Σήμερα που τα έντυπα βρίθουν συνεντεύξεων επιφανών, πάσης φύσεως και διαμετρήματος, δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι αυτή η κοινόχρηστη λέξη προσέλαβε τη συγκεκριμένη σημασία της συνομιλίας μιας προσωπικότητας μετά δημοσιογράφου και πλάστηκαν τα παράγωγά της ­ συνεντευξιάζω, συνεντευξιούμενος, συνεντευξιολόγος ­ μόλις την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα από τις στήλες της εφημερίδας «Ακρόπολις». Τότε, μάλιστα, σύμφωνα με τον «πολυαναγνώστη» Στέφανο Κουμανούδη, προτάθηκε και το φραγκελληνικού τύπου ρήμα ιντερβιουαρίζω, το οποίο στη συνέχεια ευτυχώς περιέπεσε σε αχρηστία.


Το 1893 ο Δημήτριος Χατζόπουλος, επονομαζόμενος και Μποέμ, παίρνει τις πρώτες συνεντεύξεις συγγραφέων, που προκαλούν θόρυβο, όπως μερικές από αυτές δημοσιεύονται πρωτοσέλιδο στην καθημερινή εικονογραφημένη εφημερίδα «Το Αστυ». Ωστόσο ο Χατζόπουλος κάνει λόγο για συνδιαλέξεις, αποφεύγοντας τον νεόκοπο τότε όρο συνέντευξη. Μια εικοσαετία παρέρχεται και, κατά πώς δείχνουν τα έντυπα της εποχής, η «συνεντευξομανία» εξαπλούται. Ανοιξη 1924, ένας άλλος δημοσιογράφος, και αυτός μόλις 23ετής, ο Κωστής Μπαστιάς, φύση παρομοίως ανήσυχη, ξεκινά σειρά συνεντεύξεων στην πρωινή εφημερίδα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου «Δημοκρατία», πολιτικού κυρίως ενδιαφέροντος. Ενώ, στην ίδια εφημερίδα, λίγο αργότερα (φθινόπωρο 1926), ο συνομήλικός του Πέτρος Χάρης εγκαινιάζει μια πρώτη σειρά συνομιλιών με έλληνες λογοτέχνες.


Το ιδιάζον χαρακτηριστικό του Μπαστιά, αυτό που τον προσδιορίζει σε ολόκληρο τον βίο του, είναι η ταυτόχρονη απασχόλησή του με πολλά, και μάλιστα επιτυχώς. Πρώτιστα δημοσιογραφεί και δη από την εφηβεία του στη γενέθλια νήσο Σύρο. Προσλαμβάνεται σε μια εφημερίδα ως συντάκτης κάποτε και ως φιλολογικός συνεργάτης και ώσπου να εγκαταλείψει το συγκεκριμένο έντυπο έχει εξαπλωθεί σε όλες τις υπάρχουσες στήλες: άρθρα, χρονογραφήματα, ανταποκρίσεις, κριτική βιβλίου και θεάτρου ως τη δημοσίευση διηγημάτων ή και μυθιστορημάτων σε συνέχειες. Χωρίς αυτή η δραστηριότητα να αποκλείει συνεργασίες, την ίδια περίοδο, με άλλες εφημερίδες ή και περιοδικά.


Ωστόσο το φόρτε του Μπαστιά, που θα πρέπει να ήταν χαρισματικός στην προσέγγιση ανθρώπων, στάθηκαν ανέκαθεν οι συνεντεύξεις. Ποτέ σκόρπιες, πάντα με τη μορφή συστηματικής έρευνας επί συγκεκριμένου θέματος. Αλλωστε, ο Μπαστιάς, σε όλες τις στήλες που κρατούσε, έδινε ενοποιητικό τίτλο και αντίστοιχο χαρακτήρα. Πρώτη έρευνα, «Τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής ζωής», φθινόπωρο 1926, στη βενιζελική εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» του Καβαφάκη. Συνολικά, 33 συνεντεύξεις με πολιτικούς άνδρες και πνευματικούς ανθρώπους. Ακολουθούν οι «Φιλολογικοί περίπατοι», από 23.10.1930 ως 23.9.1932, στο περιοδικό «Εβδομάς» του συνομηλίκου του, μικρασιάτη συγγραφέα, Απόστολου Βασιλειάδη, γνωστού με το ψευδώνυμο Ντόλης Νίκβας.


Παράλληλα, στις αρχές του 1932, δημοσιεύει έρευνα για τη «Νόσο του αιώνος» στην «Πρωία» των αδελφών Πεσματζόγλου. Επονται και άλλες σειρές συνεντεύξεων στα ποικίλα έντυπα με τα οποία ο Μπαστιάς κατά καιρούς συνεργάστηκε. Μεταξύ αυτών και η «Ηχώ της Ελλάδος», η βραχύβια εφημερίδα που εκδίδει ο ίδιος το 1935. Μάλιστα από τις ελάχιστες σειρές συνεντεύξεων του Μεσοπολέμου που πήραν τη μορφή βιβλίου είναι η «Μεγάλη έρευνα μεταξύ των λογίων», που πραγματοποίησε ο Λουκάς Δαράκης για την εφημερίδα του Μπαστιά, απευθυνόμενος σε 34 προσωπικότητες (Εκδόσεις Φιλιππότη, 1987).


Συνεντεύξεις, συνομιλίες ή και φιλολογικοί περίπατοι που ενίοτε καταλήγουν και σε φιλολογικά ταξίδια. Παρατηρούμε ότι ο Μπαστιάς κυριολεκτεί στον τίτλο που κάθε φορά χρησιμοποιεί. Στις συνεντεύξεις θέτει ερωτήματα, στις συνομιλίες συμμετέχει συνδιαλεγόμενος, όσο για τους φιλολογικούς περιπάτους, πιθανώς, αν η «Εβδομάς» δεν ήταν ένα λαϊκό περιοδικό, να τους αποκαλούσε και περιδιαβάσεις, με τη διττή σημασία της λέξης. Συχνά πρόκειται για περιπατητικούς διαλόγους, ενώ σχεδόν πάντα αποπειράται, επί τροχάδην μεν, ωστόσο κατατοπιστική, θεώρηση του έργου του συνεντευξιαζομένου.


Για παράδειγμα, με τον ογδοηκονταετή Δημητράκη Καμπούρογλου, τον, εκτός πλείστων άλλων, και ιστοριοδίφη της πόλης των Αθηνών, πηγαίνει με τα πόδια από το Πέραμα στον Πειραιά. Μόνο μια τόσο μακριά διαδρομή θα επέτρεπε στον Καμπούρογλου να αναπτύξει τη θεωρία του περί του αμετάφραστου των κλασικών κειμένων, καθώς οι στίχοι του Αισχύλου «δεν είναι νοήματα μόνον αλλά και μουσική». Και στη συνέχεια να κρίνει με αυστηρότητα την «τακτική του θορύβου» του «Νουμά» που εζημίωσε παρά ωφέλησε το γλωσσικό ζήτημα. Θέση στην οποία φαίνεται να συμφωνούν γενικότερα οι λόγιοι της εποχής.



Αντιθέτως, με τον Γρυπάρη ο Μπαστιάς γράφει ένα φιλολογικό ταξίδι στην ποίησή του, παρακολουθώντας και τον διάπλου του ποιητή από την καθαρεύουσα στον δημοτικισμό. Γιατί ο Γρυπάρης αρνείται τις συνεντεύξεις· «… οι επιγραμματικές κρίσεις που φιγουράρουν στις συνεντεύξεις έχουν όλες το στοιχείο ενός βίαιου και αυθαίρετου χαρακτηρισμού… Υπάρχουν στη γλώσσα μας επίθετα που τα χρησιμοποιούν με αφάνταστη ευκολία για να χαρακτηρίσουν πρόσωπα και φαινόμενα…».


Παρατήρηση που ισχύει και σήμερα, ίσως μάλιστα πολύ περισσότερο από τότε. Είναι εντυπωσιακό πόσες απόψεις αλιεύει κανείς στους «φιλολογικούς περιπάτους» που εκφράζουν και τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα παρά τα 70 χρόνια που πέρασαν και τις κοσμογονικές αλλαγές που συντελέστηκαν. Επί παραδείγματι, ο 60ετής και πάντα γοητευτικός Μαλακάσης, ένα απόγευμα στην Κηφισιά, αναπτύσσει τη θεωρία του: «Σ’ αυτόν τον τόπο δεν κατοικούν άνθρωποι, αλλά θεοί… Προσέξατε ποτέ τον τόνον με τον οποίον μιλούν οι Ελληνες, η κριτική διάθεση που έχουν… η αναισθησία… έναντι των μεγάλων περιπετειών τους είναι αρετές που μόνο οι θεοί μπορούν να έχουν…».


Εν τούτοις οι «φιλολογικοί περίπατοι» δίνουν προπάντων την ατμόσφαιρα της εποχής που ένα άρθρο ή μια μελέτη αδυνατεί να συλλάβει. Αρχές 1930, εποχή μεταπολεμική, που όλοι θεωρούν μεταβατική και συμφωνούν πως δεν είναι κατάλληλη για μεγάλα έργα. Δευτερευόντως, οι συνομιλίες αναδεικνύουν και ορισμένα θέματα που τότε φαίνεται πως απασχολούσαν σοβαρά, ενώ σήμερα έχουν ολότελα λησμονηθεί. Οπως, λ.χ., η επιλογή του λατινικού αλφαβήτου στην ελληνική γλώσσα.


Οι «φιλολογικοί περίπατοι» είναι ένας κύκλος 90 συνομιλιών με 80 προσωπικότητες. Στο βιβλίο επιλέγονται οι συνομιλίες με 37 συγγραφείς, που κρίνεται ότι αποτελούν μια πρώτη ενδιαφέρουσα ενότητα. Σε αυτές προστίθεται μια μεταγενέστερη με τον Εμπειρίκο, δημοσιευμένη στην εφημερίδα «Η Καθημερινή», στις 30.3.1936. Την εισαγωγή και την επιμέλεια αναλαμβάνει ο Α. Ζήρας, που πρόλαβε να γνωρίσει και να συνεργαστεί με τον Μπαστιά στο περιοδικό «Αλφα», την τελευταία εκδοτική του περιπέτεια, την τετραετία 1964-1968. Ο Α. Ζήρας κάνει λόγο για τον «εντυπωσιακά απροσχεδίαστο τρόπο» με τον οποίο ο Μπαστιάς βρίσκει τα πρόσωπα και στήνει τη συζήτηση. Απροσχεδίαστο ή μήπως ο τρόπος του ήδη έμπειρου δημοσιογράφου;


Παρ’ όλο που εκ πρώτης όψεως οι περίπατοι φαίνονται απρογραμμάτιστοι, πρόκειται για σαφώς δομημένα κείμενα. Υπάρχει η γλαφυρή εισαγωγή που δείχνει τις αφηγηματικές ικανότητες του Μπαστιά, στην οποία σκιαγραφεί το πρόσωπο και εκφράζει γνώμη για το έργο του συνομιλητή του. Στη συνέχεια, με ερωτήσεις, που ποικίλλουν ανάλογα με τον βαθμό οικειότητας, οδηγεί τη συζήτηση. Ο συνεντευξιαζόμενος μιλάει για τον εαυτό του και το έργο του, κάποτε ξανοίγεται και σε μελλοντικά σχέδια. Προς το τέλος του ζητείται η άποψή του για τη λογοτεχνική ζωή, τους παλαιοτέρους και τους αξιόλογους νέους.


Ούτε η επιλογή των προσώπων φαίνεται τόσο απροσχεδίαστη. Στον περίπατο, λ.χ., με τον Τέλλο Αγρα γράφει: «Η γνωριμία μου με τον Τέλλο Αγρα είναι πολύ παλαιά… Οταν αποφάσισα να γράψω τους «Φιλολογικούς περιπάτους», τον σκέφθηκα πρώτον ανάμεσα στους νέους…». Ακριβώς, φροντίζει να καλύψει ολόκληρο το φάσμα ώστε να φανερωθεί το πνευματικό κλίμα του Μεσοπολέμου· συγγένειες και συμπάθειες, ενίοτε και εμπάθειες, περισσότερο ή λιγότερο εμφανείς.


Συμπεριλαμβάνονται ποιητές όλων των τάσεων, πεζογράφοι και κριτικοί της λογοτεχνίας, διαφορετικών ηλικιών και νοοτροπίας. Γέροντες (ο πρεσβύτερος όλων Αλέξ. Μωραϊτίδης, Δημ. Καμπούρογλου, Γ. Δροσίνης), δυναμικοί εξηντάρηδες (Π. Νιρβάνας, Γρ. Ξενόπουλος, Ι. Γρυπάρης, Μ. Μαλακάσης), ακμαίοι μεσήλικοι (Ηλ. Βουτιερίδης, Αποστ. Μαμμέλης, Ζαχ. Παπαντωνίου, Λ. Πορφύρας, Ν. Καρβούνης, Απ. Μελαχροινός, Σωτ. Σκίπης, Γαλάτεια Καζαντζάκη), σαραντάρηδες με πυγμή (Αρ. Καμπάνης, Διον. Κόκκινος, Αγγ. Σικελιανός, Κ. Βάρναλης, Ρ. Γκόλφης, Ν. Λαπαθιώτης, Ρ. Φιλύρας, Στ. Μυριβήλης, Φώτος Πολίτης, Κ. Ουράνης) και οι ομήλικοι νέοι (Γ. Σκαρίμπας, Ηρ. Αποστολίδης, Λέων Κουκούλας, Π. Πικρός, Φ. Κόντογλου, Πάνος Ταγκόπουλος, Αλκης Θρύλος, Ν. Χάγερ-Μπουφίδης, Μ. Κανελλής, Τ. Αγρας, Α. Εμπειρίκος, Π. Χάρης, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος).


Παρατηρούμε ότι απουσιάζει ο Παλαμάς και από τους νέους ο Θεοτοκάς. Θα παρουσίαζε ενδιαφέρον οι «Φιλολογικοί περίπατοι» να διαβαστούν εν παραλλήλω με τις συνομιλίες με λογίους του Π. Χάρη ή τη σειρά συνεντεύξεων με νέους του Κ. Καλαντζή στην εφημερίδα «Η Ημέρα», που δημοσιεύονται την ίδια εποχή. Σπανίως σήμερα οι ερευνητές ανατρέχουν σε παρελθοντικές συνεντεύξεις, πιθανώς και γιατί απαξιούν τους δημοσιογράφους. Ωστόσο, μια συνέντευξη συχνά φωτίζει πληρέστερα ένα πρόσωπο, προσφέροντας πρόσθετα γραμματολογικά στοιχεία. Οπως, λ.χ., οι πληροφορίες για τις ιδεολογικές αποκλίσεις του Στ. Μυριβήλη, που ανατρέπουν τις απόψεις των μελετητών του.


Οι «Φιλολογικοί περίπατοι» συνοδεύονται από διακριτικό υπομνηματισμό, χωρίς φιλολογικό φόρτο, ενώ, στο τέλος κάθε συνομιλίας, δίνονται βιογραφικό σημείωμα και συνοπτική βιβλιογραφία. Πολύτιμα και τα σκίτσα των 38 συγγραφέων, αν και, δυστυχώς, η υπογραφή του σκιτσογράφου τις περισσότερες φορές δεν διακρίνεται. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ευρετήριο προσώπων, όπως, όμως, στις συνεντεύξεις γίνεται πολύς λόγος για τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, χρήσιμο θα ήταν και ένα πρόσθετο ευρετήριο εντύπων.


Οι Φιλολογικοί περίπατοι έρχονται ως συνέχεια στο δίτομο έργο Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου, που συνέθεσε ο Γ. Κ. Μπαστιάς με τη μορφή χρονογραφίας, εμπλουτισμένης με εκτενή παραθέματα. Θα μπορούσε να υπάρξει και συνέχεια με άλλες ενότητες.


Χάρη στις πολλαπλές ιδιότητες που συγκέντρωνε ο Μπαστιάς ­ δημοσιογράφος, εκδότης, θεατράνθρωπος, πεζογράφος ­ εν γένει, άνθρωπος με πληθωρική προσωπικότητα, φαντάζει σαν ένας προνομιακός διαμεσολαβητής για μια πληρέστερη γνωριμία με τη διανόηση του Μεσοπολέμου.