Από το 2004, που βρέθηκα οικειοθελώς εγκλωβισμένος σε ένα κινεζοκρατούμενο πανδοχείο στη Φρανκφούρτη, μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι, τα άφιλτρα τσιγάρα μου και ένα φορητό Tivoli από το οποίο άκουσα ότι παίρνει το Νομπέλ Λογοτεχνίας η μουσικολογικώς στρυφνή Ελφρίντε Γέλινεκ, μου είχε καρφωθεί στο μυαλό ένα αέναο παιχνίδι με τα Νoμπέλ. Ενας ποπ χουλιγκανισμός, μια ροκ στεκιά, με τα Νομπέλ. Μια τρελή παρτίδα σκάκι με τις προσδοκίες vs προδοσιών, και με το φάντασμα του Μπόρχες να ψαλμωδεί ακατάπαυτα: «Κάθε χρόνο με χρίζουν υποψήφιο. Πρέπει να είναι εθνικό σπορ των Σουηδών».
Πενήντα χρόνια, μισό αιώνα, μετά την περιβόητη άρνηση του Ζαν-Πολ Σαρτρ να αποδεχτεί το Νομπέλ, μια άρνηση ενός θεσμού που θα γίνει με τη σειρά της θεσμός, σκέφτηκα ότι μπορείς να παίξεις με τα Νομπέλ, όχι μόνο να μπεις στον χορό των στοιχημάτων για το ποιος θα το πάρει, ένα σπορ των τελευταίων ετών, όχι μόνο να κάνεις αλλεπάλληλα, ακόμη και χονδροειδή, δεν πειράζει, private jokes, αλλά και να στήσεις έναν χορό ζευγαριών, να ταιριάξεις, με το έτσι θέλω, δημιουργούς που ίσως ήταν αταίριαστοι στην πραγματική ζωή, να βρεις κοινά σημεία, να προχωρήσεις σε παραλληλισμούς, να συναρμόσεις συνειρμούς.
Σκέφτηκα, ας πούμε, πώς να κανονίσω ένα ραντεβού του προαναφερθέντος «συγγραφέα κάμποσων σκουπιδιών, αλλά και συγγραφέα του έπους “Το είναι και το μηδέν”», όπως τον θέλει ένα ποίημα, με τη λίαν πληθωρική, αρνήτρια της φθοράς και του θανάτου, Ντόρις Λέσινγκ, τη συγγραφέα που δεν μας δώρισε μονάχα το «Χρυσό σημειωματάριό» της, αλλά και την τολμηρά γόνιμη νουβέλα «Οι γιαγιάδες».
Ο αιώνας του Ζαν-Πολ Σαρτρ Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ (1905-1980) έζησε με πάθος και έγραψε με πάθος. Συνέθεσε ακόμη και τραγούδια για τη Ζυλιέτ Γκρεκό. Ηταν ο γονιός και νονός ενός κινήματος που το απάρτιζαν ανήσυχοι ρέμπελοι που μπορεί να μην είχαν διαβάσει λέξη από τα έργα του: άφηναν μούσι, κάπνιζαν βαριά Γκολουάζ, έπιναν κόκκινο κρασί, στοίχειωναν την αριστερή όχθη του Σηκουάνα, τους έλεγαν «υπαρξιστές». Το κίνημα το ενσάρκωσε στην Ελλάδα ο περιλάλητος Σίμος ο Υπαρξιστής. Ο BB King της ελληνικής δισκογραφίας, ο μέγας Μπάμπης Μπακάλης, συνέθεσε άσμα που ερμήνευσε η ιέρεια Σωτηρία Μπέλλου: «Υπαρξιστής θα γίνω / και φράγκο δε θα δίνω / (…) / Θα το ρίξω στον υπαρξισμό».
Ας ακούσουμε τι λέει για τον Σαρτρ ο πολύς Μπερνάρ-Ανρί Λεβί: «Πρέπει να φανταστούμε τη δόξα του Σαρτρ την εποχή εκείνη. Δεν μιλάμε για τρελό ενθουσιασμό, αλλά για φρενιτιώδη ενθρόνιση. Το όνομά του είναι λάβαρο. Οι διαλέξεις του μετατρέπονται σε εξέγερση. Κάθε φορά, ο κόσμος τσαλαπατιέται, καρέκλες σπάζουν, τα όργανα της τάξης σηκώνουν τα χέρια ψηλά, ξεσπούν επεισόδια, άνθρωποι λιποθυμούν, τσιρίζουν υστερικά, έρχονται να ακούσουν τον κοντό ανθρωπάκο με το αλλήθωρο βλέμμα και την ένρινη φωνή να εξηγεί ότι ο υπαρξισμός είναι εν τέλει μια μορφή ανθρωπισμού, όπως πηγαίνουν στο Ολυμπιά και ακούν τον Χάρι Μπελαφόντε ή τον Φρανκ Σινάτρα» («Ο αιώνας του Σαρτρ», σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλια, εκδ. Scripta).
Η πολιτική ζωή της Ντόρις Λέσινγκ Σας καλώ να φανταστείτε μαζί μου αυτό το ραντεβού του Ζαν-Πολ Σαρτρ με την Ντόρις Λέσινγκ, μια συνάντηση στη σκιά των γεγονότων που συγκλόνισαν τον 20ό αιώνα, γεγονότων που τα έζησαν έντονα και άλλωστε συμμετείχαν σε αυτά, τόσο ο Σαρτρ όσο και η Λέσινγκ. Να φανταστούμε μαζί το πώς καταβυθίζεται κατά βούληση στην παιδική ηλικία ο Ζαν-Πολ, διατυπώνοντας έναν από τους ισχυρότερους ορισμούς για τον ποιητή όταν διατείνεται: «Ποιητής είναι κάποιος που τον εξόρισαν βίαια από την παιδική ηλικία». Και να φανταστούμε πώς μοιάζει για πάντα να θυμάται και για πάντα να μας θυμίζει την τρελή και αδέσποτη εφηβεία η Ντόρις Λέσινγκ, την εποχή της ανέμελης ασυδοσίας, της δεκαετίας του ’60, της κατεξοχήν δεκαετίας της παρατεταμένης εφηβείας. Αμφότεροι βίωσαν οδυνηρά την εξέγερση της Βουδαπέστης του 1956 και τις αποκαλύψεις για τη σταλινική τρομοκρατία και προσωπολατρία.
Αμφότεροι θα επιμείνουν, με τον τρόπο του ο καθένας, να σχολιάζουν τα ταρακουνήματα και τις διακυμάνσεις της πολιτικής αλλά και της καθημερινής ζωής.
Η Ντόρις Λέσινγκ (1919-2013), υπερβαίνοντας κατά πολύ τον ρόλο της αφηγήτριας ιστοριών, παραβαίνοντας συστηματικά κάθε θεσμοθετημένο ρόλο, τον ρόλο της συζύγου, τον ρόλο της ωραίας, τον ρόλο της μοιραίας, τον ρόλο της επαναστάτριας, ακόμη και τον ρόλο της μητέρας, θα γίνει η ίδια ένα εν προόδω έργο, μια διαρκής επινόηση του εαυτού της, μια ιχνηλασία στα τοπία του γυναικείου είναι. Οι απογοητεύσεις της θα γίνουν φυτώρια ιδεών, και μάλιστα ιδεών περί του πρακτέου και όχι αφηρημένα ανεμομαζώματα. Σαρτρ και Λέσινγκ, δύο πληθωρικοί ακτιβιστές και αμφισβητίες ακόμη και του ίδιου του εαυτού τους.
Λέει –ίσον γράφει –ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, στο βιβλίο του «Οι λέξεις» (σε μετάφραση Ειρήνης Τσολακέλλη, εκδ. Αγρα). «Γεννήθηκα από το γράψιμο: πριν από το γράψιμο υπήρχε μόνο ένα παιχνίδι κατόπτρων –ήδη από το πρώτο μου μυθιστόρημα ήξερα ότι ένα παιδί είχε εισχωρήσει στο παλάτι των κατόπτρων. Γράφοντας, υπήρχα, δραπέτευα από τους μεγάλους –αλλά υπήρχα μόνο για να γράφω και, όταν έλεγα “εγώ”, αυτό σήμαινε εγώ ο οποίος γράφω».
Γράφει –ίσον λέει –η Ντόρις Λέσινγκ, στη Μαριλένα Αστραπέλλου («Πρόσωπα», εκδ. Πόλις): «Η δεκαετία του ’60 ήταν το αντίθετο από το να είναι μια άπληστη και εγωιστική δεκαετία. Η δεκαετία του ’60 είχε μια ζεν γενναιοδωρία. Ανθρωποι ζούσαν σε σπίτια άλλων για εβδομάδες και για μήνες. Ολα αυτά τελείωσαν στη δεκαετία του ’70, μια βίαια επιθετική δεκαετία, πολύ αιχμηρή και δύσκολη».
Μ’ αρέσει επίσης να βλέπω και να ξαναβλέπω τον Σαρτρ να γράφει σαν μανιακός στο καφενείο της χαμένης νιότης, ήρωας, σε cameo εμφάνιση στη «Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων», το μυθιστόρημα του Ζαν-Μισέλ Γκενασιά. Μ’ αρέσει να φαντάζομαι τον Ζαν-Πολ Σαρτρ να συγκρούεται παθιασμένα με τον Αλμπέρ Καμύ, και να έχει δίκιο ο Καμύ, λέμε τώρα, με την άνεση που χαρίζουν ο χρόνος και η απόσταση. Αλλο Νομπέλ ο ακαταμάχητα γοητευτικός Καμύ, το Νομπέλ του 1957. Και μια ζωή, όπως και του Σαρτρ, σαν μυθιστόρημα, μέσα στην ένταση, στις διαμάχες, στην περιπλάνηση, στη δημιουργικότητα. Θέλω να επιμείνω σ’ αυτή τη ζωή, έναν αιώνα από τότε που είδε το πρώτο φως.
Ο γοητευτικός Αλμπέρ Καμύ Το 1913, λοιπόν, στις 7 Νοεμβρίου, γεννιέται ένας από τους πιο αστραφτερούς και πιο παρεξηγημένους δημιουργούς του 20ού αιώνα. Ο Αλμπέρ Καμύ. Ενα από τα πιο συζητημένα έργα του, άλλωστε, έχει τον τίτλο «Η παρεξήγηση». Και όμως, δεν ήταν στοχαστής σκοτεινός, συγγραφέας στρυφνός, διανοητής δυσνόητος. Απεναντίας. Τα δύο αριστουργήματά του, «Ο ξένος» και «Η πτώση», είναι γραμμένα με απίστευτα απλό στυλ, με φράσεις κοφτές, λιτές, απροσποίητες. Η παρεξήγηση που περιέβαλλε μονίμως τα όσα πρέσβευε, δημιουργούσε και μας δώριζε ο Αλγερινός και Γάλλος Καμύ είχε να κάνει με τη μανία πολλών ανθρώπων να γαντζώνονται από τις βεβαιότητες, να γίνονται δούλοι των άκαμπτων πεποιθήσεων, να στοιχίζονται πίσω από τον εκάστοτε ομαδάρχη του εκάστοτε θέσφατου. Ο Καμύ, πάνω απ’ όλα, ήταν μετρ της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης. Και ήταν τσάμπιον της γοητείας!
Σε μια εποχή που καθετί μυστικιστικό ή εξωτικό ήταν εξοβελιστέο από τους παρισινούς κύκλους της διανόησης, ο Καμύ θα κάνει γιόγκα και μάλιστα θα διδαχτεί την τεχνική τού να ανασαίνει μόνο από το ένα ρουθούνι! Σε μια εποχή που δεν επέτρεπε στους στοχαστές να ερωτοτροπούν με την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, να μειδιούν (πόσω μάλλον να ξεσπάνε σε ομηρικά γέλια) και να παίζουν σε πολλά ταμπλό, ο Καμύ έτρεχε από το ένα γήπεδο στο άλλο, κυριολεκτικά, έκανε ιλιγγιώδη σλάλομ ανάμεσα από τα στερεότυπα, δεν καθηλωνόταν σε καμία παγιωμένη φαινομενικότητα, έλεγε ο ίδιος για τον εαυτό του: «Είμαι ένα μείγμα Φερναντέλ, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και σαμουράι».
Και όντως ήταν. Ακόμη και φυσιογνωμικά, ο Καμύ είναι ένας συνδυασμός του μεγάλου γάλλου κωμικού ηθοποιού και του σκληρού νουάρ Αμερικανού, ενώ οι αιφνιδιαστικές και γεμάτες νόημα σιωπές του, καθώς και η ευγένειά του στις αδυσώπητες αντιπαραθέσεις θύμιζαν τον κώδικα τιμής των σαμουράι.
Ο Καμύ, όπως και ο Κέρουακ, ο βασιλιάς της γενιάς μπιτ, αλλά και ο Ζακ Ντεριντά, ο άλλος γαλλοαλγερινός διανοητής, θα μπορούσε να κάνει σπουδαία σταδιοδρομία στα γήπεδα. Λάτρεψε το ποδόσφαιρο και έπαιξε, τερματοφύλακας, όπως ο Σάμιουελ Μπέκετ και ο Ελτον Τζον, ας θυμηθούμε, με λαμπρές επιδόσεις. Αλλά τον κέρδισε η τέχνη. Και μαζί η πάλη των ιδεών, οι μάχες για τον πολιτισμό, οι απαντήσεις στα ερωτήματα, αλλά και η διατύπωση νέων ερωτημάτων. Ερωτά: «Ο τεχνολογικός πολιτισμός φτάνει στα όρια της κτηνωδίας. Τι θα επιλέξουμε για το προσεχές μέλλον: την ομαδική αυτοκτονία ή τη σωστή χρήση των επιστημονικών ερευνών;».
Ακόμη και τα μυθιστορήματά του είναι πολυσέλιδα ερωτήματα. Γι’ αυτό και ξεσήκωναν αντιπαραθέσεις, διαμάχες, συγκρούσεις. Και πάντα παρεξηγήσεις.
«Ο ξένος», ένα μυθιστόρημα που προκάλεσε μάλλον τις πιο λάθος συζητήσεις από κάθε άλλο λογοτέχνημα στα μισά του περασμένου αιώνα, και εφαλτήριο για την κατάκτηση του Νομπέλ Λογοτεχνίας, είχε το πατρόν του: δεν ήταν άλλο από το ατσάλινο νουάρ «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές» του σεβαστού Τζέιμς Μ. Κέιν.
Ο Καμύ εμπνέεται ακαριαία από την καψαλισμένη πρόζα του Κέιν, από τις σελίδες του που θα ‘λεγες ότι είναι καμωμένες από στρατσόχαρτο. Ημερομηνίες, φίλε αναγνώστη: 1934, ο «Ταχυδρόμος». 1942, ο «Ξένος». Ογδόντα και εβδομήντα χρόνια μετά, και αμφότερα τα μυθιστορήματα έμειναν ανέγγιχτα από τη φθορά του χρόνου, ίσως γιατί, όπως και ο Μπόρχες, έμειναν έξω από τα θέλγητρα μιας απατηλής νιότης, στάθηκαν απ’ την αρχή πέρα από τις διακυμάνσεις και τα τραντάγματα του χρόνου. Η πιο εύστοχη σύνοψη της προσφοράς του Καμύ: «Είναι ένας επικίνδυνος κλασικός!».
Ο Καμύ είχε μια γάτα που τη φώναζε Λολίτα. Είχε αδυναμία στις γυναίκες με βλέμματα-σουγιάδες και εύθραυστη ψυχονοητική ιδιοσυστασία. Οπως και ο Σάμιουελ Μπέκετ, αλλά και ο άσπονδος φίλος του και εξίσου σταρ της διανόησης, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, είχε καταφέρει να διατηρεί τρεις και τέσσερις ερωτικές σχέσεις ταυτοχρόνως δίχως να διαταράσσεται η δημιουργική του μεθοδικότητα. Είχε την ευτυχία να έχει δεινούς αναλυτές του έργου του και βιογράφους, με κορυφαίο τον Ολιβιέ Τοντ, συγγραφέα μιας από τις πιο εμπεριστατωμένες βιογραφίες, στον δρόμο που άνοιξε ο μέγας Ρίτσαρντ Ελμαν με τη βιογραφία του για τον Τζέιμς Τζόις. Γράφει ο Τοντ: «Συχνά ο Καμύ μπροστά σε μια γυναίκα εφαρμόζει την τεχνική πιλότου του καταδιωκτικού-βομβαρδιστικού: ορμάει καταπάνω της και συνήθως η επιχείρηση επιτυγχάνει. Μετά φεύγει γρήγορα».
Και συμπληρώνει: «Ξέρει να διασκεδάζει, τρώγοντας τα μεσημέρια με φίλους, δειπνώντας και ακούγοντας μουσική τα βράδια με τις γυναίκες του. Τα γούστα του είναι απλά: λατρεύει τον Δον Ζουάν και όλα τα κουιντέτα του Μότσαρτ, τα κουαρτέτα του Μπετόβεν, το “Τραγούδι της γης” του Μάλερ –ερμηνευμένο κυρίως από την Καθλίν Φεριέ… Χωρίς καμιά σπασμωδική ή αυταρχική κινηματογραφοφιλία, ο Καμύ προτιμάει τον Φελίνι, τον Μαξ Οφίλς, τον Ορσον Γουέλς και τον Μπέργκμαν. Ω, η Ινγκριντ Τούλιν στις “Αγριες φράουλες”! Λατρεύει τον Μπόγκαρτ στον “Μεγάλο ύπνο” του Χάουαρντ Χοκς. Δεν πηγαίνει εύκολα στην όπερα. Αλλά έπειτα από μια βραδιά στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, αν ακούσει τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο, τον συνεπαίρνει η πολιτική. Πολλές φορές, όταν του μιλούν για την Αλγερία, τα πράσινα μάτια του σκοτεινιάζουν».
Ο αντιρρησίας Χάρολντ Πίντερ Μαζί με τον Καμύ σκέφτομαι τον Χάρολντ Πίντερ (1930-2008), βραβευμένο με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 2005. Τον σκέφτομαι πριν απ’ όλα να υπογράφει το σενάριο ταινιών που όργωσαν την εφηβεία μας, που μας γαλούχησαν όταν τρέχαμε στην Αλκυονίδα της Ιουλιανού και στο Studio του Καψάσκη. Για να θυμηθούμε: «Ο υπηρέτης», «Το ατύχημα», «Η ερωμένη του γάλλου υπολοχαγού» και, last but not least, «Ο τελευταίος μεγιστάνας», η θαυμάσια, καίτοι λησμονημένη, τελευταία ταινία του Ηλία Καζάν, η βασισμένη στο τελευταίο μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.
Σκέφτομαι τον Χάρολντ Πίντερ να γράφει ποιήματα που είναι φιλοσοφικές διατριβές σε μινιατούρα, τον σκέφτομαι να είναι μαχητικός όσο ο Σαρτρ, γοητευτικός όσο ο Καμύ, ακτιβιστής όσο η Λέσινγκ. Τον φαντάζομαι πάντα ανήσυχο και πάντα πείσμονα, να γίνεται αντιρρησίας συνείδησης και να μη φοράει στολή, το 1949, να αρνείται τον τίτλο του Ιππότη, το 1996, και να καταγγέλλει τον τότε πρωθυπουργό (αλήθεια, ποιος τον θυμάται πια;) Τζον Μέιτζορ, δηλώνοντας αγέρωχα: «Αρνούμαι να δεχθώ μια τέτοια τιμή από μια συντηρητική κυβέρνηση». Τον σκέφτομαι να είναι ηθοποιός σε μπουλούκια, σε περιοδεύοντες θιάσους, να παντρεύεται, να χωρίζει, να στηρίζει την πρώην σύζυγό του αλλά να μην καταφέρνει να τη σώσει από τη λαίλαπα ενός απεγνωσμένου αλκοολισμού. Τον σκέφτομαι να θητεύει, όπως και ο Καμύ, στο παράλογο, να χαρτογραφεί το χάος, όπως μ’ αρέσει να λέω, να διακονεί τη διαλεκτική που διαυγάζει την ψυχική και πνευματική σχάση του σύγχρονου ανθρώπου, να «αποκαλύπτει το βάραθρο μέσα από τη μωρολογία της καθημερινότητας και να παραβιάζει τις πύλες για να εισέλθει στους κλειστούς θαλάμους και να αποκαλύπτει σκοτεινά στοιχεία και δυνάμεις της καθημερινότητας και να φτάνει στα άδυτα της ψυχής».
Ακούω τον Χάρολντ Πίντερ στην προμαγνητοσκοπημένη ομιλία του στην τελετή απονομής του Νομπέλ, στην οποία δεν παρέστη, και βάζω ν’ ακούσω τώρα ένα από τα λατρεμένα συγκροτήματα της πρώτης μας νιότης, το συγκρότημα του Νικ Κέιβ, The Birthday Party, που άντλησε τον τίτλο του από το πιο διάσημο έργο του Πίντερ: «Το πολιτικό θέατρο θέτει τον συγγραφέα ενώπιον εντελώς διαφορετικών προβλημάτων. Αυτό που μετράει είναι να αποφευχθούν τα ηθικά κηρύγματα. Η αντικειμενικότητα είναι επιβεβλημένη. Τα πρόσωπα πρέπει να μπορούν να αναπνέουν ελεύθερα. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να τα περιορίσει για να ανταποκρίνονται στις δικές του προτιμήσεις, τις δικές του τάσεις, τις δικές του προκαταλήψεις. Πρέπει να είναι σε θέση να μπορεί να τα προσεγγίσει από τις πιο διαφορετικές πλευρές, από όλες τις δυνατές οπτικές γωνίες, να είναι σε θέση μερικές φορές ακόμη και να τα εξαπατήσει, αλλά ταυτόχρονα να τους δώσει όμως και τη δυνατότητα να ακολουθήσουν τον δρόμο που τα ίδια επιθυμούν. Αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Και η πολιτική σάτιρα δεν ακολουθεί, βέβαια, κανέναν από αυτούς τους κανόνες, κάνει ακριβώς το αντίθετο και εκπληρώνει κατά αυτόν τον τρόπο τον σκοπό της. Στο έργο μου “The Birthday Party” αφήνω –τουλάχιστον αυτό πιστεύω –μέσα σε ένα πυκνό δάσος διαφόρων πιθανοτήτων να αναπτυχθεί μια ολόκληρη σειρά εναλλακτικών λύσεων, πριν μεταφερθεί στο επίκεντρο μια πράξη υποταγής».
*Αύριο Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου, 8-10 μ.μ., στον Πολυχώρο Μεταίχμιο (Ιπποκράτους 118), ξεκινούν οι βραδιές με θεματική «Μια διασκεδαστική ματιά στα Νομπέλ με τον συγγραφέα και μεταφραστή Γιώργο-Ικαρο Μπαμπασάκη». **Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ