Μπορεί ένας Ελληνας να μετράει τον χρόνο μεταφράζοντάς τον νοερά σαν ένα δοχείο που γεμίζει με νερό, ενώ ένας Αμερικανός να τον σκέφτεται σαν μια γραμμή που τρέχει; Και είναι δυνατόν το αν θα καθίσετε στα δεξιά ή στα αριστερά του υποψήφιου εργοδότη σας να επηρεάσει το αν τελικά θα προσληφθείτε, ανεξαρτήτως των προσόντων σας;
Ο τρόπος με τον οποίο το σώμα και η μητρική μας γλώσσα ενδέχεται να επηρεάζουν το πώς αντιλαμβανόμαστε αφηρημένες έννοιες όπως ο χρόνος, η απέχθεια, το καλό και το κακό, ή το θετικό και το αρνητικό, αποτελεί εδώ και χρόνια αντικείμενο μελέτης από τους γλωσσολόγους και τους ψυχολόγους. Ενα βασικό εμπόδιο στις σχετικές έρευνες ήταν όμως ως τώρα η ίδια η γλώσσα στην οποία καθένας εκφράζει αυτές τις αντιλήψεις. ΟΝτάνιελ Καζασάντο, ψυχολόγος-γλωσσολόγος ως πρόσφατα του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ των Ηνωμένων Πολιτειών και σήμερα του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ Ψυχογλωσσολογίας στο Ναϊμέγκεν της Ολλανδίας, ανέπτυξε μερικά από τα πρώτα ερευνητικά εργαλεία που υποσκελίζουν αυτό το εμπόδιο.
Ο χωροχρόνος στο μυαλό μας
«Γλωσσολόγοι και φιλόσοφοι είχαν παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι συνήθως μιλούν για τις αφηρημένες έννοιες με μεταφορές·αναφερόμενοι σε κάτι που μπορούν να αισθανθούν μέσω των αισθητικών αντιλήψεων, του χώρου και της κίνησης» εξηγεί ο αμερικανός επιστήμονας μιλώντας στο «Βήμα».Ετσι άρχισε να διαμορφώνεται η άποψη ότι για να συλλάβουμε τις αφηρημένες έννοιες δανειζόμαστε τους ίδιους νευρωνικούς μηχανισμούς τους οποίους χρησιμοποιούμε και για πιο απτές λειτουργίες, και κυρίως για να αντιληφθούμε τον χώρο.«Το επιχείρημα ήταν: “Εφόσον οι άνθρωποι μιλούν για πράγματα όπως ο χρόνος με όρους του χώρου,μήπως σκέφτονται και τον χρόνο όπως τον χώρο;”.Και αν κάποιος έλεγε: “Ωραία,αλλά ποια είναι η απόδειξη γι΄ αυτό;” η απάντηση ήταν:“Μαδείτε πώς μιλάνε!”.Χρειαζόταν λοιπόν κάποιο μέσο ανεξάρτητο από τη γλώσσα για να ελέγξουμε αυτές τις μεταφορικές έννοιες και να δούμε αν οι άνθρωποι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο που μιλάνε».
Το πρώτο εξωγλωσσικό τεστ που ανέπτυξε ο κ. Καζασάντο έδειχνε γραμμές που έτρεχαν σε διαφορετικά μήκη στην οθόνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι εθελοντές έπρεπε να εκτιμήσουν πόσο μήκος είχε κάθε γραμμή και για πόσο χρονικό διάστημα έτρεξε στην οθόνη.«Αυτό το οποίο αναζητούσα», λέει,«ήταν πρότυπα αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις διαστάσεις: μπορούσε κάποιος να αγνοήσει τον χρόνο στην εκτίμηση του χώρου ή να αγνοήσει τον χώρο στην εκτίμηση του χρόνου;».
Αν και οι γραμμές εμφανίζονταν περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα, οι εθελοντές εκτίμησαν ότι εκείνες οι οποίες ήταν μικρότερες σε μήκος διήρκεσαν λιγότερο, ενώ εκείνες που ήταν μεγαλύτερες διήρκεσαν περισσότερο. «Αυτή η ασυμμετρία ανάμεσα στον χώρο και στον χρόνο είναι ενδιαφέρουσα γιατί ακριβώς έτσι μιλάμε»,εξηγεί ο ερευνητής.«Μπορούμε να μιλήσουμε για τον χώρο χωρίς να χρησιμοποιήσουμε χρονικές λέξεις, αλλά είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε για τον χρόνο χωρίς να χρησιμοποιήσουμε χωρικές λέξεις».
«Πολύς καιρός» στο Ξυλόκαστρο…
Εξηγώντας τα αποτελέσματα των ερευνών του σε ένα συνέδριο στο Ξυλόκαστρο, ο αμερικανός ερευνητής αναφερόταν στις μεταφορές της αγγλικής γλώσσας, στις οποίες οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιούνται για τον χρόνο, όπως για παράδειγμα «long time» (μακρύς καιρός), έχουν πάντα γραμμική έννοια.«Ανέπτυσσα παλαιές θεωρίες που πίστευα ότι ίσχυαν, λέγοντας ότι δεν μπορεί να μιλήσει κάποιος για τον χρόνο χωρίς να χρησιμοποιήσει γραμμικές χωρικές λέξεις,και αυτό αποδιδόταν στην ίδια τη φύση του χρόνου. Τότε, μια ελληνίδα συνάδελφος πήρε τον λόγο και μου είπε:“Εμείς δεν μιλάμε έτσι για τον χρόνο· και εγώ δεν σκέφτομαι τον χρόνο με αυτόν τον τρόπο. Δεν λέμε:μακρύς καιρός (long time) ή μια μακριά συνάντηση (long meeting) λέμε:πολύς καιρός ή μια συνάντηση που διήρκεσε πολύ».
Αυτό τον έβαλε σε σκέψεις: μήπως τελικά ο χρόνος δεν έχει μία, οικουμενική έννοια, αλλά η αντίληψη που έχουν οι άνθρωποι για αυτόν εξαρτάται από τη γλώσσα που μιλάνε; Τα επόμενα πειράματα αναπτύχθηκαν λαμβάνοντας υπόψη τους ελληνικούς χρονικούς χαρακτηρισμούς και εξέτασαν ελληνόφωνους και αγγλόφωνους εθελοντές, οι οποίοι, εκτός από τις γραμμές, είδαν επίσης στην οθόνη τού υπολογιστή δοχεία που γέμιζαν σε διαφορετικό ύψος με νερό και έπρεπε να εκτιμήσουν τη χρονική διάρκεια και τις ποσότητες. Αν η αντίληψη του χρόνου ήταν η ίδια για όλους τους ανθρώπους, οι επιδόσεις των δύο ομάδων στα τεστ δεν θα έπρεπε να διαφέρουν, παρά τις διαφορές των χρονικών χαρακτηρισμών στη μητρική τους γλώσσα.
Η γλώσσα εκπαιδεύει τη σκέψη
Οι επιδόσεις των Αμερικανών και των Ελλήνων ήταν όμως εμφανώς διαφορετικές: οι πρώτοι μπόρεσαν να εκτιμήσουν καλύτερα τον χρόνο στα έργα με τα δοχεία, ενώ οι δεύτεροι τα κατάφεραν καλύτερα στις γραμμές. «Αυτό»,εξηγεί ο ψυχογλωσσολόγος, «δείχνει έναν συσχετισμό·δείχνει ότι οι άνθρωποι που μιλούν διαφορετικά, ίσως σκέφτονται επίσης διαφορετικά» . Παρόλα αυτά, όπως έδειξαν τα αποτελέσματα, η αντίληψη του χρόνου δεν βασιζόταν σε εντελώς διαφορετικούς μηχανισμούς. Οι ποσοτικές έννοιες που χρησιμοποιούν οι ελληνόφωνοι δεν είναι αφηρημένες, αλλά χωρικές: μεταφράζουν την ποσότητα ως όγκο στον χώρο. Συνεχίζοντας τις μελέτες σε περισσότερες γλώσσες, ο κ. Καζασάντο και οι συνεργάτες του έχουν διαπιστώσει ότι ουσιαστικά και οι δύο αντιλήψεις- η γραμμική και η ποσοτική- συνυπάρχουν, απλώς η μία από αυτές υπερισχύει ανάλογα με τη γλώσσα.
«Το επόμενο που θελήσαμε να δούμε»,εξηγεί,«ήταν αν η γλώσσα ήταν η κύρια αιτία αυτών των διαφοροποιήσεων· αν δηλαδή το γεγονός ότι μιλούν διαφορετικά κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται και διαφορετικά». Για να διαπιστωθεί κάτι τέτοιο δεν μπορούσαν να συγκρίνουν απλώς διαφορετικούς λαούς, εφόσον εδώ υπεισέρχεται και το ζήτημα της διαφορετικής κουλτούρας. Αυτό το οποίο σκέφτηκαν ήταν να εκπαιδεύσουν αγγλόφωνους εθελοντές ώστε να μάθουν να σκέφτονται και να μιλούν για τον χρόνο με τον ελληνικό τρόπο και στη συνέχεια να συγκρίνουν τις επιδόσεις τους με αυτές μιας ομάδας ελέγχου μη εκπαιδευμένων αγγλόφωνων εθελοντών.«Ξαφνικά», λέει ο κ. Καζασάντο,«οι εκπαιδευμένοι αμερικανοί εθελοντές δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν τον χρόνο αγνοώντας πόσο γεμάτο ήταν το δοχείο. Και αυτό είναι μια ένδειξη ότι όχι μόνον οι άνθρωποι που μιλούν διαφορετικά σκέφτονται διαφορετικά, αλλά και ότι η γλώσσα μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται διαφορετικά».
Πάνω- κάτω, αριστερά- δεξιά
Ο χρόνος δεν είναι η μόνη αφηρημένη έννοια την οποία συγκεκριμενοποιούμε και αντιλαμβανόμαστε χρησιμοποιώντας ως μέτρο τον χώρο. Το ίδιο ισχύει και για τη συναισθηματική αξία που αποδίδουμε στα διάφορα ερεθίσματα.«Σχεδόν σε ό,τι υπάρχει γύρω μας αποδίδουμε μια θετική ή μια αρνητική αξία»,επισημαίνει ο κ. Καζασάντο.«Συνήθως γίνεται ασυναίσθητα,όμως θα μπορούσαμε να πούμε ότι χωρίζουμε τον κόσμο σε πράγματα που μας αρέσουν και σε πράγματα που δεν μας αρέσουν.Αυτή η τάση ίσως έχει πολύ βαθιές ρίζες·ίσως η αξία είναι ένας δείκτης του αν θα προσεγγίσουμε ή θα αποφύγουμε κάτι. Ολοι οι οργανισμοί πλησιάζουν τα θετικά ερεθίσματα, όπως η τροφή, και απομακρύνονται από τα αρνητικά, όπως ένα αιχμηρό αντικείμενο».
Αυτή η αξιολόγηση εκφράζεται στις περισσότερες γλώσσες με χωρικές έννοιες: κάτι που μας αρέσει είναι «ελκυστικό», ενώ κάτι που δεν μας αρέσει είναι «απωθητικό», τα θετικά πράγματα μάς «ανεβάζουν», ενώ τα αρνητικά μάς «ρίχνουν». Μεταφράζουν όμως πραγματικά αυτές οι μεταφορές τη σωματική μας εμπειρία ή μήπως, όπως έχει αποδειχθεί από πειράματα, η γλώσσα που χρησιμοποιούμε επηρεάζει την αξιολόγησή μας και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα; Για να διερευνήσουν αυτό το ζήτημα, ανεξάρτητα από τη γλώσσα, οι ερευνητές σκέφτηκαν να εξετάσουν δύο ομάδες με διαφορετική σωματική εμπειρία του κόσμου, τους αριστερόχειρες και τους δεξιόχειρες.
Δεξιόστροφος πολιτισμός
«Σε όλους τους πολιτισμούς», λέει ο κ. Καζασάντο,«τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στα έθιμα, το καλό και το θετικό συνδέονται με το δεξιό, ενώ το κακό και το αρνητικό με το αριστερό».Αποκαλούμε για παράδειγμα έναν στενό συνεργάτη μας “το δεξί μου χέρι”, μπαίνουμε σε ένα κτίριο “με το δεξί”» ή διαβεβαιώνουμε πως όλα “μας ήρθαν δεξιά”. Η κοινωνική ψυχολογία έχει αποδείξει ότι η κινητική ευχέρεια συνδέεται με το σωστό· έτσι, οι ερευνητές θέλησαν να μελετήσουν αν οι δεξιόχειρες- οι οποίοι αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα του ανθρώπινου πληθυσμού και επομένως έχουν επιβάλει τις λεκτικές εκφράσεις- συνδέουν το καλό με την πλευρά την οποία «ελέγχουν» καλύτερα.«Ο τρόπος για να το δούμε αυτό ήταν να εξετάσουμε πώς οι αριστερόχειρες, ασυνείδητα,τοποθετούν στον χώρο το καλό και το κακό. Και έπρεπε να είναι ασυνείδητα, γιατί συνειδητά όλοι χρησιμοποιούν τις ίδιες εκφράσεις». Ο κ. Καζασάντο και οι συνεργάτες του ανέπτυξαν ειδικά για τον λόγο αυτό τεστ τα οποία δεν ενέπλεκαν στις απαντήσεις τους το στοιχείο της γλώσσας. Οι εξεταζόμενοι έπρεπε να τοποθετήσουν το αγαπημένο τους ζώο στη δεξιά ή στην αριστερή πλευρά, να χαρακτηρίσουν ως έξυπνα ή ανόητα, έντιμα ή ύπουλα, κ.ο.κ, σκίτσα με φανταστικά όντα, τα οποία τους παρουσιάζονταν ανά δύο πλάι πλάι, ή να επιλέξουν διάφορα προϊόντα, ακόμη και συνεργάτες, με βάση μια σύντομη περιγραφή των προσόντων τους, αλλά και με μια διάταξη που τους τοποθετούσε ανά ζεύγη δεξιά και αριστερά στον χώρο.
Ζητήστε άδεια στο δεξί αφτί!
Οπως αποδείχθηκε από τις δοκιμασίες, η χωρική αντίληψη των δεξιόχειρων και των αριστερόχειρων για το θετικό και το αρνητικό ήταν αντιδιαμετρικά αντίθετη, αφού ο καθένας συνέδεε το «καλό» με την πλευρά που αντιστοιχούσε στο «καλό» του χέρι.«Οι δεξιόχειρες» , εξηγεί ο ερευνητής, «ήθελαν πιο συχνά να προσλάβουν τον υποψήφιο που βρισκόταν στη δεξιά πλευρά, να αγοράσουν το δεξιό στρώμα ή αυτοκίνητο, ενώ οι αριστερόχειρες προτιμούσαν αυτά που βρίσκονταν στα αριστερά». Αυτή η διάκριση, τονίζει ο ψυχογλωσσολόγος, μπορεί να πηγάζει μόνο από τη σωματική εμπειρία και τα αποτελέσματα αυτά συνιστούν για την επιστήμη τις πρώτες απτές ενδείξεις ότι τα πρότυπα αλληλεπίδρασης με τον φυσικό κόσμο μπορούν να επηρεάσουν τη σκέψη και τις νοητικές μεταφορές που κάνουμε ανεξάρτητα από τη γλώσσα.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι την επόμενη φορά που θα σας καλέσουν για επαγγελματική συνέντευξη θα πρέπει να κατασκοπεύσετε τον συνομιλητή σας για να δείτε αν είναι δεξιόχειρας ή αριστερόχειρας, ώστε να φροντίσετε να καθίσετε στην «καλή» πλευρά του και να πάρετε τη θέση; Ή ότι αν ο αριστερόχειρας συνάδελφός σας εκθειάζει τις ικανότητές σας, αλλά συνοδεύει τα λόγια του και με μια κίνηση του δεξιού χεριού ψεύδεται ασυστόλως; Οι έρευνες του κ. Καζασάντο είναι οι πρώτες του είδους- ορισμένες από αυτές βρίσκονται ακόμη υπό δημοσίευσηοπότε προς το παρόν δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισής τους. Ανοίγουν όμως ένα ενδιαφέρον πεδίο, το οποίο αναμένεται να εμπλουτιστεί στο μέλλον.
ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΑ ΚΑΙ ΧΥΜΟΙ
Τα παιδιά κατέχουν τον χώρο πριν από τον χρόνο
Σ ε συνεργασία με τον Ντάνιελ Καζασάντο και στο πλαίσιο ενός διαπολιτισμικού προγράμματος που συγκρίνει τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ελλάδα και την Ισπανία, ηΟλγα Φωτακοπούλου , διδάκτωρ Ψυχολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, μελέτησε τις έννοιες του χώρου και του χρόνου σε ελληνόφωνα παιδιά. Τα τεστ αποτελούσαν ουσιαστικά μια προσαρμογή αυτών που έγιναν σε ενηλίκους- αντί για γραμμές έδειχναν στην οθόνη σαλιγκάρια που τρέχουν και αντί για δοχεία ποτήρια που γεμίζουν με χυμούς- και έγιναν σε παιδιά δύο ομάδων, ηλικίας 5 ως 6 ετών και 9 ως 10 ετών.
Τα αποτελέσματα που προέκυψαν ήταν διαφορετικά.«Κατ΄ αρχήν», λέει η κυρία Φωτακοπούλου,«τα παιδιά σημείωσαν υψηλότερες επιδόσεις στα χωρικά έργα συγκριτικά με τα έργα που μελετούσαν την κατανόηση του χρόνου.Αυτό ήταν ένα σημαντικό εύρημα,ότι πρώτα κατακτάται η έννοια του χώρου και έπειτα η έννοια του χρόνου, η οποία αναπαριστάται επάνω σε αυτήν». Επίσης, όπως αναμενόταν όσον αφορά την επίδραση της γλώσσας, οι επιδόσεις των ελληνόφωνων παιδιών διαφοροποιήθηκαν σε σχέση με αυτές των αγγλόφωνων παιδιών.
«Βέβαια», τονίζει η ερευνήτρια,«υπήρξε και κάποια ασυμφωνία.Ενώ σύμφωνα με την υπόθεσή μας περιμέναμε ότι τα αγγλόφωνα παιδιά θα παρουσίαζαν μεγαλύτερη δυσκολία να διαφοροποιήσουν την απόσταση από τον χρόνο αυτό δεν επιβεβαιώθηκε». Αντίθετα με τους ενηλίκους, τα αγγλόφωνα παιδιά σημείωσαν υψηλότερες επιδόσεις στο τεστ της απόστασης με τα σαλιγκάρια, ενώ τα ελληνόφωνα παιδιά ήταν καλύτερα στα τεστ με τους χυμούς. Οπως εξηγούν η κυρία Φωτακοπούλου και ο κ. Καζασάντο, αυτό δείχνει ότι τα παιδιά δεν είχαν ακόμη «χτίσει» την έννοια του χρόνου επάνω στη γλώσσα τους.«Και αυτό»,καταλήγει η ερευνήτρια,«είναι ένα σημαντικό εύρημα και δείχνει ότι ακόμη και όταν δεν επαληθεύονται οι υποθέσεις σε μια έρευνα μπορεί κάποιος να οδηγηθεί σε σημαντικά συμπεράσματα».
ΟΜΠΑΜΑ VS ΜΠΟΥΣ
«Ακούγεται τρελό, όμως αυτά τα μικρά πράγματα μπορεί τελικά να έχουν σημασία»λέει ο κ. Καζασάντο.«Για αυτό με τους φοιτητές μου, σε μια μελέτη που ολοκληρώσαμε πρόσφαταθελήσαμε να δούμε αν πέρα από αυτά τα ερωτηματολόγια, πέρα από αυτά τα τεστ στο εργαστήριο, μπορούμε να βρούμε αντίστοιχες ενδείξεις στον πραγματικό κόσμο».O πραγματικός κόσμος τον οποίο επέλεξαν να μελετήσουν ήταν αυτός της πολιτικής, και συγκεκριμένα το πολιτικό σκηνικό των δύο τελευταίων προεδρικών εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες.«Η Ιστορία»,επισημαίνει ο ερευνητής, «μας πρόσφερε το τέλειο παράδειγμα, αφού υπήρχαν δύο δεξιόχειρες αντίπαλοι (Τζορτζ Μπους καιΤζον Κέρι) και δύο αριστερόχειρες (Μπαράκ ΟμπάμακαιΤζον Μακ Κέιν)».Οι ερευνητές μελέτησαν και συνέκριναν τις κινήσεις και τις χειρονομίες των προεδρικών υποψηφίων προκειμένου να δουν αν όταν μιλούσαν για θετικά πράγματα έτειναν να χρησιμοποιούν το κυρίαρχο χέρι τους, ενώ όταν μιλούσαν για αρνητικά απέφευγαν να το χρησιμοποιήσουν. Και αυτό ακριβώς διαπίστωσαν.«Εντοπίσαμε ακριβώς τα ίδια πρότυπακαι αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον», τονίζει ο κ. Καζασάντο,«γιατί συνήθως δεν προσέχουμε τις κινήσεις μας.
Αυτές όμως δίνουν πληροφορίες για τη διάθεσή μας απέναντι στα πράγματα, για το πώς βλέπουμε τα πράγματα για τα οποία μιλάμε· αν είμαστε θετικοί ή αρνητικοί απέναντί τους».