Ο συγγραφέας – έντομο


Κάποιο ζεστό καλοκαίρι, πριν από δέκα χρόνια, ο Μπρυκνέρ μαζί με ένα φίλο του κάθονταν σε ένα καφέ και θαύμαζαν τις νεαρές γυναίκες που περνούσαν επιδεικνύοντας αδιάφορα την ομορφιά τους. «Είναι ανυπόφορο το ότι υπάρχουν τόσα όμορφα κορίτσια που δεν θα αποκτήσουμε ποτέ» παρατήρησε ο φίλος του. Και ο Μπρυκνέρ τού απάντησε γελώντας: «Θα έπρεπε να τις κλείσουμε όλες μέσα». Η σκέψη του αυτή είχε μόλις γεννήσει την ιδέα του νέου μυθιστορήματός του «Οι κλέφτες της ομορφιάς».


Πρόκειται για ένα διαστροφικό, αιρετικό μυθιστόρημα όπου ο συγγραφέας ασκείται με μαεστρία πάνω στο θέμα της ομορφιάς έχοντας ως πυξίδα μερικούς στίχους του Αρθούρου Ρεμπό από το «Μια εποχή στην Κόλαση»: «Ενα βράδυ κάθισα την ομορφιά/στα γόνατά μου. / Και τη βρήκα πικρή. Και την έβρισα». Οι στίχοι αυτοί αποτελούν την προμετωπίδα του βιβλίου.


Η ομορφιά συνιστά a priori έγκλημα. Ολα τα εκπάγλου κάλλους πλάσματα που επιβάλλουν εν αγνοία τους, σχεδόν φασιστικά, το επικίνδυνο θέαμα της τελειότητάς τους πρέπει να τιμωρούνται. Η ένοχη ομορφιά προσβάλλει τη θλιβερή ασημαντότητα της αθώας ασχήμιας. «Δεν είναι καλό να αναμετριέσαι με την ομορφιά: πρέπει να την εξουδετερώσεις, αλλιώς σε αλέθει» γράφει ο Μπρυκνέρ στο βιβλίο του. Με μια μονοκονδυλιά αφορίζει ό,τι τον σαγηνεύει και τον καθυποτάσσει. Σημαδεύει και πυροβολεί την αμαρτία του κάλλους υποκλινόμενος ταυτόχρονα μπροστά στο θαύμα της. «Η ομορφιά σε μια δημοκρατική κοινωνία σαν τη δική μας, όπου υποτίθεται πως όλοι έχουμε από τη γέννησή μας τις ίδιες ευκαιρίες, είναι θεμελιακή αδικία» διατείνεται ο Μπρυκνέρ, «υπερασπιζόμενος» το αμάρτημα των ηρώων του που φυλακίζουν την ομορφιά και τη μαραίνουν «έτσι όπως ξεραίνουμε ένα λουλούδι ανάμεσα στις σελίδες ενός βοτανολογίου».



«Οι κλέφτες της ομορφιάς» είναι ένα έργο αγωνιώδες, με λυρικούς τόνους και αστυνομική πλοκή, που συγγενεύει, ως προς την αγριότητα, με τα «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα», βιβλίο που τον καθιέρωσε στην Ευρώπη και στη χώρα μας ­ η Αμερική έκλεισε σεμνότυφα τα μάτια μπροστά στην ωμότητα της σαδομαζοχιστικής πραγματικότητάς του. Δεν μπόρεσε προφανώς να «διαγνώσει» ότι ο συγγραφέας έμμεσα αποκηρύσσει τη λαγνεία της διαστροφής.


Η ιστορία εξελίσσεται μέσα από την παράξενη εξομολόγηση του αινιγματικού Μπενζαμέν, ενός 37χρονου άνδρα που έχει καλυμμένο το πρόσωπό του με μια πάνινη μάσκα, ενώπιον της Ματίλντ, μιας γοητευτικής νέας ψυχιάτρου στο νοσοκομείο «Οτέλ Ντιέ» ­ το στοιχείο αυτό παραπέμπει επίσης στα «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα». Είναι Δεκαπενταύγουστος σε ένα άδειο Παρίσι. Το μυστήριο της αφήγησης του Μπενζαμέν μαγνητίζει τη Ματίλντ που προσπαθεί απεγνωσμένα να λυτρωθεί από τον βασανιστικό πόθο για τον εραστή της, που λείπει. Ο Μπενζαμέν, συγγραφέας ο ίδιος που συνθέτει τα βιβλία του κλέβοντας φράσεις από κλασικούς συγγραφείς, εξιστορεί με τρόπο υποβλητικό την περιπέτεια με τη σύντροφό του Ελέν, μια περιπέτεια που μοιάζει εξωπραγματική: μια χιονοθύελλα στα γαλλοελβετικά σύνορα τους αναγκάζει να ζητήσουν καταφύγιο σε μια αγρέπαυλη στα όρη Ιούρα όπου ζει ένα αλλόκοτο τρίο: ένας ευγενής, εστέτ, πλούσιος δικηγόρος, ο Ζερόμ, η σύζυγός του, μια δηλητηριώδης ματρόνα, η Φραντσέσκα, και ο υπηρέτης τους, ένας ιδιόρρυθμος νάνος, ο Ρεϊμόν. Μέσα σε λίγες ώρες ο παράδεισος του φιλόξενου καταφυγίου μετατρέπεται σε φυλακή και οι ευεργέτες σε μυστηριώδεις, επικίνδυνους δήμιους.


Η αφήγηση κυλά σε έντονους ρυθμούς ­ η δεινότητα του Μπρυκνέρ είναι αδιαμφισβήτητη όσο και η ευρηματικότητα και η φαντασία του. Η εξέλιξη της ιστορίας κινείται στον χώρο του μυστηρίου και, όπως είπαμε, αποκτά αστυνομική πλοκή. Το περίεργο τρίο αποδεικνύεται παράφρονες εγκληματίες που απάγουν και φυλακίζουν όμορφες νέες γυναίκες ώσπου η ομορφιά τους να μαραθεί στο σκοτεινό υπόγειο της έπαυλης, μια φρικιαστικά οργανωμένη φυλακή. Ο Μπενζαμέν θα μπλέξει σε ένα παράνομο, παράτολμο παιχνίδι, που υπερβαίνει τα όρια της δειλής, ασθενικής φύσης του ­ «δεν είχα αντιμετωπίσει ποτέ μου άλλον κίνδυνο πέρα από τον κίνδυνο να ζω, που αρκούσε να με τρομοκρατήσει» εξομολογείται στην ψυχίατρο ­, προκειμένου να σώσει την αγαπημένη του Ελέν, που με τη σειρά της ορίζει, μέσα από ένα μυστικό, την τύχη του Μπενζαμέν.


Οτιδήποτε το ακραίο, το υπερβαίνον τα όρια προκαλεί τον Μπρυκνέρ διττά: αφενός προξενεί την «οργισμένη» φιλοσοφική αντίδρασή του, αφετέρου τον ερεθίζει ως μυθιστοριογράφο. Οταν γράφει για τον έρωτα, προτιμά τις υψηλές μοιραίες οκτάβες του πάθους που καταλήγουν στην αμοιβαία εξόντωση. Οταν διερευνά την ανθρώπινη φύση, ενσκήπτει στην ερεβώδη πλευρά της και την απογυμνώνει ώσπου να αποκαλύψει τη στυφή γεύση του πυρήνα της. Ο Μπρυκνέρ μοιάζει να στέκεται ο ίδιος στο σκοτάδι και να γελά σαρδόνια με τη φάρσα που σκαρώνει στους ήρωές του. Σαν να εξιλεώνεται μέσα από αυτούς για τη δική του ενοχή: «Το να γράψω εναντίον της ομορφιάς είναι ένας τρόπος να στραφώ ενάντια στον ίδιο μου τον εαυτό γιατί είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στις ωραίες γυναίκες» ομολογεί.


Για τον Μπρυκνέρ το παράδοξο και ανήθικο έχει την ισχύ του νόμιμου και ηθικού. Το φανταστικό στοιχείο της αλληγορικής παραβολής εμπλέκεται με την ανομολόγητη αλήθεια και ανατρέπει την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων. Κάθε ηθικός νόμος αντιστρέφεται και καταρρίπτεται ως αξίωμα για να δημιουργήσει άλλον καινούργιο: η ομορφιά είναι έγκλημα. Η κατεστημένη αξία της προκαλεί μανία καταστροφής. Η ιστορία είναι βίαιη, όπως και οι ήρωες: ο αδύναμος Μπενζαμέν, η όμορφη δυνατή Ελέν, η ευαίσθητη Ματίλντ, ο Ζερόμ, ο πάλαι ποτέ γοητευτικός Δον Ζουάν, η αδίστακτη Φραντσέσκα, ο Ρεϊμόν, ο καταπιεσμένος αδίστακτος νάνος, έρχονται αντιμέτωποι με την ίδια τους τη φύση, με τους πιο ανικανοποίητους πόθους τους, με τη διαστροφική σεξουαλικότητά τους. Και κυρίως με τον ανελέητο χρόνο και την αδυναμία τους να συμβιβασθούν με τη φθορά που αφήνει το πέρασμά του. Η ομορφιά είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη νεότητα. Στον Μπρυκνέρ αρέσει να ενοχλεί τους ανθρώπους. Είναι, όπως και ο Σωκράτης, «ένα ενοχλητικό έντομο στις πλάτες του κόσμου», όπως διατείνεται ο ίδιος.


Κοσμοπολίτης εκ φύσεως και θέσεως, ο 49χρονος σήμερα Πασκάλ Μπρυκνέρ γεννήθηκε στην Αυστρία από πατέρα Γερμανό και μητέρα Ισπανίδα. Μεγάλωσε στη Λυών και σε ηλικία 16 ετών εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη και έκανε το διδακτορικό του υπό τον Ρολάν Μπαρτ. Είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, καθηγητής Λογοτεχνίας και Πολιτικών Επιστημών στην Αμερική και επιφυλλιδογράφος στον «Nouvel Observateur».


Στην πραγματική του ζωή, έξω από τον κόσμο των βιβλίων του, ο Μπρυκνέρ ταξιδεύει. Εχει αδυναμία στην Αμερική και στην Ασία, προτιμά ωστόσο τον απέραντο κόσμο του μικρού διαμερίσματός του στο Παρίσι, τα βιβλία, τη μουσική, το πιάνο του και την παρέα του μονογενούς υιού του. Αν και έγινε συγγραφέας επειδή ήθελε να είναι ελεύθερος, «από οκνηρία» αλλά και από την «αφελή» αισιοδοξία για μετά θάνατον επιβίωση, κατάφερε με κάθε βιβλίο του να ξεσηκώνει θύελλες. Εκείνος, ωστόσο, διατηρεί την ηρεμία του «παρατηρώντας προσεκτικά γύρω του». Οσο για τις ιστορίες που γράφει, «κανένας δεν τις διαλέγει ατιμωρητί», λέει.


Η ατμόσφαιρα και το ύφος του βιβλίου μεταφέρονται από τη μεταφράστρια αναλλοίωτα στη γλώσσα μας. Τη ροή του λόγου διακόπτουν όμως αδόκιμες λέξεις όπως χιονοσωρός (σελ. 11), ντικταφόν (σελ. 13), αϋπνικό (σπουργίτι) (σελ. 34), θανατότοπος (σελ. 276) κ.ά.