Από τα εκπαιδευτικά βίντεο και τα δραματοποιημένα ντοκιμαντέρ στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία ανεξάρτητης παραγωγής και από τα γκρίζα χρώματα της δικής της εφηβείας στην πόλη στις χρωματικές αντιθέσεις και στις αντιφάσεις της επαρχίας που «όλοι κουβαλάμε μέσα μας», πασπαλισμένης με μπόλικη δόση γέλιου και «αλμοδοβαρικής» τρέλας. Στο… φως της σκοτεινής αίθουσας τα όνειρα και η αγωνία των κοριτσιών για την «πρώτη φορά» ­ «αυτή για την οποία κανένας δεν θέλει να μιλήσει» ­ αλλά και οι ανασφάλειες των εφήβων λίγο πριν από την ενηλικίωση. Η δουλειά της 36χρονης Ολγας Μαλέα προβάλλεται αυτή την εβδομάδα στους κινηματογράφους, με μια φήμη που προηγήθηκε και έναν τίτλο εκκεντρικό που εξάπτει εδώ και αρκετό καιρό τη φαντασία του κοινού: «Ο οργασμός της αγελάδας»



«Εψαχνα για τον χώρο ενός σφαγείου στο πλαίσιο ενός εκπαιδευτικού βίντεο για τον μυκηναϊκό πολιτισμό. Ενας… σπερματοχύτης στον Ασπρόπυργο προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει: «Θα σας τον δείξω σε λίγο γιατί τώρα οργά η αγελάδα και γίνεται χαμός! Ο οργασμός της, βλέπετε, είναι… αποκαλυπτικός και πολύτιμος. Μόνο τότε μπορεί να την πλησιάσει κανείς για να τη γονιμοποιήσει». Σκεφτόμουν το περιστατικό επί μέρες και με έπιαναν τα γέλια. Ηθελα να διοχετεύσω κάπου τη ζωντάνια που μου προκαλούσε. Ωσπου μια μέρα ξύπνησα με μια ξεκάθαρη έμπνευση: ο οργασμός της αγελάδας θα γινόταν μια ταινία για τα κορίτσια που μεγαλώνουν και για τα ροζ όνειρά τους…».


Η «πρώτη φορά» των κοριτσιών συνάντησε την παρθενική δουλειά της σκηνοθέτιδας Ολγας Μαλέα στον χώρο των ταινιών μεγάλου μήκους. Η μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση έδωσε τις συντεταγμένες του χρόνου και ο οργασμός της αγελάδας το πηδάλιο «ακόμη και στη διανομή» ­ ή, καλύτερα, στην επιλογή ανάμεσα στις 300 κοπέλες που έθεσαν υποψηφιότητα για τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους: την Αθανασία και τη Χριστίνα. «Δεν έψαχνα για ένα συγκεκριμένο στυλ, ήθελα απλώς να δένει η μία με την άλλη. Κάτι όχι και τόσο εύκολο αφού αποτελούσαν στην ουσία δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ρομαντική η πρώτη, πιο γήινη και σέξι η δεύτερη. Είχαμε όμως συμφωνήσει από την αρχή με τον Παναγιώτη Παπαχατζή, έναν από τους δύο παραγωγούς της ταινίας, ότι τα γυρίσματα θα ξεκινούσαν μόνο όταν θα βρίσκαμε τις κατάλληλες».


Θα τις συναντήσουν σε δύο νεανικά πρόσωπα, «άφθαρτα» ακόμη στον χώρο: την Ειρήνη Μπαλτά και τη Ναταλία Στυλιανού. Και μαζί, μεταξύ άλλων, με την Ελένη Γερασιμίδου, τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη, την Υρώ Μανέ και τον Μιχάλη Μητρούση θα ξεκινήσουν για την ύπαιθρο. Τα σφαγεία του Ασπροπύργου θα δώσουν τη θέση τους σε αυτά του κάμπου. «Ονειρευόμουν να γυρίσω μια ταινία χωρίς θάλασσα, γι’ αυτό αναζήτησα μια καθαρά αγροτική περιοχή, γεμάτη χωράφια και πολλές αγελάδες. Και έτσι βρήκα τη Θεσσαλία». Το σενάριο γράφτηκε από την ίδια και τον Απόστολο Αλεξόπουλο και τα γυρίσματα άρχισαν την άνοιξη του 1996. «Ηθελα η ταινία να έχει φως, πολύ φως και χρώματα έντονα. Να μην υπάρχουν γκρίζα και σκιές, μόνο έντονες αντιθέσεις». Στο σελιλόιντ αποτυπώθηκαν σπίτια παραδοσιακά με βεραμάν και τριανταφυλλί τοίχους, χλιδάτες καφετέριες, αυτοσχέδιες ροκ σκηνές μέσα σε στάβλους και ατέλειωτα λιβάδια. «Το κιτς του περιβάλλοντος χώρου έπρεπε να αντικατοπτρίζει το κιτς των κοριτσιών, τα κιτς όνειρά τους σε στυλ φωτορομάντζου. Δεν έχει σημασία αν οι κοπέλες αυτές ζουν σε μια επαρχιακή κωμόπολη. Τα ταμπού και οι μύθοι για την «πρώτη φορά» είναι κοινά ­ και στις πόλεις και στους κάμπους…».


Ο μίτος ξετυλίγεται με τη… βοήθεια της αγελάδας. «Τη βλέπω σαν ένα νέο σύμβολο του σεξ. Μέσα στην ασχήμια και τον όγκο της τη θεωρώ περισσότερο ερωτική από τις κοντές φούστες και τις «γλάστρες» που κατακλύζουν τη μικρή οθόνη και τα όνειρά μας. Φαντασίωση ίσως. Ο καλύτερος τρόπος όμως για να αντιμετωπίσεις τις φαντασιώσεις είναι να τις ζήσεις». Λίγο προτού τελειώσουν το σχολείο οι δύο φίλες γίνονται θεατές του οργασμού μιας αγελάδας. Η εμπειρία είναι αποκαλυπτική και αποφασίζουν να γίνουν πιο τολμηρές και να αντιμετωπίσουν την υποκρισία του περιβάλλοντός τους. «Να αντιμετωπίσουν τους γονείς που προσπαθούν να τους επιβάλουν τα δικά τους «θέλω», να σχεδιάσουν το μέλλον τους… αλλά και να πάρουν τον εαυτό τους στα σοβαρά. Γι’ αυτό και το τέλος ήθελα να είναι αισιόδοξο, να βγαίνουν καλύτερες από όλες αυτές τις περιπέτειες».


Περιπέτειες με «αρχή, μέση και τέλος» που ισορροπούν ανάμεσα στην τραγωδία και στην κωμωδία αγγίζοντας συχνά τα άκρα. «Στόχος μου ήταν να φτιάξω μια ταινία για να επικοινωνήσω με τους άλλους και όχι μόνο για να εκφραστώ. Γι’ αυτό και σεβάστηκα τους κανόνες του «παιχνιδιού», που ταυτίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση με τους κανόνες της αγοράς. Γράψαμε ένα σενάριο με πλοκή, ανατροπές και κρίσιμες καμπές… Εχω βαρεθεί πια τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς και τη συμβολική γλώσσα». Οσο για το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου: «Η ταινία θεωρήθηκε προκλητική. Προβληματίστηκαν αρκετά. Τελικά αποφάσισαν εκ των υστέρων να μας δώσουν 10 εκατ. δρχ. και τώρα περιμένουν από μία ακόμη ανεξάρτητη παραγωγή να κόψει εισιτήρια… μια και όλες οι επιλογές του Κέντρου γυρίζουν προκλητικά την πλάτη τους στην αγορά εν ονόματι της τέχνης… Τέλος πάντων, ας τα αφήσουμε αυτά… δεν πειράζει. Υπάρχει όμως και κάτι που με στενοχωρεί… Θα ήθελα να είχα προλάβει το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Θα ήταν κατ’ αρχάς μια πρόταση διαφορετική στο φετινό φεστιβάλ· άλλωστε μια παρουσία εκεί βοηθάει όλες τις ανεξάρτητες παραγωγές».