα μιλούσε και τη διάλεκτο της Τεργέστης, αλλά πόσα ελληνικά έμαθε εδώ; Αναρωτιόμουν, καθώς βρισκόμουν μέσα στον ορθόδοξο ναό του Αγίου Νικολάου μαζί με τον πρόεδρο της ελληνικής κοινότητας της Τεργέστης Στέλιο Ρίτσο στo 7 της Riva 3 Novembre μπροστά στην προκυμαία.
«Η προκυμαία που βλέπουμε δεν είχε το σημερινό πλάτος όταν χτίστηκε η εκκλησία» μου είπε ο κ. Ρίτσος. «Παλαιότερα η θάλασσα ήταν πολύ πιο κοντά. Ο ναός χτίστηκε πάνω στην παραλία ώστε, όπως γράφει το καταστατικό της ίδρυσής του, «οι ναύται ιστάμενοι εις τας πλώρας των πλοίων τους να παρακολουθώσι την Θείαν Λειτουργίαν»». Αυτήν που παρακολουθούσε συχνά και ο Τζόις εντυπωσιασμένος από τον μυστηριακό της χαρακτήρα. Ηταν άραγε μία από τις αιτίες που όταν το 1915 έφυγε από την Τεργέστη και πήγε στη Ζυρίχη άρχισε μαθήματα ελληνικών με δάσκαλο τον Παναγιώτη Φωκά;
Αλλά γιατί έφυγε τότε από την Τεργέστη; Επειδή, όπως έγραφε πολύ αργότερα στο Finnegans Wake, αυτή η πόλη «του έφαγε το συκώτι»; Αλλά τότε πώς εξηγείται που το 1909, όταν είχε μεταβεί για μικρό διάστημα στην Ιρλανδία, έγραφε στη Νόρα για την «ωραία τους Τεργέστη», μια πόλη όπου «άφησε την ψυχή του», τη «μόνη όπου μπορούσε να γράψει»;
«Οι Ελληνες έχτισαν τη μισή Τεργέστη»


Κατά σύσταση της Μαρίνας Παππά-Κέδρου, επίτιμης προξένου μας στην Τεργέστη, συναντήθηκα στο καφέ Tommaseo με τον αμερικανό συγγραφέα Ερικ Χολμς Σνάιντερ που ζει μόνιμα στην πόλη, όπου ίδρυσε το 2004 το Μουσείο Τζόις και υπήρξε διευθυντής του ως το 2009. Σε αυτό το καφενείο δεν σύχναζαν μόνο ο Τζόις και ο Σβέβο αλλά είχε περάσει παλαιότερα κι ο Σταντάλ –χρόνια αργότερα κι ο Κάφκα.
Ο Ερικ είχε μαζί του δύο ογκώδη ντοσιέ με αντίγραφα συμβολαίων του 19ου αιώνα, ελλήνων εμπόρων κι εφοπλιστών υπογεγραμμένα σε όλα τα μεγάλα μεσογειακά λιμάνια και σε διάφορες γλώσσες.

«Η σχέση του Τζόις με τους Ελληνες δεν έχει ερευνηθεί σε βάθος»
του λέω.

«Εχεις δίκιο. Είναι μια πολύ σημαντική πτυχή της ζωής του εδώ. Οι Ελληνες έχτισαν τη μισή Τεργέστη, που λέει ο λόγος. Δες μόνο τα παλάτια που άφησαν. Τον 19ο αιώνα αποτελούσαν το 12% του πληθυσμού και κατείχαν το 28% των μετοχών στο χρηματιστήριο. Οταν οι υπόλοιποι της άρχουσας τάξης θεωρούσαν τον Τζόις έναν «μεθύστακα προφέσορα», οι Ελληνες ήταν οι μόνοι που του φέρθηκαν καλά. Αν δεν ήταν ο Ράλλης να τον βγάλει μαζί με την οικογένειά του από την Τεργέστη το 1915, δεν ξέρουμε ποια θα ήταν η τύχη του ως συγγραφέα κι αν θα είχαμε τα βιβλία που θαυμάζουμε σήμερα».

«Εννοείς βέβαια ότι οι περιπέτειες των βιβλίων του είναι άμεση συνάρτηση των περιπετειών της ζωής του».
«Και κάτι περισσότερο. Χωρίς τις εκδοτικές του περιπέτειες ο Τζόις δεν θα είχε γράψει τα αριστουργήματά του. Το μείζον πρόβλημά του εδώ ήταν πώς θα επιβιώσει αυτός και η οικογένειά του. Γι’ αυτό και υπήρξαν μεγάλες περίοδοι, όπου δεν έγραψε τίποτε. Δεν θα έγραφε πολλά από τα διηγήματα των Δουβλινέζων αν δεν είχε την ελπίδα να εκδοθούν. Και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ολοκλήρωνε αργότερα τον «Οδυσσέα» αν δεν μεσολαβούσε ο Πάουντ ώστε να δημοσιευθεί. Η αρχική εκδοχή του βιβλίου άλλωστε ήταν το ένα τρίτο της τελικής».

«Είναι αλήθεια ότι επισκεπτόταν τακτικά τα πορνεία της πόλης;».

«Κατά πάσα πιθανότητα, όμως δεν έχει επιβεβαιωθεί. Το σίγουρο είναι πως τα κοπανούσε σχεδόν κάθε βράδυ κι επέστρεφε στο σπίτι του τύφλα στο μεθύσι. Ξέρεις πως είχε θαυμάσια φωνή και για ένα διάστημα είχε σκεφθεί να σταδιοδρομήσει ως τενόρος. Πήρε και μαθήματα, που τα παράτησε, γιατί του έλειπαν τα χρήματα να πληρώσει τον δάσκαλο. Τραγουδούσε μάλιστα στα μπαρ και στις ταβέρνες όπου σύχναζε. Να σου πω επί τη ευκαιρία μια αστεία ιστορία»
συνέχισε ο Ερικ. «Υπήρχε μια ταβέρνα στη via Belvedere, τη σημερινή via Udine, όπου πήγαινε συχνά και τραγουδούσε από όπερες ως λαϊκά τραγουδάκια στο ιδίωμα της Τεργέστης. Ο ταβερνιάρης ήταν ένας χοντρός Σικελός που οι θαμώνες τον αποκαλούσαν Στόρκι (σ.σ.: από το stork –πελαργός), επειδή σαν τον πελαργό στεκόταν στο ένα πόδι κουνώντας αργά το κεφάλι μια δεξιά και μια αριστερά. Ο Τζόις τού έλεγε στα αγγλικά διάφορες ιστορίες. Ο ταβερνιάρης τον άκουγε εκστασιασμένος, μολονότι δεν σκάμπαζε γρι, και κάθε τόσο του έλεγε: «Πόσα ξέρεις, κύριε Ζόις»».

«Ζόις;».

«Ετσι προφέρεται το όνομά του στη διάλεκτο της Τεργέστης. Ενα από τα δημοφιλέστερα τραγουδάκια που το τραγουδούσαν εν χορώ στην ταβέρνα αυτή έλεγε ανάμεσα στα άλλα: «Ancora un litro de quel bon, che no go la ciave del porton». «Ακόμη ένα λίτρο από αυτό το καλό πράμα, γιατί έχασα τα κλειδιά της πόρτας μου»»
(σ.σ.: το τραγούδι είναι και σήμερα δημοφιλές στην Τεργέστη).
Βάλαμε τα γέλια, όμως αμέσως μετά ο Ερικ συμπλήρωσε:

«Το ότι ο Τζόις πήγαινε συχνά στα μπαρ και στις ταβέρνες δεν πρέπει να μας παραπλανά. Το έκανε όχι μόνο γιατί του άρεσε να πίνει αλλά και γιατί εκεί ήταν αποδεκτός, πέραν του ότι τον ενδιέφερε και ως εμπειρία. Εκτός αυτού, για μεγάλο διάστημα η σχέση του με τη Νόρα είχε διαταραχθεί, σε σημείο που σκεφτόταν να χωρίσουν. Μπορείς να φανταστείς έναν άνθρωπο που για να επιβιώσει δανείζεται συνεχώς, από τον αδελφό του πρωτίστως αλλά και από τους μαθητές του στη σχολή Μπέρλιτζ; Εχει γραφτεί πως όταν για μικρό διάστημα μετακόμισε από εδώ στη Ρώμη, το έκανε γιατί είχε βαρεθεί την Τεργέστη. Η πραγματικότητα είναι άλλη. Μετακόμισε επειδή το Μπέρλιτζ δεν μπορούσε να κρατήσει δύο καθηγητές των αγγλικών, δηλαδή τον ίδιο και τον Στανίσλαο. Κι αυτό γιατί ο υποδιευθυντής της σχολής, Τζουζέπε Μπερτέλι, την κοπάνησε παίρνοντας μαζί του και το ταμείο. Ο Τζόις προτίμησε να φύγει ο ίδιος και να παραμείνει ο αδελφός του, αλλά στην πρώτη ευκαιρία επέστρεψε στην Τεργέστη».

«Στις αναλύσεις που έχω διαβάσει τονίζεται η μεγάλη επίδραση των Εβραίων στο έργο του κι ελάχιστα των Ελλήνων».
«Οντως η εβραϊκή επίδραση ήταν μεγάλη, εξαιτίας κυρίως της σχέσης και της φιλίας του με τον Σβέβο, που θεωρείται πως υπήρξε το πρότυπο για τον Λέοπολντ Μπλουμ του «Οδυσσέα» Πολλοί μάλιστα ισχυρίζονται πως το πρότυπο και για την Αννα Λιβία Πλούραμπελ στο «Finnegans Wake» υπήρξε η σινιόρα Σβέβο. Αν θέλεις τη γνώμη μου, άλλο είναι το ζήτημα: τον Τζόις, σε αντίθεση με τους συγγραφείς του 19ου αιώνα, δεν τον ακολουθούν τα βιβλία του αλλά τα ακολουθεί αυτός».
Είχαμε μείνει ως πολύ αργά μετά τα μεσάνυχτα και το Tommaseo έκλεινε. Φεύγοντας ο Ερικ μού είπε στην πόρτα: «Ο Τζόις ήλθε στην Τεργέστη ως ψευδοέλληνας (Στίβεν Δαίδαλος) κι έφυγε ως ψευδοεβραίος (Λέοπολντ Μπλουμ). Αυτή, για εμένα, είναι η ραχοκοκαλιά του «Οδυσσέα»».

Ράλλης, Σορδίνας, Τζόις
Ο Τζόις έφυγε από την πόλη το 1915 με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και πήγε στη Ζυρίχη για έναν απλό λόγο: οι αυστροουγγρικές Αρχές απειλούσαν να τον χωρίσουν από τα παιδιά του που απέκτησε εδώ (δεν ήταν τότε παντρεμένος με τη Νόρα): τον Τζόρτζιο και τη Λουτσία. Και για να πάρει άδεια εξόδου μεσολάβησαν δύο επιφανείς Ελληνες: ο βαρόνος Αμβρόσιος Ράλλης και ο κόμης Φραγκίσκος Σορδίνας. Και οι δύο, στους οποίους δίδαξε αγγλικά, τον είχαν συστήσει σε άλλα μέλη της κοινωνικής και οικονομικής ελίτ της πόλης. Ο Ράλλης μάλιστα τον βοήθησε και οικονομικά. Του έδωσε 300 κορόνες, σοβαρό ποσό εκείνη την εποχή, ώστε να καλύψει τα έξοδα της μετακόμισής του στη Ζυρίχη. Λιγότερο γνωστό είναι πως ο Ράλλης υπήρξε ο μόνος από την Τεργέστη που αγόρασε ένα αντίτυπο από την πρώτη έκδοση του Οδυσσέα το 1922.
Ο Τζόις έζησε στην Τεργέστη από το 1904 ως το 1915 και από το 1918 ως το 1919. Ηταν 22 ετών όταν έφθασε και 38 όταν έφυγε. Τα σημαντικότερα χρόνια κατά τα οποία διαμορφώνεται ένας συγγραφέας. Εδώ έγραψε τα περισσότερα διηγήματα των Δουβλινέζων, τους Εξόριστους και το Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία. Εδώ συνέλαβε και σχεδίασε τον Οδυσσέα, έφτιαξε το προσχέδιο πολλών επεισοδίων του και ολοκλήρωσε τουλάχιστον δύο από αυτά. (Δεν είναι όμως σωστό αυτό που γράφτηκε στον Independent, ότι στην Τεργέστη έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του Οδυσσέα.)
Οι νεότεροι ερευνητές διαπιστώνουν πως πλήθος από εικόνες της ζωής στην Τεργέστη έχουν περάσει με έμμεσο τρόπο στα βιβλία του. Αλλά για όποιον κάνει τον «περίπατο Τζόις» αυτό είναι ολοφάνερο. Σαν να περιδιαβάζει σε ένα ανοιχτό λογοτεχνικό μουσείο, όπως λέει ο Ρέντζο Σ. Κριβέλι, καθηγητής της Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Τεργέστης. Θα συμπλήρωνα πως καθιστά πολύ πιο συναρπαστική την ανάγνωση του Οδυσσέα, ενός βιβλίου που αρκετοί από όσους το αγόρασαν δεν το έχουν διαβάσει από την αρχή ως το τέλος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.