Ο πληθυσμός της Γης ζει σήμερα «ασύγκριτα καλύτερα» από ό,τι στο τέλος του 20ού αιώνα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως η βελτίωση των «συνθηκών διαβίωσης» είναι «ισόρρυθμη και συμμετρική», διαπιστώνει έρευνα του Ινστιτούτου Κοινωνικής Ανάπτυξης του Γκέτιγκεν της Γερμανίας.
Τα πορίσματα της έρευνας παραχωρήθηκαν στην αρμόδια Επιτροπή του ΟΗΕ και αναφέρονται συνοπτικά σε σχετική έκθεση. Ούτε είναι «γεωγραφικά ισόρροπη» αυτή η βελτίωση με συνέπεια να επανεμφανιστεί το φαινόμενο της ομαδικής μετανάστευσης με κύριο χαρακτηριστικό τον (γεωγραφικά) περιορισμένο χώρο όπου εκδηλώνεται, να διαχέεται ποιοτικά και γεωγραφικά η βία –η οποία παίρνει μορφή «αιματηρών συγκρούσεων δίχως τέλος», κ.τ.λ.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι η «ανοδική γραμμή ευημερίας» που καταγράφηκε την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα συνεχίζεται και στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, αλλά με «σοβαρά παθολογικάχαρακτηριστικά» σε τομείς όπως η ανεργία, η κατανομή ενέργειας, η ποιότητα της προληπτικής υγιεινής κ.ά.
Μεταξύ 1990 και 2000 καταγράφεται μια αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη σε όλη τη Γη, αλλά με μεγάλες διαφορές ανάμεσα σε γεωγραφικές περιοχές.
Πραγματικό άλμα σημειώνει η περιοχή της Απω Ασίας και του Νότιου Ειρηνικού, ενώ ο ευρωπαϊκός χώρος βρίσκεται ουσιαστικά σε αναπτυξιακή καθίζηση. Με βάση το 100 για μια ιδανική ανάπτυξη και, συνακόλουθα, ευημερία του πληθυσμού, η Ευρώπη με δυσκολία εξασφαλίζει το 40, τη στιγμή που ο ευρύτερος χώρος της Αυστραλίας – Ινδονησίας κατακτά το 72 και η Κίνα/Νότια Κορέα το78.
Κατά προέκταση, και αν δεν μεσολαβήσουν «ανεξέλεγκτες» συνθήκες, οι ερευνητές προβλέπουν ότι στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα η ανάπτυξη/ευημερία θα υποχωρήσει περισσότερο στην Ευρώπη –δεν περιλαμβάνεται η Ρωσία -, αλλά και στον χώρο της Απω Ασίας (Ιαπωνία, Κίνα, Νότια Κορέα) δεν θα σημειωθούν οι ίδιες υψηλές επιδόσεις.
Η Αφρική και η Λατινική Αμερική είναι οι περιοχές όπου είτε δεν υπάρχει ανάπτυξη είτε αυτή είναι ασήμαντη, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις (Κεντρική Αφρική, Καραϊβική και Κεντρική Λατινική Αμερική) όπου παρατηρείται υποχώρηση της ανάπτυξης/ευημερίας από χρόνο σε χρόνο. Η Βραζιλία π.χ. εξασφαλίζει το 1993 περίπου 23 μονάδες στην κλίμακα αλλά το 2000 κατεβαίνει στις 21.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρουσιάζουνμια ιδιόμορφη εικόνα. Βρίσκονται μάλλον σε αναπτυξιακή καθίζηση τη δεκαετία του ’90 –βαθμολογούνται με 55 –αλλά από το 2004 ως το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα κάνουν συνεχή, σταθερά άλματα και εξασφαλίζουντο 71, με προοπτική «να πλησιάσουν το 78-82 ξεπερνώντας το ορόσημο της Απω Ασίας», σημειώνουν οι ερευνητές του Ινστιτούτου. Υψηλή και σταθερά ανερχόμενη αναπτυξιακή επίδοση κατέγραψε ο Καναδάς –από 66 ως το 72 το 2011.
Η άνιση, γεωγραφικά, ανάπτυξη/ευημερία έχει ως πρώτες συνέπειες τη μαζική μετανάστευση και την «έκρηξη» βίας με κάλυμμα θρησκευτικό, ιδεολογικό, φατριαστικό αλλά στην ουσία για «μια ανθρωπιστική επιβίωση». Η μετανάστευση –υπολογίζεται ότι 13,3 εκατομμύρια άνθρωποι άλλαξαν τόπο μόνιμης κατοικίας μεταξύ 1990 και 2007 –προκάλεσε «ερήμωση και αποψίλωση» σε εκτάσεις (συνολικά) σχεδόν όσο η Ευρώπη, γεγονός το οποίο επιδεινώνει την κλιματική κατάσταση σε όλη τη Γη και υπονομεύει κάθε στρατηγική στην πολιτική της προστασίας του περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα δημιουργεί συνθήκες «πληθυσμιακής ασφυξίας» στις αναπτυγμένες περιοχές του κόσμου, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και στη Δυτική Ευρώπη, όπου καταλήγει ένας σημαντικός αριθμός μεταναστών, με συνέπεια να δημιουργούνται προβλήματα και κρίσεις βίας. Οι ερευνητές του Ινστιτούτου αποδίδουν την επανεμφάνιση του ρατσισμού στις ΗΠΑ και σε ευρωπαϊκές χώρες σε αυτό το γεγονός.

Μεταναστευτική ένεση στις χώρες της Δύσης
Οι ΗΠΑ «απορρόφησαν» μεταξύ 1993 και 2001 περίπου 6,8 εκατομμύρια Ασιάτες και Νοτιοαμερικανούς. Υπάρχει όμως μια πραγματικότητα και μια προοπτική οι οποίες δημιουργούν αισιοδοξία. Η «εισβολή μεταναστών» σε χώρες υψηλού οικονομικού και πολιτιστικού επιπέδου προσφέρει εργατικό δυναμικό για μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη στις χώρες υποδοχής, όπως αποδεικνύει ιδιαίτερα η περίπτωση των ΗΠΑ, οι οποίες «ανταποδίδουν» με την πνευματική ανάπτυξη των μεταναστών.
Στην Αυστραλία, στη Γαλλία και στον Καναδά, αναφέρεται ενδεικτικά, ένα ποσοστό 6%-8% των πανεπιστημιακών, ερευνητών και λογοτεχνών είναι μετανάστες δεύτερης αλλά και πρώτης γενιάς, καταγράφουν οι ερευνητές, προσθέτοντας με δόση αισιοδοξίας ότι τα σχετικά ποσοστά θα σημειώσουν άλματα στη δεκαετία που διανύουμε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ