Η Σμαράγδα Καρύδη καταφθάνει στο Παλλάς φορώντας πράσινες γαλότσες. Κουβαλάει διάφορες τσάντες, επειδή έπρεπε να περάσει από ένα βεστιάριο για να δοκιμάσει ρούχα για την παράσταση. Είναι ευγενική, όμορφη, γλυκιά και άνετη. Οταν βγαίνει στη σκηνή με το χρυσό κολάν, το σακάκι και το καπέλο, είναι άλλος άνθρωπος. Μια μοιραία γυναίκα που δεν απέχει πολύ από τη βαμπ Ρόξι Χαρτ, την αδίστακτη φόνισσα που θα υποδύεται εφέτος στο Παλλάς, στο φημισμένο μιούζικαλ «Chicago», που ανεβαίνει σε απόδοση και σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή. Κόρη ηθοποιών, του Ντίνου Καρύδη και της Τζούλιας Αργυροπούλου, η 43χρονη ηθοποιός (που φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου) είναι εξοικειωμένη με τα φώτα της ράμπας. Αλλωστε, το παιχνίδι των φλας η Καρύδη το γνωρίζει καλά: έχει προτάσεις, ιδέες, προθυμία και στοκ από ωραίες πόζες. Εχει, όμως, και πολλή πλάκα. Κάναμε και μια συνομιλία βγαλμένη από το «Sex and the City» (με λίγο από Σταύρο Θεοδωράκη): «Εχεις τέλεια κοιλιά. Πιλάτες;». «Ευχαριστώ. Ναι, κάνω τα τελευταία χρόνια, όμως τώρα είναι τόσο απαιτητικές οι πρόβες, που δεν προλαβαίνω να κάνω τίποτα». Η εμπειρία του πιλάτες φαινόταν, πάντως, και την ώρα της συνέντευξης. Η ξανθιά ηθοποιός, βυθισμένη σε ένα από τα καθίσματα της πλατείας, ανεβοκατεβάζει τα πόδια της και παίρνει φακιρικές στάσεις χωρίς να ιδρώνει καθόλου. Ορίστε η συνομιλία μας, έτσι όπως έγινε, στον ενικό, χωρίς τυπικότητες, κοφτά και γρήγορα.

Το φοβήθηκες καθόλου το μιούζικαλ; Τι σκέφτηκες όταν σε προσέγγισαν με μια πρόταση να πρωταγωνιστήσεις σε μιούζικαλ; «Τέλεια, σκέφτηκα. Με πήρε τηλέφωνο ο Φασουλής και μου το πρότεινε. Αν και δεν μου αρέσουν τα μιούζικαλ ντε και καλά, το συγκεκριμένο, το “Chicago”, και γενικά τα έργα του Μπομπ Φόσι, μου άρεσαν πάντα πολύ. Δεν θυμόμουν, βέβαια, ποια τραγούδια έλεγε η Ρόξι Χαρτ. Επειδή ήθελα σαν τρελή να παίξω, του είπα να πάρει τον Αλέξη Πρίφτη, με τον οποίο κάνω μαθήματα φωνητικής, για να δώσει το ΟΚ σχετικά με το αν είχα τις δυνατότητες να τα πω καλά. Αν μου είχαν κάνει πρόταση για το “Φάντασμα της Οπερας”, θα είχα πει “ευχαριστώ, δεν θα πάρω” – δύσκολα θα τραγουδούσα Αντριου Λόιντ Βέμπερ. Ομως, αφού με διαβεβαίωσαν ότι μπορούσα να το κάνω, ρίχτηκα με τα μούτρα στη δουλειά».

Τα χορευτικά; «Εχω κάνει χορό κατά καιρούς στη ζωή μου, οπότε έχω καλή σχέση με αυτό. Στη δουλειά μας, από τη σχολή ακόμη, δουλεύουμε τη σχέση μας με την κίνηση και το τραγούδι, επομένως δεν ήμουν και τελείως άσχετη. Δεν έχω βγει να τραγουδήσω βέβαια ποτέ με ζωντανή ορχήστρα, σε μια υπερπαραγωγή όπως είναι το “Chicago”. Είναι τρομερή εμπειρία αυτή. Πάντως, και στην πρόβα ακόμη, επειδή έχουν κρατηθεί τα στάνταρ των ανεβασμάτων στο εξωτερικό, έχω αυτή την αίσθηση, ότι μπαίνεις στο θέατρο και μεταφέρεσαι ξαφνικά στο Γουέστ Εντ ή στο Μπρόντγουεϊ, και μου αρέσει πάρα πολύ αυτό».

Αυτό το στοιχείο της «φυγής από την πραγματικότητα» λειτούργησε καθόλου από την ανάποδη; Σκέφτηκες καθόλου «τι πάμε να κάνουμε εμείς τώρα; Ενα φαντασμαγορικό μιούζικαλ μέσα στην κρίση»; «Κατ’ αρχάς, το ότι είναι μιούζικαλ δεν σημαίνει ότι είναι και χαζοχαρούμενη παράσταση. Εχει πολλά πράγματα να πει το συγκεκριμένο έργο. Πρόκειται σαφώς για ένα εντυπωσιακό θέαμα που ό,τι έχει να πει το λέει με φαντασμαγορικό τρόπο, αλλά έχει και αυτό την αξία του. Ο θεατής θα διασκεδάσει, αλλά με κάτι χρήσιμο. Γενικά, πάντως, πιστεύω πως μέχρι να μας σταματήσει κάποιος, οφείλουμε να κάνουμε τη δουλειά μας όπως την κάναμε ως τώρα – με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στη θεατρική Αθήνα, δόξα τω Θεώ, υπάρχουν θεάματα για όλα τα γούστα: δράματα, φάρσες, κωμωδίες, μια μεγάλη ποικιλία από καλές, στην πλειονότητά τους, δουλειές. Ο κόσμος ανταποκρίνεται και του αρέσει να βλέπει μεγάλα θεάματα. Τώρα ειδικά που δεν υπάρχει και τίποτε να δεις στην τηλεόραση, το θέατρο έχει ωφεληθεί από αυτή την κατάσταση».

Τι σχόλιο μπορεί να κάνει το «Chicago» για τη σημερινή πραγματικότητα; «Το έργο εκτυλίσσεται τη δεκαετία του ’20, την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, λίγο πριν από το Μεγάλο Κραχ, σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης. Η υπέρτατη αξία είναι η διασημότητα – με οποιοδήποτε κόστος. Το έργο θα μπορούσε να έχει γραφτεί και τώρα. Μιλάει για τη Δικαιοσύνη, για το πώς λειτουργεί το σύστημα».

Το συλλογικό αίτημα που υπάρχει για απόδοση ευθυνών και Δικαιοσύνη στην Ελλάδα μπορεί να εκτονωθεί; «Φοβάμαι ότι υπάρχει μια τάση για ανθρωποφαγία. Επίσης νιώθω ότι δεν αναλαμβάνουν όλοι τις ευθύνες τους, βιαζόμαστε να κατηγορήσουμε εκείνους που σίγουρα ευθύνονται για ό,τι μας συμβαίνει, αλλά πρέπει ο καθένας μας να αναλογιστεί τη δική του συμβολή στη διαμόρφωση της κατάστασης, γιατί κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Ευθυνόμαστε οι περισσότεροι για αυτούς που ψηφίζαμε, αλλά και για το πώς αντιμετωπίζαμε το κράτος. Δεν μου αρέσουν, όμως, το γιαούρτωμα και το ξύλο, δεν είμαι αυτής της λογικής».

Πού στρέφεις το βλέμμα όταν αισθάνεσαι ότι το ηθικό σου πάει να καταρρακωθεί; «Στους αγαπημένους μου ανθρώπους, στους φίλους μου, στη δουλειά, στα ζώα μου. Αποφεύγω συνειδητά να βλέπω ειδήσεις, ξέρω ότι αν γίνει η μεγάλη καταστροφή κάπως θα το μάθω, δεν μπορώ να ακούω κάθε ημέρα ότι έρχεται. Θα πάθω κατάθλιψη. Εχω, ούτως ή άλλως, έμφυτη την τάση για αισιοδοξία. Υπάρχουν και πολλά από τον χώρο της τέχνης που μου αρέσουν. Η Μποφίλιου μού αρέσει πολύ, το τελευταίο της άλμπουμ το ακούω συχνά. Μου άρεσε ο “Οιδίπους τύραννος” με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη. Μου άρεσε και το “Χαίρε Νύμφη” της Λένας Κιτσοπούλου, αλλά και η καινούργια παράσταση του Θοδωρή Αθερίδη, η “Αγρια Δύση”. Και έχω την εντύπωση ότι οι πιτσιρικάδες θα κάνουν ωραία πράγματα από εδώ και πέρα. Γιατί η έλλειψη χρημάτων θα τους κάνει πιο εφευρετικούς. Εμείς ήμασταν μια μαλθακή, από την καλοπέραση, γενιά. Δεν μας έλεγαν οι μανάδες μας όταν δεν τρώγαμε το φαγητό μας “θα δεις εσύ. Δεν θα έρθει μια Κατοχή;”. Ε, να, ήρθε!».

Μια και ανέφερες τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, πες μου για τους συνεργάτες σου στο «Chicago». «Είναι συγκλονιστικοί όλοι. Είμαι πολύ τυχερή γιατί ο καθένας είναι ο καλύτερος στον χώρο του. Ο Σταμάτης Φασουλής, που γνωρίζει τόσο καλά τα μιούζικαλ, ο Φωκάς Ευαγγελινός, του οποίου οι χορογραφίες είναι υπέροχες, οι μουσικοί μας, η Τάνια Τρύπη! Ευτυχώς που την έχω στο πλάι μου, γιατί είναι το alter ego μου στην παράσταση και μπορώ και ακουμπάω πάνω της. Ακόμη και κάποιο λάθος να κάνω εγώ που είμαι άπειρη σε αυτό το είδος, εκείνη είναι τόσο καλή, που μπορώ να βασίζομαι επάνω της για να τα ξεπερνάμε όλα».

Φανταζόσουν ποτέ ότι θα μοιραζόσουν τη σκηνή με τη Μαρινέλλα; Και ότι θα τραγουδούσες κιόλας; «Ποτέ! Μου έχει κάνει τρομερή εντύπωση. Είναι φοβερή η όρεξή της. Δεν κουράζεται ποτέ. Ερχεται στην πρόβα πρώτη από όλους, ήξερε τα λόγια της πρώτη από όλους και μου έχει πει ο Αντώνης Λουδάρος ότι καμιά φορά τού ζητάει να πάνε και για κανένα ποτό, ακόμη και τις ημέρες που είμαστε όλοι πτώματα από την κούραση. Δεν είναι μόνο ότι έχει αυτή τη φωνή-φαινόμενο, που με τα χρόνια γίνεται και καλύτερη, είναι και η ίδια φαινόμενο εργατικότητας. Δεν είναι τυχαία τα πράγματα. Είναι επίσης πολύ δοτική, μας αντιμετωπίζει με μητρική στοργή και μεγάλη τρυφερότητα».

Ας γυρίσουμε λίγο στο θέμα της κρίσης. Πιστεύεις ότι η κρίση παρέχει και μια ευκαιρία για ξεκαθάρισμα; «Δεν θα το έλεγα. Δεν είναι ωραίο να μένουν άνθρωποι άνεργοι, ακόμη και αν δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Γιατί, να σου πω και κάτι; Δεν χάλασε και ο κόσμος αν δεν παίξει και ένας ηθοποιός καλά. Δεν είναι ωραίο πράγμα, αλλά το βασικό είναι να μη χειρουργούν άνθρωποι που δεν ξέρουν καλά τη δουλειά τους ή να μην παίρνουν αποφάσεις που αφορούν το συλλογικό συμφέρον άνθρωποι ακατάλληλοι. Και νομίζω πως, ούτως ή άλλως, είτε σε περίοδο κρίσης είτε όχι, αν δεν είσαι καλός ηθοποιός, θα πας μέχρις ενός σημείου».

Εχει αλλάξει η σχέση σου με την Αθήνα τα τελευταία χρόνια; «Την Αθήνα τη λατρεύω. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Εξάρχεια. Τώρα μένω κοντά στην Ακρόπολη. Ανοίγω την πόρτα και είναι σαν να βγαίνω βόλτα σε νησί. Εχει τουρίστες, μαγαζιά, κόσμο. Μια φίλη μού είπε μια μέρα που καθόμασταν στο μπαλκόνι μου: “Εδώ είναι σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Νομίζεις ότι όλα θα πάνε καλά”. Πρέπει όλοι να την προσέξουμε την πόλη μας. Δεν τη θυμάμαι και ποτέ Παρίσι. Απλώς το κακό παράγινε».

Τα πρόσφατα φαινόμενα ματαίωσης παραστάσεων τι συναισθήματα σου προκαλούν; «Ανησυχώ γενικά και θλίβομαι γιατί φανερώνεται πια η βία που κρύβουμε μέσα μας και σε όλη μας τη ζωή προσπαθούμε να τη διαχειριστούμε, να την κάνουμε δημιουργία ή ό,τι μπορεί ο καθένας. Οσοι δεν βρίσκουν διεξόδους οχυρώνονται πίσω από μια ιδεολογία ή μια πίστη που τους επιτρέπει να την εκφράζουν αυτή τη βία. Εμένα δεν μου κάνει διαφορά αν προέρχεται από αριστερά ή δεξιά. Είναι θλιβερή αυτή η κατάσταση γιατί μας δείχνει ότι η ανθρώπινη φύση παραμένει ατελής. Να πω ότι σαφώς και δεν είμαι υπέρ τού να ματαιώνονται παραστάσεις. Επικρατεί ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα που με τρομάζει. Είμαστε όλοι έξαλλοι. Πολύ εύκολα θυμώνουμε».

Για ποια υπέρβαση που έχεις κάνει νιώθεις περήφανη; «Εχω κόψει το τσιγάρο τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Και κάπνιζα μανιωδώς! Είμαι σε μια διαδικασία αυτοβελτίωσης από τα 20 μου, είχα πολλές φοβίες, πολλά κόμπλεξ, και τώρα νιώθω πιο εντάξει με τον εαυτό μου σε σχέση με παλαιότερα. Δεν έχω κάνει ψυχοθεραπεία, μόνη μου αναλύω τα πράγματα. Επειδή ήμουν μια εγωκεντρική μοναχοκόρη, τώρα πια εστιάζω στον άλλον. Είναι μια απόφαση αυτή, ένας δρόμος, και δεν το λέω με τη χριστιανική έννοια».

Αν ήσουν σταρ του Χόλιγουντ, θα ήσουν αυτό που λέμε likable. Πώς το εξηγείς αυτό; «Εγινα αξιαγάπητη από τότε που άρχισα να παίζω σε κωμωδίες. Δεν νομίζω ότι με αγαπούσε κανείς προηγουμένως, ως μοιραία γυναίκα, σοβαρή και βαριά. Και συμβαίνει αυτό με όσους παίζουν κωμωδία, οι άνθρωποι νιώθουν οικειότητα μαζί τους, εμένα άρχισαν ξαφνικά να μου μιλάνε στον ενικό. Συμβαίνει αυτό επειδή επικοινωνούν με την πλευρά σου που βλέπει τα πράγματα από μια στρεβλή γωνία. Η μούρλα που δείχνεις να έχεις τους κάνει να αισθάνονται άνετα».

Με ρώτησες πριν που έπαιζα με το κινητό μου αν έγραφα στο Τwitter. Εχεις καμία σχέση εσύ με όλα αυτά; «Δεν έχω καμία απολύτως σχέση. Διότι εκτίθεμαι λόγω δουλειάς και δεν θέλω να μπορεί να με βρει ο πασαένας – δεν έχω καμιά όρεξη, δεν θέλω να κάνω καινούργιες γνωριμίες ούτε να κάθομαι και να ανταλλάσσω απόψεις, μου φαίνεται κουραστικό και μάταιο. Εχω τους φίλους μου για να συναντιέμαι και να μιλάω, δεν με ενδιαφέρει να διαφημίζομαι, ούτε θέλω να με βρουν διάφοροι που με έχουν χάσει ούτε να τους βρω εγώ. Η ζωή αυτούς που είναι να χαθούν τους δείχνει μόνη της τον δρόμο της εξόδου, δεν χρειάζεται να ψάχνεις να τους βρεις στο Τwitter και στο Facebook».

* Το «Chicago» ανεβαίνει στη σκηνή του Παλλάς από τις 27 Οκτωβρίου (πληροφορίες στο τηλ. 210 3213 100 και στο www.ellthea.gr).

Γοργόνες και γκάνγκστερ

Το «Chicago», θεατρικό έργο της Μορίν Ντάλας Γουότκινς, ανέβηκε ως μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ το 1975, με τη δημιουργική ορμή του Μπομπ Φόσι. Δεν τα πήγε άσχημα, αλλά δεν έσκισε κιόλας. Η βασική αιτία για αυτό δεν ήταν η αξία του, αλλά το απροετοίμαστο κοινό της εποχής εκείνης. Στους ανυποψίαστους θεατές φαινόταν κυνικό, οι ηρωίδες αντιπαθείς και οι επιρροές από τον Μπρεχτ, προσαρμοσμένες σε ένα φαντασμαγορικό, ψυχαγωγικό θέαμα, ξένιζαν. Ο κόσμος ήταν, όμως, έτοιμος το 1996, χρονιά της αναβίωσής του. Ο O. Τζέι Σίμπσον είχε δικαστεί (και αθωωθεί) την προηγούμενη χρονιά και στα τιμημένα 90s καθένας ήταν ελεύθερος να ονειρεύεται πως θα γίνει διαβόητος και όχι απλώς διάσημος. Η ιστορία της Βέλμα Κέλι και της Ρόξι Χαρτ από το μιούζικαλ «Chicago» περιείχε όλα τα στοιχεία που χαρίζουν απλόχερα επιτυχία: αδίστακτες γυναίκες, φόνους, φυλακές, πρωτοσέλιδα, ερωτικά τρίγωνα. Εξού και οι περισσότερες από 6.600 παραστάσεις στη Νέα Υόρκη, τα ρεκόρ (μακροβιότερο αμερικανικό μιούζικαλ στην ιστορία του Μπρόντγουεϊ, αλλά και του Γουέστ Εντ), οι ερμηνείες που άφησαν εποχή (με πιο γνωστή εκείνη της Ούτε Λέμπερ στη λονδρέζικη αναβίωση του 1997) και οι συμμετοχές μεγάλων σταρ (από τα ανεβάσματά του στο Μπρόντγουεϊ έχουν περάσει σε ρόλους γκεστ από τον Usher και την Μπρουκ Σιλντς μέχρι τη Μέλανι Γκρίφιθ και τη Ρίτα Γουίλσον, σύζυγο του Τομ Χανκς). Το 2002 το «Chicago» μεταφέρθηκε στο σινεμά από τον Ρομπ Μάρσαλ με πρωταγωνίστριες τη Ρενέ Ζελβέγκερ και την Κάθριν Ζέτα Τζόουνς – η δεύτερη τιμήθηκε με Οσκαρ β΄ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της, παίρνοντας σπίτι ένα από τα συνολικά έξι χρυσά αγαλματάκια με τα οποία τιμήθηκε η ταινία με τις 13 υποψηφιότητες.