Είναι η τεχνολογία η νέα πολιτική;

Την παραμονή των ευρωεκλογών δημοσιεύθηκε στον Guardian ένα άρθρο με τον αβανταδόρικο τίτλο: «Η πολιτική ή η τεχνολογία θα σώσει τον κόσμο;»

Την παραμονή των ευρωεκλογών δημοσιεύθηκε στον Guardian ένα άρθρο με τον αβανταδόρικο τίτλο: «Η πολιτική ή η τεχνολογία θα σώσει τον κόσμο;» Συντάκτης του ήταν ο πολιτικός επιστήμονας Ντέιβιντ Ράνσιμαν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Σε έναν αιώνα κατά τον οποίο η σημαντικότερη επανάσταση, μέχρι στιγμής, δεν είναι πολιτική αλλά είναι η επανάσταση στην τεχνολογία των πληροφοριών και της επικοινωνίας, εκείνος θέτει το ερώτημα: «Είναι η τεχνολογία η νέα πολιτική;» Ή, διατυπωμένο διαφορετικά: «Τι χρειαζόμαστε την πολιτική σε έναν κόσμο στον οποίο καμιά από τις κυβερνήσεις της τελευταίας εικοσιπενταετίας δεν κατάφερε να δημιουργήσει για το δημόσιο συμφέρον κάτι τόσο επωφελές όπως η Wikipedia;».

Με την απαράμιλλη ικανότητα των βρετανών επιστημόνων στην ταξινόμηση και στη μετάδοση της πληροφορίας και με παραδείγματα από την πολιτική ζωή στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και στην Κίνα και αλλού, ο Ράνσιμαν συνοψίζει το βιβλίο του Politics (Profile, 2014) και φωτίζει με ενδιαφέροντα τρόπο εκτιμήσεις που κάνουμε όλοι τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ότι δηλαδή η πολιτική εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια ορισμένων οικογενειών, ότι το πολιτικό σύστημα έχει βαλτώσει και ότι η πολιτική και οι πολιτικοί έχουν απαξιωθεί.
Το πολιτικό σύστημα στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια ελάχιστα έχει αλλάξει, ακόμη και επί εποχής Ομπάμα, υποστηρίζει ο Ράνσιμαν, όμως οι ζωές των ανθρώπων έχουν μεταβληθεί ριζικά χάρη στους υπολογιστές, στα κινητά τηλέφωνα και στο διαδίκτυο. Στην Κίνα το ίδιο. Λίγα έχουν αλλάξει στο πολιτικό σκηνικό μετά τις σφαγές στην πλατεία Τιενανμέν, όμως η Κίνα έχει αναδειχθεί σε εμπορικό κολοσσό χάρη και στα φθηνά κινητά τηλέφωνα και στις τηλεπικοινωνίες που επέτρεψαν σε εκατομμύρια κατοίκους -οι οποίοι ήταν πριν απομονωμένοι σε αγροτικές επαρχίες- να αναπτύξουν επιχειρηματική δραστηριότητα.
Σήμερα, «δίκτυα ανθρώπων που μοιράζονται τα ίδια ενδιαφέροντα, γούστα, ανησυχίες, φετίχ, προκαταλήψεις και φόβους ξεπετάγονται από παντού σε απεριόριστες ποικιλίες» ενώ οι εξελίξεις στους υπολογιστές «μας έχουν κάνει να σκεφτούμε με εντελώς καινούριους τρόπους τι σημαίνει ιδιοκτησία, τι σημαίνει μοίρασμα, τι σημαίνει ιδιωτικότητα και προσωπική ζωή». Αυτά είναι βασικά ζητήματα που καλείται να διαχειριστεί η σύγχρονη πολιτική, υποστηρίζει ο Ράνσιμαν, παρ’ όλα αυτά, «οι απαντήσεις σπανίως δίνονται με πολιτικούς όρους». Οι πολίτες συνηθέστερα εκφράζουμε δυσαρέσκεια για την πολιτική και συχνότερα την καταδικάζουμε.
«Δεν βλέπουμε την τεχνολογία ως μέσο για καλύτερη άσκηση πολιτικής, αλλά ως τρόπο για να παρακάμψουμε την πολιτική» εκτιμά ο βρετανός πολιτικός επιστήμονας, και υποστηρίζει στον ανεπτυγμένο κόσμο «καταφεύγουμε στην τεχνολογία για να μας σώσει μονάχα από τις αυταρχικές κυβερνήσεις, όχι και από τις αποτυχημένες κυβερνήσεις». Εκτιμά μάλιστα ότι η εξάπλωση της νέας τεχνολογίας συνετέλεσε στην κατασίγαση των φωνών που ζητούσαν μεγάλες πολιτικές αλλαγές, διότι επικράτησε η άποψη «τι χρειαζόμαστε την πολιτική επανάσταση όταν έχουμε την τεχνολογική;»
Η Google και οι κυβερνήσεις
Παρά τις αποτυχίες των σύγχρονων κυβερνήσεων και τις ανεπάρκειες του σύγχρονου κράτους, ο Ράνσιμαν τονίζει ότι «τα κράτη και οι κυβερνήσεις μπορούν να κάνουν πράγματα που η τεχνολογία δεν μπορεί. Ένα κράτος -οι ΗΠΑ- έστειλε τον άνθρωπο στο Φεγγάρι, μια υπόθεση που κόστισε πολύ και έδωσε στην πορεία πολλές αναπάντεχες τεχνολογικές ανακαλύψεις. Η Google ίσως θέλει να κάνει κάτι τόσο φιλόδοξο, αλλά δεν θα τολμήσει να ρισκάρει τόσο τα κεφάλαιά της».
Μπορεί η Google να έχει επινοήσει και κατασκευάσει το αυτοκίνητο χωρίς οδηγό, αλλά αυτό μπορεί να λειτουργήσει στους δρόμους που ορίζει και κατασκευάζει το κράτος. Επιπλέον, υπογραμμίζει ο Ράνσιμαν, «τα κράτη, χάρη στους φόρους των πολιτών, έχουν την ικανότητα να συγκεντρώσουν πόρους που δεν μπορεί να τους συναγωνιστεί ούτε η μεγαλύτερη επιχείρηση».
Στο ερώτημα λοιπόν ποιος λοιπόν θα μας σώσει, η τεχνολογία ή η πολιτική, ένας γκουρού της τεχνολογίας ή ένας πολιτικός; ο Ράνσιμαν απαντά: «Το ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τη μονοπωλιακή εξουσία της για να χειραγωγήσει την Google είναι κακό, αλλά το να χρησιμοποιήσει η Google τη μονοπωλιακή εξουσία της για να χειραγωγήσει την κυβέρνηση είναι χειρότερο». Για να καταλήξει: «Φοβάμαι ότι μας έμειναν οι πολιτικοί. Το θέμα είναι: μπορούν να μας σώσουν;»
Ενδεχομένως, η είσοδος των ανθρώπων της τεχνολογίας στην πολιτική να την ανανέωνε. «Οι μεγάλες καινοτόμες ιδέες προέρχονται από τη βιομηχανία της τεχνολογίας και όχι από τις κυβερνήσεις και την πολιτική, η οποία συγκρινόμενη με την τεχνολογία μοιάζει παρωχημένη, χωρίς συνάφεια με την εποχή της» γράφει ο Ράνσιμαν. Όμως, όπως εξηγεί, οι άνθρωποι της τεχνολογίας δεν ενδιαφέρονται να μπουν στην πολιτική, «προτιμούν να πληρώνουν τους πολιτικούς για να κάνουν τη δουλειά τους -προσφέροντας δωρεές και χορηγίες και χρηματοδοτώντας τις εκλογικές εκστρατείες τους- παρά να κάνουν οι ίδιοι την εξοντωτική και βαρετή δουλειά του πολιτικού». Δίνει το παράδειγμα του Τζεφ Μπέζος της Amazon, που προτίμησε να αγοράσει την αξιότιμη αλλά οικονομικά εξαθλιωμένη Washington Post, μια εφημερίδα του κατεστημένου, και μέσω αυτής να αποκτήσει σχέση με την εξουσία, παρά να πολιτευθεί ο ίδιος.
Πολιτικές οικογένειες
Το αποτέλεσμα είναι η πολιτική να συρρικνώνεται στα χέρια των ολίγων που είναι διατεθειμένοι να κάνουν αυτήν την απαξιωμένη δουλειά –και αυτοί είναι συνήθως πολιτικοί καριέρας που προέρχονται από πολιτικές οικογένειες και ασχολούνται με την πολιτική από τα φοιτητικά τους χρόνια, είναι μάλιστα συμφοιτητές, λέει ο Ράνσιμαν και δίνει παραδείγματα από το Ηνωμένο Βασίλειο: ο νυν πρωθυπουργός της χώρας και οι υπουργοί Οικονομικών, Εξωτερικών και Παιδείας, ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι «σκιώδεις υπουργοί» Οικονομίας και Εσωτερικών φοίτησαν όλοι την ίδια εποχή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης της Οξφόρδης.
Ο ίδιος ήταν συμμαθητής του Ντέιβιντ Κάμερον στο Κολέγιο Ίτον. «Θυμάμαι ότι μου τον έδειχναν και μου έλεγαν ότι ήθελε να γίνει πρωθυπουργός. Ήμασταν μόλις 16 ετών. Το Ίτον είναι σχολείο για ανθρώπους με υψηλές φιλοδοξίες και γερές διασυνδέσεις αλλά λίγοι ήθελαν να μπουν στην πολιτική, οι περισσότεροι ήθελαν να γίνουν χρηματιστές ή αστέρες του κινηματογράφου. Μόνο άλλον έναν γνώριζα που έλεγε πως ήθελε να γίνει πρωθυπουργός, τον Μπόρις Τζόνσον [σ.σ.: τον νυν δήμαρχο του Λονδίνου]».
Το φαινόμενο δεν παρατηρείται μονάχα στους κύκλους των Συντηρητικών. «Το Εργατικό Κόμμα απαρτίζεται επίσης από άτομα που συνδέονται με δεσμούς συγγένειας ή κοινής παιδείας. Τα αδέρφια Ντέιβιντ και Εντ Μίλιμπαντ, που ανταγωνίζονται για την καρέκλα των Εργατικών, μεγάλωσαν ανάμεσα στους πολιτικούς που περιέβαλλαν τον διαπρεπή μαρξιστή πανεπιστημιακό πατέρα τους Ραλφ Μίλιμπαντ. Μπορεί ο μαρξισμός να μην κράτησε πολύ, κράτησαν όμως τις γνωριμίες».
Παρομοίως, στις ΗΠΑ, «στις επόμενες προεδρικές εκλογές λέγεται ότι θα αναμετρηθούν η Χίλαρι Κλίντον, σύζυγος πρώην Προέδρου, και ο Τζεμπ Μπους, γιος και αδελφός πρώην Προέδρων και, όπως εικάζουν ορισμένοι, ετοιμάζεται στο μέλλον η αναμέτρηση της Τσέλσι Κλίντον με τον Τζοτζ Μπους, τον γιο του Τζεμπ», μας ενημερώνει ο Ράνσιμαν.
Η πολιτική τάξη έχει περιοριστεί σε ένα ευάριθμο σύνολο εξαιτίας της επαγγελματοποίησής της, επειδή έχει αυξανόμενα υψηλά εμπόδια εισόδου και επειδή αποτελεί ένα περιφρονημένο επάγγελμα, εκτιμά ο Ράνσιμαν. Επομένως, είναι ευκολότερο να ασχοληθεί με αυτήν κάποιος που έχει την ενθάρρυνση μελών της οικογένειάς του τα οποία είναι εξοικειωμένα με τον χώρο, «όπως αντίστοιχα εγώ έγινα πανεπιστημιακός καθηγητής γιατί η δική μου οικογένεια ήταν εξοικειωμένη με τον χώρο του πανεπιστημίου» συμπληρώνει ο Ράνσιμαν, ο οποίος είναι μέλος της βρετανικής αριστοκρατίας, γιος του κοινωνιολόγου Γκάρι Ράνσιμαν και ανιψιός του διακεκριμένου βυζαντινολόγου σερ Στίβεν Ράνσιμαν.
Επιστροφή στην πολιτική
Τι συμβαίνει όμως «αν αφήσουμε την άσκηση της πολιτικής στα χέρια μιας χούφτας επαγγελματιών;» Η απάντηση είναι ότι «δεν θα μπορέσουμε να την πάρουμε πίσω όταν θα χρειαστεί», επισημαίνει ο Ράνσιμαν και συνιστά έλεγχο των πολιτικών. «Η επαγρύπνηση είναι το αντίτιμο της ελευθερίας μας» σημειώνει. «Τα σκάνδαλα των τελευταίων ετών -τα σκάνδαλα των τραπεζών, η διαφθορά, οι υποκλοπές, οι παρακολουθήσεις- μας κάνουν να αισθανόμαστε ανίσχυροι παρά τις περιστασιακές εκρήξεις οργής μας. Η πολιτική ελίτ έχει εκμεταλλευθεί στο μεσοδιάστημα την αδράνειά μας για να ισχυροποιήσει τη θέση της. Θέλουμε να εγκαλέσουμε τους πολιτικούς για την ιταμότητά τους αλλά δεν έχουμε τα εργαλεία για να το κάνουμε και αισθανόμαστε ανίκανοι. Ο μόνος τρόπος για να μάθουμε να ασκούμε πολιτική είναι να ασχοληθούμε με αυτήν, και στους καλούς καιρούς και στους δύσκολους καιρούς». Και καταλήγει: «Χρειαζόμαστε περισσότερη πολιτική και χρειαζόμαστε περισσότερους πολιτικούς».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.