Η στιγμή είναι κατάλληλη για θεωρητική σκέψη γύρω από το πώς μπορεί «μεθοδολογικά» να στηριχθεί μια πολυ-κομματική διακυβέρνηση της χώρας.

Φαινομενικά – και για πολλούς ίσως και πραγματικά – οι ιδεολογικές διαφορές των κομμάτων είναι αξεπέραστες και το αποτέλεσμα αυτού είναι η αδυναμία μιας πολυκομματικής διακυβέρνησης να βγάλει και να διατυπώσει ένα λογικό και εφικτό πρόγραμμα και να ληφθούν στη συνέχεια οι κατάλληλες αποφάσεις. Αυτό βέβαια δεν ισχύει παντού, αφού πολλές χώρες έχουν πολυκομματικές κυβερνήσεις.

Υπάρχει όμως αρκετή φιλοσοφική βάση για να μπορέσει κανείς να κατανοήσει το τι και πώς πρέπει να γίνει για να επιτύχει μια διακυβέρνηση από ορισμένα κόμματα (όχι αναγκαστικά όλα) με διαφορετικές ιδεολογίες και κατ’ επέκταση διαφορετικές στρατηγικές και προγράμματα.

Στη βάση θα τοποθετούσα την «κατά Βίντγκεστάιν» προσέγγιση της αντίληψής μας «περί περιβάλλοντος κόσμου», ο οποίος αποτελείται από «όλα τα γεγονότα τα οποία συμβαίνουν», και να διακρίνουμε τα γεγονότα του πραγματικού κόσμου από τις ιδεολογίες και τις γνώμες.

Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με την αντίληψη που έχουν τα διάφορα αυτά κόμματα για τα «πραγματικά γεγονότα», που κανονικά – εφόσον έχουμε όλοι την ίδια πληροφόρηση – η αντίληψη αυτή πρέπει να είναι κοινή και αναφερόμαστε στην αντικειμενική υφή των πραγματικών γεγονότων, δηλαδή στην αντικειμενική πληροφορία χωρίς πρόσθετες ερμηνείες ή παραποιήσεις.

Στη συνέχεια, η ερμηνεία του αιτιατού και κυρίως της δυναμικής εξέλιξης των πραγμάτων, η οποία αποτελεί γνώμη και όχι γεγονός, μπορεί να διαφέρει από άτομο σε άτομο και από κόμμα σε κόμμα, διότι αυτό προέρχεται από την υποκειμενική ερμηνεία της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Η υποκειμενική ερμηνεία η οποία είναι ουσιαστικά ατομική, εκφράζεται ως «γνώμη του ατόμου» . Αυτή η ατομική ερμηνεία εξαρτάται από το ιστορικό υπόβαθρο αρχών και αξιών του ατόμου, τις οποίες μοιράζεται κατά τεκμήριο με τους κομματικούς συντρόφους και επεξεργάζονται για να τη μετατρέψουν σε «συλλογική απόφαση ερμηνείας» που όταν εκφράζεται δημόσια από τα κομματικά στελέχη γίνεται η «κομματική γνώμη (του ατόμου)».

Το πρόβλημα τώρα είναι πώς, μέσα σ’ ένα σύνολο ατόμων από πολλά κόμματα με αρχικά διαφορετικές γνώμες, είναι δυνατόν να καταλήξουν σε μια «προσέγγιση γνωμών» αρκετή για να ληφθεί μια απόφαση που θα είναι ανεκτά κοινή.
Τα θεωρητικά αποτελέσματα των υποκειμενιστών (π.χ. το θεώρημα περί σύγκλισης γνώμης των μαθηματικών Blackwel και Dubins) μας προσφέρει τη φιλοσοφική βάση για να προχωρήσουμε σε λύση πολλών προβλημάτων σχετικών με αποφάσεις ομάδων από άτομα με αρχικά διαφορετικές γνώμες.

Ερμηνεύοντας αυτά τα μαθηματικά αποτελέσματα βγάζουμε ορισμένες αρχές που πρέπει να διέπουν τη λήψη αποφάσεων σε πολυκομματικές κυβερνήσεις.

ΟΙ ΑΡΧΕΣ

• Οι αποφάσεις πρέπει να αφορούνε σ’ ένα κοινό όραμα, σ΄ ένα κοινό στρατηγικό στόχο. Πιστεύω ότι, στην παρούσα κατάσταση, αυτός ο κοινός στόχος υπάρχει, για όλα τα κόμματα και είναι «να βγει η Ελλάδα από τη βαθιά κρίση» με πρώτη μεγάλη προτεραιότητα την «οικονομική επιβίωση του ελληνικού κράτους με όσο το δυνατόν λιγότερη επιβάρυνση των οικονομικά ασθενέστερων νοικοκυριών». Βέβαια η κρίση είναι πολυδιάστατη και βγάζει σοβαρά επιμέρους θέματα (Ηθική στην πολιτική – Χρηστή διαχείριση στην Οικονομία – Συνοχή κι αλληλεγγύη στον κοινωνικό ιστό – Νομιμότητα, Ευνομία και Αξιοπιστία της χώρας) που χρήζουν στοχοθέτησης και προγράμματος επίτευξης του στόχου. Σ’ αυτή την πρώτη φάση πρέπει να τονίσουμε ότι διαφωνία στο όραμα και τον υψηλό στόχο σημαίνει ότι ή ο στόχος δεν είναι αρκετά υψηλός ώστε να υποσκελισθούν οι ιδεολογικές διαφορές, ή οι ιδεολογίες δεν μπορούν να συνυπάρχουν στην ίδια κοινωνία.

• Έχοντας εξασφαλίσει την κοινή από τους συμβαλλόμενους αποδοχή του υψηλού στόχου, ερχόμαστε στις γνώμες που αφορούν στον τρόπο και τη μέθοδο δηλαδή της στρατηγικής για την επίτευξη του στόχου. Εδώ οι γνώμες αρχικά μπορούν να διαφέρουν. Στην περίπτωση της Ελληνικής κρίσης οι γνώμες που εκφράστηκαν είναι διαφορετικές – π.χ εντός ή εκτός του ευρώ, επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου ή μονομερής αλλαγή του η κατάργησή του κ.λπ. Η δεύτερη αρχή είναι ότι κανένας δεν απορρίπτει «a priori» τη γνώμη του άλλου. Όλες οι γνώμες είναι αρχικά αποδεκτές και είναι δυνατόν να υπερισχύσουν. Εδώ υπάρχει ένα βασικό στοιχείο που πρέπει να δανεισθούμε από τη μαθηματική θεωρία. Ο κάθε ένας δίνει έναν βαθμό στη γνώμη του καθώς επίσης και στη γνώμη των άλλων. Αυτός ο βαθμός αποδοχής δεν πρέπει να είναι μηδέν για καμία από τις γνώμες. Αυτό σημαίνει μη απόρριψη «a priori» της γνώμης του άλλου.

• Το πρόβλημα τώρα είναι «πώς θα επιτευχθεί η σύγκλιση των γνωμών. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από μια κοινή και αντικειμενική ροή πληροφοριών που να βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Χρησιμοποιώντας αυτές τις «αντικειμενικές πληροφορίες» αποφασίζουμε αντικειμενικά στην ενίσχυση της βαθμολογίας ορισμένων γνωμών καθώς επίσης και στη μείωση άλλων. Αυτό γίνεται με κοινή απόφαση. Αυτός ο τρόπος χρήσης μόνον αντικειμενικής πληροφόρησης περιορίζει την υποκειμενική επιχειρηματολογία που ως συνήθως δεν είναι τίποτε άλλο παρά νέες γνώμες… Όχι, η κάθε γνώμη πρέπει να υποστηρίζεται από αντικειμενικά στοιχεία που είτε την ενισχύουν είτε την αποδυναμώνουν και αυτό θα γίνεται τίμια αποδεκτό από όλους. Εδώ θα παίξει μεγάλο ρόλο η ποιότητα και η αντικειμενικότητα των ατόμων που συνθέτουν την ομάδα απόφασης. Μετά από κάθε κύκλο αντικειμενικής τεκμηρίωσης, όλοι αξιολογούν τις γνώμες με τον ίδιο τρόπο. Αυτό επαναλαμβάνεται τόσες φορές όσες χρειάζεται για να γίνει η προσέγγιση των γνωμών (σύγκλιση των γνωμών είναι βέβαιη κατά το ανωτέρω θεώρημα των B+D).

Πρακτικά λοιπόν καταλήγουμε στα εξής βασικά στοιχεία:

α. Πρέπει τα άτομα που θα χρησιμοποιηθούν στη συγκυβέρνηση να διέπονται από πνεύμα συνεργασίας και επιθυμία συνεννόησης. Να έχουν υψηλή ικανότητα διάκρισης των αντικειμενικών στοιχείων από την υποκειμενική γνώμη. Να εργασθούν με μόνο κίνητρο τον κοινό στόχο και όχι άλλες μικροκομματικές σκοπιμότητες.

β. Τα άτομα αυτά πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους μια ροή αντικειμενικών πληροφοριών – όχι παραποιημένων από το ιδιωτικό φίλτρο των μεταφορέων – τις οποίες θα μοιράζονται και θα αποδέχονται όλοι. Οι πληροφορίες αυτές και η τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία που θα προκύψει, θα αποτελέσουν τη βάση τόσο για τη διαμόρφωση των θέσεων της ελληνικής κυβέρνησης όσο και για τον νέο διάλογο με τους διεθνείς εταίρους μας.

* Ο κ. Φώτης Νανόπουλος είναι καθηγητής πρώην διευθυντής EUROSTAT EE
nphotis@gmail.com