ΕΕ και Ελλάδα: αλλάξτε το πλαίσιο και συνεχίστε την οδύσσεια

Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΕΕ παράγουν επί χρόνια πολλές εντάσεις και δυσπιστία που έφθασαν σε κρίσιμο σημείο ύστερα από την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και όσο πλησιάζει το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου.

Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΕΕ παράγουν επί χρόνια πολλές εντάσεις και δυσπιστία που έφθασαν σε κρίσιμο σημείο ύστερα από την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και όσο πλησιάζει το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Οι διαπραγματεύσεις αυτές και το δημοψήφισμα οδηγούν σε πολιτικές τοποθετήσεις και παιχνίδια τακτικής κατανοητά αν μπούμε στη λογική των ενδιαφερόμενων παικτών, οι οποίοι όμως είναι πλέον ουσιώδες να τα υπερβούν για να αρθούν στο ύψος όσων διακυβεύονται, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη. Ας φορέσουμε τα σωστά γυαλιά για να φθάσουμε στη σωστή διάγνωση.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε δραματική κατάσταση που θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο αν οδηγηθεί σε μόνιμη χρεοκοπία, ή στο να εγκαταλείψει την ευρωζώνη.
Από αυτή την άποψη, η έξοδος από την παρούσα κρίση προϋποθέτει πάνω απ’ όλα να πραγματοποιηθεί μια αλλαγή οπτικής στην Ελλάδα την ίδια: απαιτείται να διατυπωθεί σαφώς η θέληση για ρήξη με την Ελλάδα των τελευταίων 40 ετών, όπως και η αντίσταση στον πειρασμό να αποδίδονται τα περισσότερα προβλήματα της χώρας σε εξωτερικούς παράγοντες. Απαιτείται επίσης η ελληνική κυβέρνηση να μην θεωρεί ότι η δημοκρατική νομιμοποίηση που φέρει επιβάλλεται από την φύση της σε εκείνη που ενσαρκώνουν οι ευρωπαίοι ομόλογοί της. Με τις δυο αυτές προϋποθέσεις, οι ελληνικές αρχές θα έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να λάβουν αξιόπιστες δεσμεύσεις που θα συνοδεύονται από πράξεις, σύμφωνα με ένα πρόγραμμα που θα καταρτίσουν από κοινού με τους εταίρους τους. Κατανοούμε την ανυπομονησία και τις ανησυχίες αυτών των τελευταίων, οι οποίοι επιθυμούν να μπει ένα τέλος στην εντύπωση ότι ρίχνουν την χρηματική τους βοήθεια σε ένα απύθμενο πηγάδι.
Το ελληνικό δράμα δεν είναι ούτε θα είναι μόνο εθνικό: έχει και θα έχει επιπτώσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, της οποίας αναπόσπαστο μέρος αποτελεί η Ελλάδα μέσω της ιστορίας της αλλά και μέσω της γεωγραφικής της θέσης.
Δεν πρόκειται λοιπόν μόνο περί της μέτρησης των οικονομικών και χρηματοοικονομικών επιπτώσεων, λιγότερο ή περισσότερο περιορισμένων, που θα έχει η έξοδος της Ελλάδας από τη νομισματική ένωση: πρόκειται περί της εξέτασης της εξέλιξης της Ελλάδας από μια γεωπολιτική σκοπιά, σαν ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα, το οποίο θα παραμείνει τέτοιο. Δεν πρέπει να εξετάζουμε την Ελλάδα μόνο με το μικροσκόπιο του ΔΝΤ αλλά με τις διόπτρες του ΟΗΕ, δηλαδή σαν μια χώρα που ανήκει στα Βαλκάνια των οποίων η αστάθεια δεν πρέπει καθόλου να ενισχυθεί αυτόν τον καιρό του πολέμου στην Ουκρανία και στη Συρία και της τρομοκρατικής πρόκλησης _ χωρίς να ξεχνάμε το μεταναστευτικό ζήτημα.
Αν επιθυμούμε πάση θυσία να περιοριστούμε στην οικονομική οπτική, είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι η παρούσα κρίση ρευστότητας της Ελλάδας αποτελεί επίπτωση της κρίσης φερεγγυότητας, η οποία με την σειρά της δεν είναι παρά το σύμπτωμα δεινών με μεγαλύτερο βάθος: δεινών που σχετίζονται με τις αδυναμίες μιας οικονομίας και ενός κράτους που πρέπει να επανοικοδομηθούν σε όλες τους τις εκφάνσεις, στη βάση βαθιών διοικητικών, δικαστικών, εκπαιδευτικών, φορολογικών κ.ά. μεταρρυθμίσεων.
Η ΕΕ οφείλει να διαδραματίσει πλήρως τον ρόλο της στην ανοικοδόμηση αυτή, προτείνοντας στην Ελλάδα ένα ολοκληρωμένο σχέδιο σε τρία μέρη. Από τη μια πλευρά, μια εύλογη χρηματική βοήθεια που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να ανακτήσει την φερεγγυότητά της σε βραχυχρόνιο επίπεδο.
Από την άλλη πλευρά, μια κινητοποίηση των εργαλείων της ΕΕ προκειμένου να αναζωογονηθεί η ελληνική οικονομία (διαρθρωτικά κεφάλαια και κεφάλαια συνοχής, δάνεια από την ΕΚΤ, εισφορές του σχεδίου Γιούνκερ κλπ) και συνεπώς η επιστροφή στην ανάπτυξη, που θα ελαφρύνει από μόνη της την αναλογία χρέους/ΑΕΠ της χώρας. Τέλος πρέπει να βάλουμε χωρίς καθυστέρηση στην ημερήσια διάταξη την εξέταση σε ευρωπαϊκό πλαίσιο του βάρους του ελληνικού χρέους και του χρέους των υπολοίπων «χωρών που βρίσκονται σε πρόγραμμα», αμέσως μόλις τηρηθούν οι δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις. Μόνο ένα τέτοιο ολοκληρωμένο σχέδιο φαίνεται πιθανό να δημιουργήσει προοπτικές για ελπίδα και να κινητοποιήσει τον ελληνικό λαό και τις αρχές, και συνεπώς να τους δεσμεύσει στην προσπάθεια για την ανοικοδόμηση που τόσο ανάγκη έχει η χώρα και από την οποία θα ωφεληθεί και η ΕΕ.
Ακριβώς επειδή ο Οδυσσέας είχε την ελπίδα ότι θα επέστρεφε στην Ιθάκη και στην Πηνελόπη είχε το κουράγιο να υπομείνει 10 χρόνια δοκιμασίες, ύστερα από εκείνες του πολέμου της Τροίας. Επίσης ακριβώς επειδή Έλληνες και Ευρωπαίοι θα μπορούν να κοιτάζουν μαζί προς ένα μέλλον αναγκαστικά κοινό και που θα αντιλαμβάνονται ως καλύτερο, θα βρουν τον δρόμο για ένα συμβιβασμό που θα τιμά τις αρχές της συνεργασίας και της αλληλεγγύης πάνω στις οποίες βασίζεται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
*Ο κ. Jacques Delors είναι πρώην πρόεδρος της ευρωπαϊκής Επιτροπής και ιδρυτής του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ στο Παρίσι, ο κ. Pascal Lamy είναι πρώην γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και επίτιμος πρόεδρος του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ και ο κ. Antonio Vitorino είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ.


Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.