Περισσότερα από 40 εκατομμύρια κινεζάκια έχουν στο δωμάτιό τους το πορτρέτο του Λανγκ Λανγκ, του 27χρονου κινέζου πιανίστα που καθήλωσε αυτή την εβδομάδα και τους Αθηναίους με τις εμφανίσεις του στο Μέγαρο Μουσικής. Για τα κινεζάκια ο Λανγκ Λανγκ είναι ένα είδος θετικού ήρωα, ένα πρότυπο, ίσως και η επιτομή της επιτυχίας. Σε μας η επιτομή της επιτυχίας μπορεί να είναι ο Λούκας (σκέτο), ο νικητής του πρόσφατου ριάλιτι «ΧFactor» (αν τον θυμάται κανείς), μπορεί να είναι η Πετρούλα (που σε λίγο κι αυτή δεν θα τη θυμάται κανείς) ή στην καλύτερη περίπτωση ο Σάκης Ρουβάς. Δεν έχω καμία αυταπάτη ότι οι δύο περιπτώσεις είναι συγκρίσιμες. Ούτε προσβλέπω στη λειτουργία «θετικών ηρώων» σε κοινωνίες σαν τη δική μας, δηλαδή σε μια δυτική κοινωνία όπου η κατανάλωση ως ηθική πλέον συμπεριφορά θυσιάζει την αξία και τη διάρκειά της στο εφήμερο.
Ο Λανγκ Λανγκ, θετικός ήρωας-πρότυπο στην Κίνα, ταιριάζει με τις κοινωνικές συνθήκες αυτού του τεράστιου κράτους που μόλις ανακαλύπτει τις… χαρές του καπιταλισμού. Πάντοτε στα κράτη που συγκροτήθηκαν επί τη βάσει των κομμουνιστικών μοντέλων οι ήρωες ήταν οι αθλητές, οι χορευτές, οι τραγουδιστές της όπερας, αυτοί που αποτελούσαν την υπερηφάνεια της χώρας και ταυτόχρονα δημιουργούσαν ελπίδες, καλλιεργούσαν τις προσδοκίες για φυγή από το ασφυκτικό περιβάλλον των περίκλειστων κρατών. Δεν με ενοχλεί λοιπόν που στις δικές μας κοινωνίες δεν υπάρχουν θετικοί ήρωες ή πρότυπα με διάρκεια. Ή, για να είμαι πιο δίκαιος, δεν υπάρχουν θετικοί ήρωες που να αποθεώνονται από τα μέσα ενημέρωσης. Εκείνο που με ενοχλεί είναι η άνευ όρων παράδοση στο λαϊφστάιλ, στην κρεατομηχανή των ηρώων της στιγμής, εκεί όπου η παραγωγή του πολτού είναι τόσο πηχτή που κάνει αόρατα το όρια μεταξύ της αξίας και της μη αξίας.
Καταλαβαίνω ότι αυτοί οι πλαστικοί ήρωες είναι αναγκαίοι και απαραίτητοι σε ένα είδος τηλεοπτικών προγραμμάτων που είναι γνωστά ως «-άδικα». Στον σχεδιασμό αυτών των εκπομπών τα πρόσωπα πρέπει να έρχονται και να παρέρχονται, να μένουν λίγο στον αφρό (όχι πάντως αφρό σαμπάνιας) και να σκάνε μαζί του σαν μπουρμπουλήθρες. Οταν όμως αυτός ο αφρός γίνεται εθνική πολιτική, όπως συμβαίνει τώρα με τη Εurovision, το θέμα δεν είναι απλώς ενοχλητικό, είναι και επικίνδυνο. Αυτή η κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού για έναν ποπ διαγωνισμό τραγουδιού, κατά τα άλλα διασκεδαστικό και ευχάριστο σαν τηλεοπτικό θέαμα- άλλωστε για την τηλεόραση φτιάχτηκε-, δείχνει μια όψη του κυνισμού που χαρακτηρίζει σήμερα την ελληνική (πολιτική) ζωή. Κάτω από τον κυνισμό αυτόν όλα είναι ισοπεδωμένα. Ολα ίσης αξίας και χωρίς ιεραρχήσεις.