Μου το είχαν πει πολλοί, το έγραφαν όλοι οι ταξιδιωτικοί οδηγοί, ένιωθα σχεδόν υποχρεωµένος να το ζήσω –αν μπορεί κανείς να χρησιµοποιήσει πρώτο πρόσωπο για μια εµπειρία που αφορά τις ζωές των άλλων.
Bρισκόμουν στο Χονγκ Κονγκ, φιλοξενούμενος από το Πανεπιστήμιο Μπάπτιστ. Ηταν Κυριακή και είχα κανονίσει με τη Μάργκαρετ από τα νησιά Μπαρμπάντος, τη Νουκίλα από την Ινδονησία και τον Ανταμ από την Αυστραλία (φιλοξενούμενοι, επίσης, του πανεπιστημίου) να πάμε στο πάρκο Βικτώρια να δούμε πώς μαζεύονται και διασκεδάζουν οι υπηρέτριες του Χονγκ Κονγκ από τις Φιλιππίνες, τη Μαλαισία και την Ινδονησία που έχουν ρεπό μία φορά την εβδομάδα και συναντιούνται εκεί κάθε Κυριακή.
Το ξενοδοχείο του πανεπιστημίου όπου μέναμε φιλοξενούσε και ομάδα αμερικανών δημοσιογράφων που τιμήθηκαν με το βραβείο Πούλιτζερ και συμμετείχαν σε μια σειρά σεμιναρίων οργανωμένων από το Τμήμα Δημοσιογραφίας. Θα είχαν τις επόμενες ημέρες και μαζί μας μια συνάντηση και τη σχετική συζήτηση που θα αφορούσε τις σχέσεις λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας. Πασίγνωστοι ρεπόρτερ όλοι τους, αλλά χωρίς ούτε στο ελάχιστο την αυθάδεια κάποιων δικών μας τηλεοπτικών αστέρων. Και μιλούσαν για τα προβλήματα του επαγγέλματος ανοιχτά, κάνοντας τη σχετική αυτοκριτική με το απαραίτητο χιούμορ.
Ο Πίτερ Αρνέτ. Στο διπλανό µε το δικό µου δωµάτιο έµενε ο Πίτερ Αρνέτ, ο οποίος ενώ ήταν σε µια ηλικία που άλλοι θα είχαν περάσει στη χορεία των σχολιαστών πολυτελείας, αυτός παρέµενε ορκισµένος ρεπόρτερ που το πραγµατικό του γραφείο εξακολουθούσε να είναι ο δρόµος και το περπάτηµα συνώνυµο µε το µολύβι ή το πληκτρολόγιό του.
Κατέβαινε κάθε πρωί με τη φωτογραφική του μηχανή κρεμασμένη από τον λαιμό. Δεν φαινόταν να έχει αλλάξει και πολύ από την εποχή του Πολέμου του Κόλπου. Ολοι τον ξέρουν για τα ρεπορτάζ του το 1990 από το εσωτερικό της Βαγδάτης, όταν τη σφυροκοπούσαν τα αμερικανικά αεροπλάνα, αλλά για μένα τα σημαντικότερα κείμενά του παραμένουν οι ανταποκρίσεις του από το Βιετνάμ το 1968, όταν, νέος ακόμη, φορώντας άρβυλα, με το σακίδιο στον ώμο και το σημειωματάριο στο χέρι, διέσχιζε τη ζούγκλα και βρισκόταν μέσα στις μάχες, συναντούσε αμερικανούς αξιωματικούς και Βιετκόνγκ κι έπαιζε τη ζωή του κορόνα γράμματα.
«Εζησα ως ρεπόρτερ και ως ρεπόρτερ θα πεθάνω» μου είπε την ώρα που παίρναμε πρωινό. «Η είδηση υπάρχει εκεί που συμβαίνει. Και για να την πεις πρέπει κι εσύ να βρίσκεσαι εκεί την ώρα που συμβαίνει. Την είδηση τη ζεις, δεν τη μαθαίνεις. Την κυνηγάς, δεν σε κυνηγάει. Γι’ αυτό και πρέπει να τρέχεις από το πρωί ως το βράδυ».
«Μα δεν έχεις συνταξιοδοτηθεί;».
«Ο δημοσιογράφος δεν συνταξιοδοτείται ποτέ».
«Εμείς θα πάμε σε λίγο στο πάρκο Βικτώρια να δούμε τις υπηρέτριες» είπα.
«Είναι μεγάλη εμπειρία» έκανε ο Αρνέτ. «Πηγαίνετε να δείτε τι γίνεται και να καταλάβετε με πόσες ανοησίες είναι γεμάτοι οι ταξιδιωτικοί οδηγοί».
«Γιατί;».
«Δεν γενικεύω, όμως πρόσφατα διάβασα κάποιον που έγραψε πόσο ενοχλητικές είναι αυτές οι καημένες οι κοπέλες. Κάνουν, λέει, φασαρία –και άρα ενοχλούν τα αφτάκια των καλομαθημένων. Ο άθλιος κόσμος των τακτοποιημένων, κατάλαβες;».
Τον κοιτάζω με τη φωτογραφική του μηχανή, τα αθλητικά του παπούτσια και το χαμόγελό του –μισό χαμόγελο και μισός μορφασμός, για να είμαι ακριβής. Ο Αρνέτ κάθε μέρα παίρνει πρωινό μόνος του, εδώ στην καντίνα με τους φοιτητές. Δεν τον μεταφέρει λιμουζίνα, αν και θα μπορούσε να ζητήσει, και να έχει. Χρησιμοποιεί το μετρό και το ταξί. Ρεπόρτερ.
Για 300 δολάρια τον µήνα. Στο πάρκο Βικτώρια πήγαµε µε το µετρό, αφού αλλάξαµε τρένο δύο φορές στους κλειστοφοβικούς σταθµούς µε τα σκούρα πράσινα και κόκκινα χρώµατα και τις αποµιµήσεις των µωσαϊκών. Παντού κλιµατισµός φυσικά. Αυτή είναι η πόλη του ερ-κοντίσιον, ένα εργοστάσιο ψυχών –και ψύχους.
Στο πάρκο γινόταν το αδιαχώρητο. Το περίμενα μεγαλύτερο, αλλά ίσως να έμοιαζε τόσο μικρό εξαιτίας του πλήθους των κοριτσιών που το είχαν καταλάβει. Τι θα έλεγε η βλοσυρή βασίλισσα Βικτώρια της Αυτοκρατορίας, προς τιμήν της οποίας ονομάστηκε αυτό το πάρκο, αν έβλεπε τούτο το τεράστιο ανθρώπινο χαλί της Ασίας απλωμένο ανάμεσα στα δέντρα που κι αυτά έμοιαζαν να έχουν εξαφανιστεί μέσα στα πολύχρωμα ρούχα; Θα διέταζε υποχρεωτική αλλαγή ενδυμασίας, ποδήρες φουστάνι, συντηρητικούς φραμπαλάδες και τα τοιαύτα –προφανώς και βικτωριανά εσώρουχα; Ομπρέλες ηλίου ενδεχομένως; Σκέφτομαι την αποικιοκρατία –πόσο σε εξοργίζει αλλά και πόσο γελοία την κάνουν να φαίνεται οι μικροχαρές των φτωχών.
Οι υπηρέτριες είναι μικρές κοπέλες, οι περισσότερες όχι πάνω από 20 ετών. Βρίσκονται εδώ με ειδικό καθεστώς, ένα είδος δουλοπαροικίας. Οι κυβερνήσεις των χωρών τους έχουν συνάψει ειδικές συμβάσεις με τη διοίκηση του Χονγκ Κονγκ. Οι κοπέλες υπογράφουν συμβόλαιο διετούς διάρκειας με κάποια οικογένεια, όπου θα εργαστούν ως οικιακές βοηθοί. Μένουν εσωτερικές κι εργάζονται χωρίς ωράριο, άρα είναι διαθέσιμες 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.
Εχουν μία ημέρα την εβδομάδα ελεύθερη, όμως συχνά ο εργοδότης τις κρατά στο σπίτι όλη την εβδομάδα. Επιπλέον, μπορεί να καταγγείλει οποιαδήποτε στιγμή το συμβόλαιο και η συμφωνία να λυθεί μονομερώς. Οταν συμβεί αυτό, η κοπέλα, αν δεν βρει άλλον εργοδότη, πρέπει να εγκαταλείψει σε δύο ημέρες την πόλη. Αποζημίωση εξαιτίας της λύσης του συμβολαίου δεν προβλέπεται. Οι εργοδότες είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν ασφάλιση αλλά μόνο για ιατρική περίθαλψη, αν χρειαστεί, και για όσο χρόνο οι κοπέλες μένουν στην πόλη. Ο μισθός είναι 300 δολάρια ΗΠΑ. Ποσό ασήμαντο για τα ισχύοντα εδώ, όμως μια μικρή περιουσία στις χώρες προέλευσης των υπηρετριών. Με τα χρήματα αυτά συντηρούν ολόκληρες οικογένειες στους τόπους καταγωγής τους.
«Τέκνα της γης». Στο Χονγκ Κονγκ εργάζονται 140.000 υπηρέτριες από τις Φιλιππίνες κι άλλες 100.000 από την Ινδονησία. Σ’ αυτές πρέπει να προστεθούν κι όσες προέρχονται από την Ταϊλάνδη, αν και είναι πολύ λιγότερες. Κι όταν τα σκέφτεσαι αυτά εύκολα πας στην Ιστορία, γιατί η Ιστορία είναι ένα σκοτεινό παραµύθι που το δηλητηριάζουν τα αρχεία και οι στατιστικές.
Τις υπηρέτριες κι εδώ, όπως και στην Ινδονησία, τις αποκαλούν «πριμπούμι». Είναι μια λέξη δυσφημιστική, παρότι σημαίνει «τέκνα της γης». Κατάφεραν να τη διαστρεβλώσουν οι Ολλανδοί που ως το 1950 κατείχαν την Ινδονησία, όπου είχαν εφαρμόσει ένα ιδιότυπο σύστημα απαρτχάιντ παρόμοιο μ’ εκείνο της Νότιας Αφρικής. Χώρισαν τους κατοίκους σε τρεις κατηγορίες. Πρώτοι ήταν οι Ευρωπαίοι, αμέσως μετά οι αποκαλούμενοι «ξένοι Ανατολίτες» (Κινέζοι, Αραβες και Ινδοί) και τελευταίοι οι γηγενείς, οι πριμπούμι, που αποτελούσαν και το 95% του πληθυσμού. Κι αυτό δεν ήταν απλό σχήμα λόγου ή αναγνώρισης. Στις περιοχές των Ευρωπαίων, ως το 1950, που η Ινδονησία παρέμενε ολλανδική αποικία, δεν επιτρεπόταν να ζουν πριμπούμι ούτε ξένοι Ανατολίτες. Γιατί, λοιπόν, να απορεί κανείς που σήμερα οι ολλανδοί τουρίστες, όταν επισκέπτονται την Ινδονησία, αποφεύγουν να μιλούν μεταξύ τους στη μητρική τους γλώσσα και μιλούν αγγλικά φοβούμενοι την εχθρότητα των ντόπιων, για να μην πούμε τίποτε χειρότερο;
Περπατούσαμε ανάμεσα στις παρέες των κοριτσιών παρατηρώντας φυσιογνωμίες, ενδυμασίες, συζητήσεις, γέλια και χαρές. Η Νουκίλα είναι κοντή και δεν ξεχώριζε από το πλήθος. Εγώ, όμως, με ύψος 1,89 μ., και η Μάργκαρετ, η μόνη μαύρη, ψηλή και με μεγάλο εκτόπισμα, φαντάζαμε σαν δύο απίστευτες ανορθογραφίες. Εμείς ήμασταν το θέαμα, όχι τα κορίτσια. Ο Ανταμ, μισός Ασιάτης και μισός Δυτικός, δεν προκαλούσε την προσοχή, καθώς ήταν κοντός σχετικά.
Εμοιαζε σαν να επέστρεφα στα παιδικά μου χρόνια, τέλη της δεκαετίας του ’50, αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν έτσι μαζευόταν και διασκέδαζε στα ελληνικά πανηγύρια η φτωχολογιά. Για χρόνια γινόμουν έξω φρενών όποτε άκουγα διάφορους μικροαστούς να εξυμνούν αυτόν τον τρόπο ζωής που ευτυχώς, έλεγα, δεν υπάρχει πλέον. Τι πιο εκνευριστικό από τον εξωραϊσμό της φτώχειας; Η ζωή των άλλων ως εικόνα και φολκλόρ; Αλλά σήμερα με κατέλαβε μια παράξενη συγκίνηση. Πενήντα σχεδόν χρόνια μετά, αυτό που έβλεπα ήταν παραλλαγή εκείνης της παλιάς εικόνας με άλλα πρόσωπα –δεν θα έλεγα πρωταγωνιστές. Ελειπαν βέβαια τα μικρά παιδιά, γιατί στην πραγματικότητα παιδιά ήταν οι ίδιες οι υπηρέτριες, παιδιά που γίνονται γυναίκες όταν μένουν μόνες τους τα βράδια στο δωμάτιό τους, γυναίκες μόνες, γυναίκες σε αναμονή.
Εδώ καμιά απολύτως δεν συνοδεύεται από άνδρα, πού να τον βρουν, πού να τον συναντήσουν και τι σχέση να δημιουργήσουν μαζί του όταν όλος τους ο χρόνος ανήκει σε άλλους. Γι’ αυτό και κοιτούν με περιέργεια, με προσμονή, με κάποια λαχτάρα, ίσως και με κρυφή ελπίδα τους περαστικούς, όχι για να ανακαλύψουν τον πρίγκιπα αλλά εκείνον που θα τις πάρει από τον κόσμο της μοναξιάς και τον ρύπο της κουζίνας.
Σήµερα είναι η δική τους µέρα. Εχουν ταυτότητα, µιαν άλλη ταυτότητα, έστω και προσωρινή –είναι αυτές που ήταν, γι’ αυτό και οι περισσότερες φορούν τις εθνικές τους ενδυµασίες. Μπροστά µας ανοίγεται ένα µουσείο µε λαϊκές φορεσιές, οι κούκλες που τις φορούν ζωντάνεψαν και τώρα, να, που περικυκλώνουν τους επισκέπτες. Ιδίως τα κορίτσια από την Ινδονησία µε τις παράξενες µουσουλµανικές τους µαντίλες, πολύχρωµες, κεντηµένες, µε τις εσθήτες τους φρεσκοσιδερωµένες, βαθυπόρφυρες κι αστραφτερές. Αλλες φορώντας χρωµατιστά µαντό, άλλες µε ινδουιστικά φορέµατα και µακιγιάζ που τονίζει τα µάτια και τη γραµµή των φρυδιών, λες και βγήκαν από το θέατρο σκιών της Ιάβας ή από ένα πάνθεον θηλυκών πνευµάτων, πλάσµατα των δασών, της θάλασσας, των χρωµατιστών φωτοσκιάσεων.
Βγάζουν φθηνά καθρεφτάκια και αϊλάινερ, κουτάκια με πούδρα από το μπουντουάρ μιας ασιατικής Πανδώρας, κοιτάζονται στον καθρέφτη, κι εκείνος μαζί με το πρόσωπο που τους επιστρέφει τους στέλνει και την εικόνα των περαστικών, παίρνουν πόζα, ίσως στον καθρέφτη, να ζωντανέψει το όνειρο, το αύριο ή το μεθαύριο –ποιος ξέρει.
Το αύριο είναι ένα τοπίο με λουλούδια, με δέντρα, με ήσυχες λίμνες, ποτάμια και κήπους όπου θα υψώνονται τα μνημεία του πολιτισμού που ως τώρα τα έχουν δει μόνο στην τηλεόραση: ο Πύργος του Λονδίνου, η Αψίδα του Θριάμβου, η Ακρόπολη –όχι το Μέγα Σινικό Τείχος, η Απαγορευμένη Πόλη, τα Θερινά Ανάκτορα ή κάποιος επιβλητικός ναός στις ζούγκλες της Ιάβας.
Τα κορίτσια δεν θα πάνε στο Λονδίνο ή στο Παρίσι. Δεν χρειάζεται, λέει ο υπαίθριος φωτογράφος που προμηθεύει το φόντο με τα διάσημα δυτικά μνημεία, μπροστά στο οποίο στέκονται για να φωτογραφηθούν αυτές οι αθώες ψυχές επιστρατεύοντας όλο τους το κέφι κι όλο τους το νάζι, τα νιάτα τους με άλλα λόγια, παρά τη σκληρή δουλειά της εβδομάδας. Και ποζάρουν, και γέρνει η μία στον ώμο της άλλης, αυτή τη στιγμή, μισό εκατοστό από το χάρτινο όνειρο, μισό βήμα από την απέναντι όχθη όπου ως τώρα δεν περνούσε κανείς –αλλά πού ξέρεις. Είναι δίπλα τους αυτό που δεν θα το έχουν ποτέ κι απλώνουν το χέρι ν’ αγγίξουν την αέρινη πεταλούδα, να λάμψει ο κόσμος σε ένα μικρό πετάρισμα.
Χοροί της Ιάβας. Ο Ανταµ, η Μάργκαρετ κι εγώ είµαστε σκυθρωποί –όχι όµως και η Νουκίλα, η οποία µοιάζει εξοικειωµένη και πιάνει γρήγορα κουβέντα µε δύο από τις κοπέλες.
«Τις άκουσα να μιλούν ιαβανέζικα, που δεν τα καταλαβαίνω, αλλά τους μίλησα στα ινδονησιακά. Είναι από ένα χωριό της Ιάβας, τρεις μήνες εδώ. Επικοινωνούν καθημερινά μεταξύ τους με τα κινητά και συναντιούνται τις Κυριακές» λέει η Νουκίλα.
Εμείς δεν λέμε τίποτε. Ναι, τα κινητά είναι φθηνά στο Χονγκ Κονγκ κι αυτά δεν τα ελέγχει το αφεντικό. Προχωρώντας μας πλησίασε μια άλλη παρέα. Μικρόσωμες, όλο γέλια και χαρές, θέλουν να φωτογραφηθούν μαζί μου. «Ελα, λοιπόν» λέει η Νουκίλα, αλλά εγώ χαμογελώ με το ζόρι.
Λίγο πιο κάτω υπάρχει ένα γήπεδο όπου νεαροί κινέζοι γιάπηδες παίζουν χάντμπολ χωρίς να δίνουν καμιά σημασία στα κορίτσια. Κάποιες κοπέλες είναι πολύ όμορφες, παράξενα όμορφες. Πώς γίνεται να μην προσέχουν κανένα από τούτα τα πλάσματα; Μου το εξήγησαν αργότερα. Αυτή είναι μια αγρίως ταξική κοινωνία. Οι νεαροί ασκούνται εδώ ερήμην του πανηγυριού. Κάποιοι δουλεύουν στο χρηματιστήριο και τα χρήματά τους τα ξοδεύουν σε θηλυκά πολυτελείας. Με τις υπηρέτριες θα ασχοληθούν; Τα κορίτσια, όμως, έχουν το δικό τους πρόγραμμα και ούτε κι εκείνα ασχολούνται με το τι συμβαίνει στο γήπεδο. Αν δεν με βλέπεις, δεν σε βλέπω κι εγώ. Δίπλα στις ξύλινες κερκίδες βάζουν στο έδαφος τα φορητά ραδιοκασετόφωνά τους και υπό τους ήχους της εθνικής τους μουσικής χορεύουν χορούς της Ιάβας. Μικρόσωμες, ξυπόλητες κι αμέριμνες, έως αύριο το πρωί τουλάχιστον, που θα ξαναμπούν στην κουζίνα.
Η Μάργκαρετ δεν διασκεδάζει, κοιτάζει σκεφτική, τα βλέμματά μας διασταυρώνονται και νιώθει την ανάγκη να πει κάτι. «Ετσι ήταν και στα χρόνια της δουλείας» λέει. «Οι σκλάβοι είχαν μια μέρα ρεπό, πήγαιναν στην αγορά, έκαναν λίγο-πολύ τα ίδια πράγματα».
Μια κοπέλα, λίγο μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες, κάθεται μόνη της και διαβάζει ένα βιβλίο χωρίς να δίνει σημασία στα όσα συμβαίνουν γύρω της –ή έτσι μου φαίνεται. Την παρατηρώ επί ώρα και κάποια στιγμή, λες και το διαισθάνεται, σηκώνει τα μάτια, με κοιτάζει, κλείνει το βιβλίο και πλησιάζει. Μιλάει αγγλικά. Είναι, μου εξηγεί, πέντε χρόνια εδώ και με μερικές άλλες προσπαθούν να οργανώσουν τις υπηρέτριες σε συνδικάτο που το δημιούργησαν πρόσφατα.
Οργανώνουν διάφορες εκδηλώσεις κι ίσως κάποια στιγμή να αλλάξουν τα πράγματα.
Την ώρα που μιλάει με την άκρη του ματιού μου βλέπω το σύμπλεγμα των πολυώροφων κτιρίων γύρω από το πάρκο.
Τείχος της Ασίας –πώς μπαινοβγαίνει κανείς; Πώς γίνεται πολίτης στο εσωτερικό του; Μόνιμος κάτοικος ή κι εγώ δεν ξέρω τι; Τι θα πει δημοκρατία εδώ; Σοσιαλισμός; Μυστικισμός; Θυμήθηκα τον Οργουελ που πριν από 60 χρόνια έγραφε πως αυτές οι έννοιες είναι ξένες στην Ασία. Σήμερα δεν είναι πλέον ξένες, όμως εδώ, μου λέει η κοπέλα, οι λίγοι πονούν τους πολλούς πιο πολύ από όσο οι πολλοί πονούν ή σέβονται τον εαυτό τους. Τα καταπίνει όλα η κίνηση, η σιωπή, το κουρασμένο βλέμμα επιστρέφοντας από τη δουλειά, το λυμφατικό πρόσωπο που μιλάει για την κρυμμένη δυστυχία, το γκέτο των φτωχών, που δεν το επισκέπτεται κανείς.
Η διπλή κοινωνία. Χθες διάβασα µια είδηση που µου προκάλεσε σοκ –όχι επειδή δεν συµβαίνουν τέτοια παντού αλλά σε συνδυασµό µε το πώς συνέβη, καθώς και µε µιαν άλλη είδηση: Κάποια ψυχοπαθής γυναίκα που καθάριζε σκάλες, της οποίας ο άντρας θα πέθαινε γιατί έπασχε από καρκίνο στο τελευταίο στάδιο, πήρε τα δυο της παιδιά, τα έδεσε µε σχοινιά και τα πέταξε από τον 24ο όροφο του άθλιου διαµερίσµατός τους στη φτωχότερη συνοικία της πόλης προτού βουτήξει και η ίδια στο κενό. Την ίδια µέρα ο κυβερνήτης ανήγγειλε ότι το δηµόσιο πλεόνασµα ήταν µεγάλο, και κατά συνέπεια τα χρήµατα που η κυβέρνηση δεν κατάφερε να ξοδέψει στο πρόγραµµα δηµοσίων επενδύσεων θα τα επέστρεφε στους φορολογούµενους. Αυτή είναι η πόλη που θαύµαζε ο Μίλτον Φρίντµαν και τα «παιδιά του Σικάγου», όλοι εκείνοι οι νεοφιλελεύθεροι, όπως τους αρέσει να τους αποκαλούν, αλλά το πραγµατικό τους όνοµα είναι άλλο: κοινωνικοί δαρβινιστές.
Φύγαµε χωρίς να λέµε τίποτε. Πήρε να βραδιάζει κι ο κόσµος στο πάρκο αραίωνε κατακλύζοντας τώρα τα γύρω πεζοδρόµια. Στην είσοδο του µετρό οι υπηρέτριες συνωστίζονταν στα καταστήµατα φωτογραφικών ειδών να εµφανίσουν τις φωτογραφίες που είχαν τραβήξει νωρίτερα και να τις ταχυδροµήσουν στους δικούς τους προτού πάρουν το τρένο της επιστροφής. Αρχισαν να ανάβουν τα φώτα και οι επιγραφές πάνω από τις µαρκίζες.
Κοσµοσυρροή και στις στάσεις των διώροφων τραµ που περνούσαν στριγκλίζοντας. Οι φωνές των κοριτσιών ήταν λιγότερες ή τις κατάπινε ο βόµβος της πόλης. Αυτοκίνητα και τραµ, µέσα σε ένα υποχθόνιο κύµα παλλόµενων ήχων, σαν να ήταν βιµπράτο µιας σκοτεινής καντάτας που παιζόταν από τους οικοδοµικούς όγκους γύρω από το πάρκο, καθώς έπαιρναν να φωτίζονται σιγά σιγά. Αρχιζε η νύχτα, το θέατρο των γιάπηδων στις ακριβές συνοικίες.
Σε µια στιγµή κοιταχτήκαµε µε τον Ανταµ, συνωµοτικά σχεδόν. Για δύο λεπτά µεσολάβησε σιωπή. Επειτα έδειξε µε το κεφάλι τις υπηρέτριες που έµπαιναν κατά κύµατα στην είσοδο του µετρό βιαστικές, λες κι επέστρεφαν να πάρουν κάτι που είχαν ξεχάσει.
«Εδώ είναι ο πραγµατικός κόσµος» είπα για να πω κάτι.
«Δεν θα το ‘λεγα έτσι ακριβώς. Ο Τρίτος Κόσµος είναι αναλώσιµος. Το λάδι στη µηχανή του συστήµατος. Είκοσι χρονών παιδιά».
Ο Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συντάκτης του «Βήματος» και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο, «Οι μηχανές της Ιστορίας», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ολκός.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ