«Εχει μεγάλη σημασία για μας το γεγονός ότι το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος αποκτά επιτέλους μόνιμη στέγη,
ικανή να φιλοξενήσει τόσο τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις όσο και τις τεχνικές και διοικητικές υπηρεσίες του. Μια στέγη που αναμφίβολα του παρέχει το εισιτήριο ένταξης ανάμεσα στα μεγαλύτερα θέατρα της Ευρώπης». Την παραπάνω δήλωση έκανε στο «Βήμα της Κυριακής» η υπουργός Πολιτισμού κυρία Ελισάβετ Παπαζώη αξιολογώντας, από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας, την επικείμενη επαναλειτουργία του Βασιλικού Θεάτρου της Θεσσαλονίκης μέσα στον προσεχή Οκτώβριο. Η εναρκτήρια εκδήλωση του πολυδύναμου πια πολιτιστικού χώρου ­ εκτός από θεατρικές σχεδιάζεται να φιλοξενηθούν εδώ ευρέος φάσματος μουσικές και χορευτικές παραστάσεις αλλά και συνέδρια ­ θα γίνει στις 26 του μηνός και θα εντάσσεται στο πλαίσιο των εορτών του Αγίου Δημητρίου και της εθνικής επετείου, ενώ στα τέλη Νοεμβρίου προγραμματίζεται η πρεμιέρα του έργου του Σαίξπηρ «Δωδέκατη νύχτα» από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, τον «νόμιμο» πια ένοικό του.


Το Βασιλικό Θέατρο, η μοναδική ιδιόκτητη στέγη του ΚΘΒΕ, κτίστηκε επί δικτατορίας Μεταξά και εγκαινιάστηκε το 1940 με την παράσταση του έργου «Ριχάρδος Γ’» από το Εθνικό με τον Αλέξη Μινωτή στον ομώνυμο ρόλο. Το 1961 εγκαθίσταται εδώ το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ωστόσο η κατάσταση αυτή διαρκεί για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Επί πολλά χρόνια το κτίριο ουσιαστικά ρημάζει ενώ το 1986 αναστηλώνεται προκειμένου να φιλοξενήσει εκδηλώσεις της Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών καθώς και κάποιες σκόρπιες παραστάσεις. Ολα αυτά ως τα μισά της δεκαετίας του ’90, οπότε ο Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας το συμπεριέλαβε στο κτιριακό πρόγραμμά του με την προοπτική τελικά της εκ νέου ανέγερσης.


Παρ’ ότι ημιτελές ­ ο συνολικός προϋπολογισμός του έργου ανέρχεται στα 11,5 δισ. δρχ. ενώ το προς άμεση παράδοση τμήμα του έφτασε τη δαπάνη των 8,5 δισ. δρχ. ­ το Βασιλικό Θέατρο θεωρείται πραγματικό στολίδι της μακεδονικής πρωτεύουσας. Ο παραπάνω χαρακτηρισμός δικαιώνεται τόσο στο πεδίο της αρχιτεκτονικής κατασκευής όσο και σε αυτό της υποδομής και του τεχνολογικού εξοπλισμού ενώ υποβοηθιέται από την προνομιακή θέση του θεάτρου στην παραλία της πόλης δίπλα στον Λευκό Πύργο. Το τριώροφο κτίριο καλυμμένο εξωτερικά με μάρμαρο και εσωτερικά επίσης με το ίδιο υλικό καθώς και με ξύλο κερασιάς σέβεται απολύτως τη μνήμη και την παράδοση του «προγόνου» του, παρέχοντας ωστόσο υψηλού επιπέδου αισθητική. «Καταπίνοντας» το αντιαισθητικό κτίριο του αντλιοστασίου που είχε ανεγερθεί παλαιότερα πίσω από το παλιό κτίριο, το νέο Βασιλικό Θέατρο ­ σαφώς μεγαλύτερο ως προς τις διαστάσεις του από το προηγούμενο ­ φιλοδοξεί να αποτελέσει έναν οικείο και ζεστό για τον θεατή χώρο, εκφράζοντας παράλληλα και την εικαστική άποψη του ΚΘΒΕ, αφού σύμφωνα με τη γνώμη των μελετητών είναι απαραίτητο ο ένοικος να προβάλλει με σαφήνεια το έργο και τους ευρύτερους προσανατολισμούς του. Η παλιά αίθουσα του θεάτρου έχει αναπαραχθεί ώστε να παραπέμπει στην προηγουμένη ενώ στην προκειμένη περίπτωση έχει ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα ούτως ώστε να εξασφαλισθεί άριστη ακουστική ικανή να εξυπηρετήσει όλο το φάσμα των εκδηλώσεων που θα φιλοξενηθούν εδώ. Ακριβώς ίδια με την προηγούμενη η πλατεία, ενώ τα θεωρεία ξεδιπλώνονται μαζί με τον εξώστη δημιουργώντας ένα σύνολο μάλλον μοναδικό ως προς τη μορφή του. Ο αριθμός των καθισμάτων ­ ο οποίος έχει αυξηθεί εντυπωσιακά ­ είναι κυμαινόμενος και φτάνει στη μαξιμαλιστική δυνατότητά του τα περίπου 790. Οσο για τη σκηνή κρίνεται απολύτως ικανή να καλύψει υψηλού επιπέδου θεατρικές αλλά και μελοδραματικές παραστάσεις διαθέτοντας έναν εντυπωσιακό τεχνολογικό εξοπλισμό. Στο νέο κτίριο του Βασιλικού Θεάτρου προβλέπεται να στεγαστούν και οι διοικητικές υπηρεσίες του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, ενώ παράλληλα σχεδιάζεται από τους κατασκευαστές και η λειτουργία ενός εστιατορίου-καφέ.


Το ερώτημα που προκύπτει ωστόσο είναι τι μέλλει γενέσθαι με την ολοκλήρωση του θεάτρου, αφού το τμήμα που θα παραδοθεί άμεσα καλύπτει ένα υποσύνολο του τελικού έργου ­ υπολείπονται ακόμη ένας αριθμός καμαρινιών, ο υπόλοιπος εξοπλισμός της σκηνής, οι χώροι διοίκησης, το εστιατόριο-μπαρ, οι εγκαταστάσεις ασφαλείας καθώς και ένα σημαντικό κομμάτι του περιβάλλοντος χώρου. Για τη συνολική διεκπεραίωση του έργου απαιτούνται γύρω στα 3 δισ. δρχ., ποσό που οι υπεύθυνοι του υπουργείου Πολιτισμού ευελπιστούν να εξευρεθεί από κοινοτικά προγράμματα και συγκεκριμένα από το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, η ενεργοποίηση ωστόσο του οποίου δεν αναμένεται πριν από τον Ιανουάριο του 2000. Οσο για το αν το υπόλοιπο έργο θα ανατεθεί στην ίδια ή σε άλλη κατασκευαστική εταιρεία, οι ιθύνοντες του υπουργείου εκτιμούν ότι «αυτό θα αποφασιστεί από τη στιγμή που θα εξευρεθούν τα απαιτούμενα χρήματα».