«Eτυχε ή πέτυχε;» είναι η ερώτηση που μου έρχεται στον νου βλέποντας στα ράφια της κάβας τη Μαλαγουζιά να γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλής. Πρόκειται για μια ποικιλία της οποίας την ύπαρξη αγνοούσαμε τη δεκαετία του ‘70 και τώρα τη βρίσκουμε πλέον στην Αιτωλοακαρνανία, τη Θράκη, την Πελοπόννησο, την Επανομή και σε όλη σχεδόν την ελληνική επικράτεια. Αδιαμφισβήτητα η Μαλαγουζιά είναι στις μέρες μας η «ωραία» της πόλης ή μάλλον του αμπελιού. Το θέμα μας είναι αν ήρθε για να μείνει ή αν θα είναι άλλη μια τάση από αυτές που έρχονται και φεύγουν. Και επιπλέον, τι είναι αυτό που την κάνει ξεχωριστή;

Στάση αναμονής

Να πω την αμαρτία μου, βλέποντας τη ραγδαία διείσδυση στα αμπέλια και νομοτελειακά στους καταλόγους κρασιών με τελικό σταθμό τα ποτήρια μας, είχα υπάρξει επιφυλακτικός. Σκέφτηκα πως θα ήταν η εναλλακτική πρόταση, ίσως και η διάδοχη κατάσταση στο «παραδοσιακό» χαρμάνι Sauvignon Βlanc-Ασύρτικο που μονοπωλεί εδώ και χρόνια τις προτάσεις του βορειοελλαδίτικου αμπελώνα. Παράλληλα, πέρασε από το μυαλό μου ότι είναι ένα είδος αντανακλαστικών από το παραγωγικό τμήμα: αφού συνειδητοποιήσαμε ότι δεν έχουμε καμία τύχη στις εξαγωγές ελληνικών κρασιών βασισμένων σε διεθνή σταφύλια, το γυρίσαμε στις γηγενείς ποικιλίες.

Η ωραία κοιμωμένη ξυπνά

Ιστορικά η Μαλαγουζιά πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, η οποία βέβαια ήταν γνωστή για την παραγωγή κυρίως γλυκών κρασιών. Οσο προσωποπαγές και αν ακούγεται, η αναβίωση της υπό εξαφάνιση αυτής ποικιλίας έχει ονοματεπώνυμο: Βαγγέλης Γεροβασιλείου. Παραγωγός-οινολόγος που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, είναι ο άνθρωπος που την πήρε από τα αζήτητα και την έβαλε στον οινικό μας χάρτη. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, αν δεν κάνω λάθος, ήταν το ομώνυμο κτήμα μαζί με το Κτήμα Πόρτο Καράς και το Κτήμα Ρωξάνης Μάτσα που διατηρούσαν τον σφυγμό της ποικιλίας. Πλέον οι μονοποικιλιακές εμφιαλώσεις πρέπει να ξεπερνούν τις 50. Success story δηλαδή.

Το δυνατό χαρτί της Μαλαγουζιάς είναι κατά την προσωπική μου γνώμη η στιγμή που ρέει στα ποτήρια μας. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα γευστικό πολυκατάστημα: τα έχει όλα και συμφέρει. Καταφέρνει πάντα να δώσει κρασιά πολύ εκφραστικά στα όρια του εκρηκτικού, με πλούσια, φρουτώδη αλλά και ανθώδη χαρακτηριστικά. Εχοντας ξεπεράσει την αρωματική επίθεση στα ρουθούνια μας, διαπιστώνουμε πως πρόκειται για κρασί με λιπαρό χαρακτήρα στο στόμα, ικανό να κάνει πολλούς θιασώτες του Chardonnay να αλλαξοπιστήσουν. Αναφερόμενος στις αρετές του σταφυλιού, καλό είναι να μην παραλείψω την οξύτητα που συνοδεύει την πλειονότητα των κρασιών και λειτουργεί σαν ραχοκοκαλιά κατά κάποιον τρόπο, αλλά και τις φυτικές νότες που προσδίδουν μιαν αίσθηση φρεσκάδας.

Πασπαρτού στο τραπέζι

Οπως είναι αναμενόμενο, με ένα τόσο πολυεπίπεδο στυλ, η συμπεριφορά του κρασιού στο τραπέζι είναι ιδιαίτερα ευέλικτη. Στο χέρι μας είναι να χειριστούμε την κατάσταση επί τόπου. Ενα λιπαρό, γεμάτο κρασί, θα συνυπήρχε θαυμάσια με μαγειρευτό ψάρι, ίσως και λευκό κρέας. Αντίστοιχα, σε ένα πιο φυτικό, πράσινο κρασί με τονισμένη την οξύτητα θα πρότεινα πιο ουδέτερη μεταχείριση, π.χ. φρέσκο ψάρι στη σχάρα. Θα ήταν άδικο λοιπόν να μην πετάξω την οποιαδήποτε επιφυλακτικότητά μου στο καλάθι των αχρήστων και να μην ευχηθώ στη Μαλαγουζιά να μακροημερεύσει στα ποτήρια μας.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 9 Μαρτίου 2014.