Ως πριν από λίγες ημέρες πολλά «κυνηγόσκυλα» σκανδαλοθηρικών ταμπλόιντ πίστευαν ότι το επόμενο κεφάλαιο στο θρίλερ της σχέσης του διάσημου ζευγαριού «Μπραντζελίνα», ήτοι του Μπραντ Πιτκαι τηςΑντζελίνα Τζολί, είχε ήδη γραφτεί και μάλιστα στοιχημάτιζαν ότι θα ήταν το τελευταίο. Πρέπει λοιπόν να απετέλεσε μεγάλη έκπληξη γι΄ αυτούς τους ρεπόρτερ το ότι οι πρωταγωνιστές του δράματος αποφάσισαν να ξεκαθαρίσουν το τοπίο ανακοινώνοντας ότι θα κινηθούν νομικά εναντίον εφημερίδας που ισχυρίστηκε ότι παίρνουν διαζύγιο.
Ο δικηγόρος τους δήλωσε ότι το έντυπο δημοσίευσε «ψέματα που προσβάλλουν την προσωπική τους ζωή» όταν αποκάλυψε ότι έχουν αποφασίσει να χωρίσουν και να μοιράσουν τα περιουσιακά στοιχεία τους, καθώς και ότι έχουν κάνει διακανονισμούς για την επιμέλεια των παιδιών.
Το κοινό όμως, που αρέσκεται να παρακολουθεί τις ζωές των διασήμων, πιστεύει περισσότερο τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ παρά τους ίδιους τους πρωταγωνιστές. Κυρίως γιατί πολλά τέτοια ζευγάρια, όπως η Σίντι Κρόφορντκαι ο Ρίτσαρντ Γκιρ, που είχαν κάνει μάλιστα και ολοσέλιδο στους «Τimes» δηλώνοντας πόσο σταθερός ήταν ο γάμος τους, ή ο Γκάι Ρίτσικαι η Μαντόνα, που έσκαγαν χαμόγελα ευτυχίας στις κάμερες στην πρεμιέρα της ταινίας «RocknRolla», ανακοίνωσαν ύστερα από λίγο καιρό τον χωρισμό τους.
Επιπλέον, ολόκληρη η ιστορία της Τζένιφερ Ανιστον, του Μπραντ και της Αντζελίνα εκπληρώνει τόσο πολλά κλασικά αφηγηματικά αρχέτυπα που είναι πολύ αυθεντική. Μοιάζει σαν ένα σύγχρονο ηθικοπλαστικό έργο αλλά σε μια ημι-βιβλική χολιγουντιανή εκδοχή, όπου οι πρωταγωνιστές έχουν καλύτερα δόντια και μαλλιά. Απλά φανταστείτε το σκηνοθετημένο από τον Μελ Γκίμπσον.
Αναλόγως, ο Μπραντ- του οποίου η αγάπη για τα σπορ και τις μπίρες τον καθιστά έναν, ας πούμε, «απλό άνθρωπο» της διπλανής πόρτας- υποκύπτει στον πόθο, που έχει πάρει τη μορφή της «Σειρήνας» Αντζελίνα. Κάπου κάπου θυμάται να κάνει και κάποιες καλές πράξεις, δωρεές και φιλανθρωπίες, αλλά το πραγματικό στοίχημα είναι αν θα κατορθώσει να λυτρωθεί παρακαλώντας την πρώην σύζυγό του, Τζένιφερ Ανιστον, να τον δεχθεί πίσω.
Υπάρχει ακόμη και ένα σημειολογικό σύστημα που κάνει παιχνίδι, το οποίο αποδεικνύεται πολύ πιο ακριβές απ΄ οποιαδήποτε διαρροή στον Τύπο ή δήλωση δικηγόρου. Το μακρύ ανάκατο μούσι του Μπραντ μιλάει καλύτερα από 1.000 λέξεις και φαίνεται να φωνάζει- όπως θα έλεγε και η Γκρέτα Γκάρμπο «Αφήστε με μόνο μου, στη σπηλιά μου!».
Στη συλλογική συνείδησή μας, ο σταρ τιμωρείται γιατί αντάλλαξε τη ζωή του συζύγου της πιο συμπαθητικής ηθοποιού της Αμερικής για να ζήσει τον έρωτα με μια καυτή, προκλητική σταρ με δερμάτινα παντελόνια και σαρκώδη χείλη. Τώρα που το πάθος «ξεφούσκωσε» ξέμεινε με μια γυναίκα της οποίας η εμμονή με την υιοθεσία παιδιών την έκανε βασικό στόχο περιπαικτικών σχολίων κωμικών, όπως ακούσαμε στην πρόσφατη τελετή απονομής των Χρυσών Σφαιρών.
Φυσικά όλα αυτά δεν είναι παρά υποθέσεις, οι οποίες παρά ταύτα δεν καταστρέφουν τον μύθο «Μπραντζελίνα». Στην πραγματικότητα, όσο καλύτερα χωράει σε ένα συγκεκριμένο αφηγηματικό πλαίσιο, τόσο πιο πιστευτός γίνεται. Εκτός από το κλασικό στερεότυπο της «καλής» (η γλυκιά ξανθιά Τζένιφερ) και της «κακιάς» (η δύο φορές χωρισμένη, με πολλά τατουάζ σέξι Αντζελίνα), υπάρχουν και διάφορα άλλα, όπως η δακρύβρεχτη ιστορία της 40χρονης, μόνης, άκληρης Τζένιφερ. Εχοντας μπει για τα καλά σε αυτόν τον ρόλο-κλισέ, η Ανιστον έκανε ακόμη και παραλληλισμούς μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας όταν σε κάποιες δηλώσεις της είπε ειρωνικά: «Αν κάποιος μού βρει μια ταινία με τίτλο “Παντοτινή αγάπη με έναν ενήλικο σταθερό άντρα” θα ήταν υπέροχο».
Η ιστορία του ζεύγους «Μπραντζελίνα» δεν διαθέτει απλά ζουμερές φήμες να μας κεντρίζουν το ενδιαφέρον, αλλά προκαλεί και την έμφυτη περιέργεια που έχουμε για τις ανθρώπινες σχέσεις. Ισως θα θέλαμε να δούμε και τις δικές μας ζωές μέσα σε ένα τέτοιο λαμπερό περιτύλιγμα. Το ζεύγος Τζολί- Πιτ είναι πολύ πιο πλούσιο και όμορφο από μας και ίσα που καταφέρνει να γίνει ένα αλληγορικό σύμβολο, ένας μικρός μύθος για τον 21ο αιώνα. Μπορούμε να καθίσουμε αναπαυτικά στην πολυθρόνα μας απέναντι από την τηλεόραση ή βυθισμένοι στην ανάγνωση περιοδικών, να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε τις λάγνες και διδακτικές ιστορίες αυτών των «κακόμοιρων πλουσίων». Και μάλιστα χωρίς το φορτίο της προσωπικής εμπάθειας.