Ο… (όνομα δεν λέω για να μην τον εκθέσω) μου έφερε ένα δώρο που του είχα κάνει εγώ, με τα ίδια μου τα χέρια, πριν από δύο χρόνια. Το ίδιο ακριβώς δώρο, μέσα στο ίδιο χαρτί που μου το είχαν τυλίξει τότε, το στραπατσαρισμένο σελοτέιπ του οποίου αποδείκνυε ότι το είχαν ανοίξει, απορρίψει και ξανακλείσει. Για να το ξεφορτωθούν με την πρώτη ευκαιρία. Προσπερνώντας τη σοκαριστική διαπίστωση ότι εκείνο που με τόση φροντίδα είχα επιλέξει δεν του άρεσε, παρ’ ότι όταν του το είχα δώσει (Χριστούγεννα του 2009) έκανε τούμπες από τη χαρά του διαβεβαιώνοντάς με ότι είχε εκπληρωθεί το όνειρο μιας ζωής, τον ευχαρίστησα. Κάνοντας και εγώ τούμπες και διαβεβαιώνοντάς τον ότι καλύτερο δώρο δεν μου έχουν κάνει. «Χρειάζονται ενίοτε και τα κατά συνθήκην ψεύδη» αποφάνθηκε η θεία Ιουλία για να προσθέσει: «Μην ξεχάσεις να στολίσεις τη βοσκοπούλα που μου έχει χαρίσει η θεία Αννα, θα έρθει επίσκεψη την Τρίτη». Αυτή τη βοσκοπούλα την πηγαινοφέρνουμε εδώ και δέκα χρόνια, όποτε πρόκειται να μας κάνει την τιμή η μακρινή εξαδέλφη, από την αποθήκη στην εταζέρα του σαλονιού. Είναι ένα τέρας: αλλήθωρη, κακοντυμένη, με μια πάπια στα πόδια της, η οποία μοιάζει να έχει πάθει εγκεφαλικό. Γιατί δεν της λες ότι έσπασε; Κατά συνθήκην ψεύδος είναι και αυτό, και μάλιστα αποτελεσματικό. «Είσαι καλά; Μετά θα μου φέρει δύο ίδιες, όπως έκανε στη Στέλλα, ώστε σε περίπτωση έτερου δυστυχήματος να έχω καβάντζα. Κατά την Αννα, σπίτι χωρίς βοσκοπούλα δεν νοείται! Δεν λες καλά που η δική μας είναι μικρή, της Στέλλας είναι σχεδόν σε φυσικό μέγεθος. Φορτωτική πληρώνει κάθε φορά που θέλει να τη μεταφέρει από την αποθήκη στο σαλόνι». Υπερβάλλεις. «Εγώ; Ποτέ».

Υπερέβαλλε, βεβαίως. Αλλά και η θεία Αννα υπερέβαλλε όταν κατά τη νέα επίσκεψή της μας έφερε έναν πορσελάνινο τσέλιγκα, για «να έχει παρέα η βοσκοπούλα». «Νομίζω ότι λάλησε» μου ψιθύρισε η θεία η Ιουλία ξετυλίγοντας το… κομψοτέχνημα και αμέσως στράφηκε προς την επισκέπτριά της, φορώντας το πιο ενθουσιώδες χαμόγελό της, για να τη διαβεβαιώσει «μες στο μυαλό μου ήσουν, βρε Αννα μου! Το έβλεπα μόνο το κορίτσι και μελαγχολούσα! Τώρα, σαν να ολοκληρώθηκε η σύνθεση». Τα κατά συνθήκην ψεύδη που λέγαμε. Ετσι, λοιπόν, μια και «παντρέψαμε» τη βοσκοπούλα μας, η μόνη αδέσμευτη στο σπίτι ήταν η εξαδέλφη μου. Η οποία, με το που μπήκε, αργά το βράδυ, με τη βαριά διάθεση της… γεροντοκόρης, είδε τον βοσκό και εξανέστη: «Γιουσουρούμ το έχετε κάνει το σαλόνι!». Ζηλεύεις που ακόμη και η βοσκοπούλα βρήκε ταίρι, ενώ εσύ… επιχείρησα να αστειευτώ, αλλά η εξαδέλφη μου τύλιγε ήδη το ζεύγος σε εφημερίδες για να το στείλει στην αποθήκη. Προς στιγμήν ένιωσα λύπη: δεν είναι ό,τι καλύτερο να είσαι αλλήθωρη βοσκοπούλα από πορσελάνη και να σε κλείνουν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με έναν βοσκό τον οποίο δεν έχεις επιλέξει. Επειδή, όμως, και εγώ προτιμούσα το σερβάν άδειο, μίνιμαλ, μόνο με εκείνο το θαυμάσιο ανδρικό κεφάλι από τα «ανθρωπάκια» του Γιάννη Γαΐτη, το οποίο έβγαζε καντήλες όποτε βάζαμε δίπλα του την (très βλάχα για τα γούστα του) βοσκοπούλα, δεν επέμεινα. Μόνο σκέφτηκα ότι μπορεί να έχουν και τα αντικείμενα ψυχή και να πονάνε όταν δεν τους δίνουμε τη σημασία που τους πρέπει.

Με πιάνουν ενίοτε κάτι τέτοια μεταφυσικά, «κατάλοιπα» από τα παιδικά διαβάσματά μου: Οπου στην «Ωραία Κοιμωμένη» μιλούσαν οι τσαγιέρες, στον «Καρυοθραύστη» χόρευαν τα παιχνίδια… Εκεί, βεβαίως, τα παιχνίδια που ζωντάνευαν ήταν καλού γούστου, ενώ η δική μας η βοσκοπούλα και ο νεοαφιχθείς τσομπάνης… Εχουν, όμως, και τα απαίσια δώρα ψυχή. Χαρακτηρίστε με τρελό, αλλά τα λυπάμαι. Γι’ αυτό προτιμώ να τα δωρίζω σε κάποιον που θεωρώ ότι δεν θα τα βρει τόσο απαίσια όσο εγώ («υπάρχουν γούστα και γούστα» λέει η θεία Ιουλία) και που ελπίζω ότι θα τα εκτιμήσει, από το να τα πετάω ή να τα κρύβω σε πατάρια και αποθήκες, όπου τα κατατρώνε η υγρασία και η μοναξιά. Κάτι τέτοιο σκέφτηκε άραγε και ο… (όνομα δεν λέω) και μου επέστρεψε το δώρο που του είχα κάνει; Το έκανε επειδή δεν του άρεσε καθόλου και θεώρησε ότι σε εμένα θα άρεσε; Γιατί, όμως, να μην του αρέσει; Εχω γούστο εγώ! «Υπάρχουν γούστα και γούστα» ξαναλέει με νόημα η θεία Ιουλία. Εξάλλου, όσα χέρια και αν αλλάξουν όλα τα αντικείμενα, ακόμη και τα πιο άσχημα, και τα πιο άχρηστα, κάποτε θα βρουν μια φιλόξενη γωνιά, σκέφτηκα, την ώρα που βοσκοπούλα και τσομπάνης έπεφταν από τα χέρια της εξαδέλφης μου και γίνονταν δεκάδες κομμάτια στο πάτωμα. «Δεν το ήθελα!», είπε εκείνη τρομαγμένη, «τι θα πω στην Αννα που θα έρθει την άλλη εβδομάδα για μπιρίμπα;» αναρωτήθηκε η θεία. Εγώ, πάλι, σκέφτηκα, φέρνοντας στο μυαλό μου και την εικόνα της Ολυμπίας, της μηχανικής κούκλας από την όπερα του Οφενμπαχ «Τα παραμύθια του Οφμαν» που γίνεται χίλια κομμάτια στο φινάλε της πρώτης πράξης, ότι όλα κάποτε πεθαίνουν. Ακόμη και τα μπιμπελό. Τα δικά μας, πάντως, τα θάψαμε με όλες τις τιμές στον πάτο μια νέας γλάστρας ώστε να μη φεύγει το χώμα με το νερό του ποτίσματος – εκτός από συναισθηματικοί, είμαστε και πρακτικοί. Από τότε το ανθρωπάκι του Γαΐτη έχει ένα χαμόγελο ανακούφισης στο πρόσωπό του. Η δε θεία Ιουλία αναζητεί το ιδανικό κατά συνθήκην ψεύδος, γιατί η ημέρα της μπιρίμπας πλησιάζει. Να πεις ότι τα… παιδιά έχουν βγάλει το κοπάδι για βοσκή, της προτείνω. Ή δεν θα γίνει πιστευτή;

* To άρθρο δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 24 Δεκεμβρίου 2011