Μπερλινάλε: Η λεηλασία του γυναικείου σώματος

Ζουν σε παράλληλους κόσμους. Παρόλο που κυκλοφορούν στο ίδιο έδαφος και οι δρόμοι τους τέμνονται συνεχώς, οι πρόσφυγες και οι ντόπιοι μοιάζουν με ανθρώπους από διαφορετικούς πλανήτες, ανήμποροι φαινομενικά να τα βρουν μεταξύ τους. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στη διαφορετική γλώσσα.

Μπερλινάλε: Η λεηλασία του γυναικείου σώματος

Ζουν σε παράλληλους κόσμους. Παρόλο που κυκλοφορούν στο ίδιο έδαφος και οι δρόμοι τους τέμνονται συνεχώς, οι πρόσφυγες και οι ντόπιοι μοιάζουν με ανθρώπους από διαφορετικούς πλανήτες, ανήμποροι φαινομενικά να τα βρουν μεταξύ τους. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στη διαφορετική γλώσσα. Το κύριο εμπόδιο είναι ο αντιθετικός τρόπος ζωής: Από τη μια εκείνος των ξένων, που συνίσταται πλέον μόνο στην εξαθλίωση και τη φυγή, και από την άλλη αυτός των εγχώριων κατοίκων που γαντζώνονται όσο μπορούν στα κεκτημένα τους.

Το αποτέλεσμα είναι ο φόβος – που είναι διάχυτος και στη Λαμπεντούσα, το ιταλικό νησί ανάμεσα στην Σικελία και τη Λιβύη, όπου έχουν καταφύγει τα τελευταία χρόνια με πλοιάρια της συμφοράς περισσότεροι από 400.000 ξένοι, ενώ άλλοι 15.000 έχουν πνιγεί σε ναυάγια, ή έχουν πεθάνει από αφυδάτωση, πείνα, ή συναφείς ασθένειες.

Φόβος διπλός: Από τη μια έκδηλος, όπως αυτός εκφράζεται στην συμπεριφορά των προσφύγων, και από την άλλη καμουφλαρισμένος, που πλήττει τους ντόπιους, όπως αυτό αντικαθρεπτίζεται στα μάτια του Σαμουέλε, του δωδεκάχρονου ήρωα της ταινίας Fuocommare του Gianfranco Rossi, που κέρδισε τη νύχτα του Σαββάτου την Χρυσή Άρκτο της Μπερλινάλε. Ο σκηνοθέτης δεν αποκλείει την προσέγγιση ανάμεσα στις δυο ομάδες ανθρώπων (χαρακτηριστικό παράδειγμα γι αυτό είναι η περίπτωση ενός γιατρού, που τα δίνει όλα για τους πρόσφυγες) δείχνει όμως και τα όρια της μέσα στην ατμόσφαιρα πανικού, καθώς και στο καθεστώς της διαρκούς κατάστασης έκτακτης ανάγκης, που κυριαρχεί στο νησί.

Ντοκιμαντέρ που δεν έχει μόνο πολιτικές, αλλά και σινεαστικές αξιώσεις: Η κάμερα του Rossi, που ήταν ταυτόχρονα και ο εικονολήπτης της ταινίας, αναζητεί και καταγράφει στάσεις, συμπεριφορές, και συναισθήματα που συνήθως απεικονίζονται σε ταινίες μυθοπλασίας – μόνο που εδώ όλα είναι γνήσια και αυθεντικά.

Με την βράβευση του Fuocammare, η Μπερλινάλε επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά ότι είναι (συχνά παραείναι!) ένα πολιτικό φεστιβάλ – πολύ περισσότερο πάντως από εκείνα των Καννών και της Βενετίας. Αυτό φάνηκε και από την επίδοση του δεύτερου βραβείου, της αργυρής Άρκτου, στο έργο «Θάνατος στο Σαράγιεβο» του Danis Tanovic που με αφορμή μια ζωντανή τηλεοπτική εκπομπή για τα 100 χρόνια από τη δολοφονία του αρχιδούκα της αυστροουγγρικής μοναρχίας Φραντς Φέρντιναρτ στην πρωτεύουσα της Βοσνίας-Ερτσεγοβίνης (28 Ιουνίου 1914) από τον νεαρό εθνικιστή Γαβρίλο Πρίντσιπ, δείχνει τις περιπέτειες της χώρας αυτής μέχρι τις σημερινές ημέρες.

Το δράμα παίζεται στο Hotel Europa, το διεθνές ξενοδοχείο της πόλης, όπου πρόκειται να λάβει χώρα η τελετή για την 100χρονη επέτειο και στην οποία προβλέπεται να συμμετάσχει η ηγεσία της χώρας, καθώς και υψηλοί προσκεκλημένοι από το εξωτερικό. Όμως τίποτα δεν πάει καλά στην προετοιμασία της τελετής: Ο εκπρόσωπος μιας τράπεζας απειλεί το διευθυντή του ξενοδοχείου με άμεση κατάσχεση του κτιρίου λόγω απλήρωτων οφειλών, το προσωπικό εξαγγέλλει μια απεργία για την ίδια ημέρα, αν δεν πάρει τους απλήρωτους μισθούς πολλών μηνών, οι πελάτες διαμαρτύρονται για τα μαχαιροπίρουνα που είναι απαρχαιωμένα, ενώ το προσωπικό ασφαλείας μπερδεύει τη φύλαξη του κύριου ομιλητή της τελετής από τη Γαλλία με την παρακολούθησή του μέσω ενός κρυφού τηλεοπτικού κυκλώματος στο δωμάτιο του.

Ακολουθούν ιλαροτραγικές σκηνές, που συμπεριλαμβάνουν ξυλοδαρμούς και απαγωγές απεργών, καθώς και την άσκοπη θανάτωση (από έναν φύλακα του ξενοδοχείου) ενός επίδοξου διαδόχου του Πρίντσιπ, που οδηγούν στην άδοξη ματαίωση της τελετής. Εξέλιξη που τελικά φαίνεται φυσική και δείχνει το αδιέξοδο από το οποίο δεν μπορεί να βγει η χώρα – πολιτικά, κοινωνικά, ιστορικά. Και όλα αυτά μέσα από μια σαρκαστική και αυτοσαρκαστική ματιά, που ανέδειξαν το «Θάνατο στο Σαράγιεβο» σε μια από τις πιο ελκυστικές ταινίες της Μπερλινάλε.

Το φεστιβάλ ήταν ετεροβαρές: Στο πρώτο μέρος του κυριάρχησαν ασήμαντες ταινίες, όπως η καναδική «Ο Μπορίς χωρίς την Μπεατρίξ» του Denis Coté και «Ο καθένας πεθαίνει μόνος του» του Vincent Perez, μέτριες, όπως τα «Γράμματα από τον πόλεμο» του Ivo M.Ferreira και «Όταν είναι κανείς 17 ετών» του André Techinè, και λίγες καλές, όπως η «Quite Passion» του Terrence Davies και η «L`Avenir» (το μέλλον) της Mia Hansen-Loewe, που πήρε και το βραβείο σκηνοθεσίας (αν και το μεγάλο γεγονός του φιλμ ήταν η ερμηνεία της Isabelle Huppert). To μεγάλο σουξέ σε αυτή την περίοδο ήταν το Chi-Raq του Spike Lee, που προβλήθηκε δυστυχώς εκτός διαγωνισμού.

Το «βαρύ πυροβολικό» των ταινιών ακολούθησε στο δεύτερο μέρος με πρώτο και κυριότερο το «A Lullaby to the Sorrowful Mystery” του Lav Diaz, ένα έπος για την επανάσταση των Φιλιππινέζων εναντίον των ισπανών αποικιοκρατών στα τέλη του 19ου αιώνα διάρκειας οκτώ ωρών. Όχι άδικα το φιλμ αυτό πήρε την δεύτερη αργυρή άρκτο «για μια ταινία που ανοίγει καινούριες προοπτικές» στον κινηματογράφο. Για πολλούς η ταινία άξιζε το πρώτο βραβείο. Τη νύχτα του Σαββάτου ήταν όμως όλοι ανακουφισμένοι που δεν το πήρε – αν το έπαιρνε θα ήταν υποχρεωμένοι να την βλέπουν μέχρι τα χαράματα της Κυριακής στην καθιερωμένη επαναληπτική προβολή της νικήτριας ταινίας του διαγωνισμού.

Υπήρξαν και άλλες σπουδαίες σε αυτή τη δεύτερη περίοδο – όπως η «Που θα κάνουμε την επόμενη επιδρομή» του Michal Moore, μια καυστική σάτιρα του υπαρκτού αμερικανικού ιμπεριαλισμού, η Kollektivet (Το κοινόβιο) του δανού Thomas Vinterberg, ή το Genius του Michael Grandage για τον αμερικανό συγγραφέα Τόμας Βουλφ.

Εκείνη που έκλεψε την παράσταση ήταν όμως «Οι Ηνωμένες Πολιτείες της αγάπης» του Tomasz Wassilevski που αναφέρεται στη ζωή τεσσάρων γυναικών λίγο μετά την πτώση του καθεστώτος του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Πολωνία, στις αρχές της δεκαετίας του 90 και κέρδισε το βραβείο για το καλύτερο σενάριο. Η υπόθεση εξελίσσεται σε ένα ζοφερό ντεκόρ – στο προάστιο μιας μικρής πόλης με προκάτ κτίρια. Η πρώτη πρωταγωνίστρια, η γυναίκα ενός εργάτη, η Αγκάθα, προσπαθεί να ξεμυαλίσει έναν ιερέα, η δεύτερη, η διευθύντρια ενός σχολείου, η Ίζα, έχει άτυχο δεσμό με έναν παντρεμένο γιατρό, η τρίτη, η δασκάλα της ρωσικής γλώσσας Ρενάτα, είναι ερωτευμένη με την δασκάλα γυμναστικής και χορού Μαρτσένα, η οποία πάλι (αυτή είναι η τέταρτη πρωταγωνίστρια) ονειρεύεται να γίνει μοντέλο.

Κάθε μια από αυτές τις γυναίκες έχει το δικό της ψυχισμό, τα δικά της πάθη και λάθη, που παίρνουν όλο και νέες μορφές. Η ιδιαιτερότητα αυτού του φιλμ είναι όμως μια άλλη – η σωματική: Πρόκειται για μια σπουδή του γυναικείου σώματος, ιδιαίτερα του γυμνού, όπως αυτό επηρεάζεται από τις ψυχικές εξάρσεις και μεταπτώσεις. Η κάμερα παρακολουθεί μέσα από τις πιο διαφορετικές οπτικές γωνίες (συχνά μεγαλοφυείς!) τις σωματικές αντιδράσεις στα ψυχικά εναύσματα, που αποτυπώνονται σε ορατές σωματικές αλλαγές. Το σώμα χαίρεται, ή κλαίει, ομορφαίνει ή ασχημαίνει, ανάλογα με την εκάστοτε ψυχολογική κατάσταση. Και δεδομένου ότι η γενικότερη κατάσταση στην Πολωνία εκείνης της εποχής ήταν κάθε άλλο παρά καλή για τις γυναίκες, έχουν συσσωρευτεί και στα σώματα τους κάθε είδους κακίες και ασχήμιες. Αυτό απεικονίζεται και στην κατά τα άλλα στιλπνή και λαμπερή επιδερμίδα της Μαρτσένα, που ύστερα από πολύωρη φωτογράφησή της από έναν φωτογράφο μόδας, καταρρέει μεθυσμένη στο πάτωμα του σπιτιού της. Ο φωτογράφος την ξεγυμνώνει στη συνέχεια και ασελγεί αυνανιζόμενος πάνω της. Η κάμερα καταγράφει επακριβώς την κατάρρευση του βιασμένου κορμιού που έχει χλομιάσει και ζαρώσει μετά την ήττα του.

Στις «Ηνωμένες Πολιτείες της αγάπης» γίνεται ελάχιστος λόγος για πολιτική. Ο νους των πρωταγωνιστριών πάει σε εντελώς διαφορετικά πράγματα – στον έρωτα, στο σεξ, στην κοινωνική αναγνώριση. Οι σκέψεις και οι πόθοι τους όμως βρίσκουν δύσκολα ανταπόκριση. Απέναντι τους βρίσκεται μια κλειστή και κατά κανόνα εχθρική κοινωνία. Το σώμα τους πληρώνει γι αυτό. Από αυτή την άποψη το φιλμ αυτό είναι επίσης πολιτικό – έκφραση μιας άναρχης βιοπολιτικής, που έχει ως μοιραία συνέπεια την ταπείνωση και λεηλασία του γυναικείου σώματος.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version