Ο οµόλογός µου πρέσβης δεν φηµιζόταν για ανοιχτοχέρης. Δεν θα τον λέγαµε ποτέ τσιγκούνη, στους λογαριασµούς του ήταν πάντοτε εντάξει, αλλά, τι τα θέλετε, ακόµη και όταν αποφάσιζε να σου κάνει το τραπέζι, σε ανταπόδοση δικού σου, σε καλούσε σε µεσηµεριανό γεύµα και όχι σε βραδινό, που, φυσικά, είναι ακριβότερο.

Ωστόσο, απορήσαµε όλοι όσοι τού κάναµε την εθιµοτυπική επίσκεψη στη δεξίωση που έδινε στην κατοικία του για την εθνική εορτή της χώρας του. Η δεξίωση ήταν αυτό που ο Δηµήτρης Μπίτσιος, ο διπλωµάτης-υπουργός Εξωτερικών, ονόµαζε «της φτώχειας και της ντροπής». Μια παρένθεση: ουδέποτε δεξίωση σε ελληνικό διπλωµατικό χώρο κατατάχθηκε σε αυτή την κατηγορία. Μπορεί να προσφέραµε µόνο κρασί, κόκκινο ή λευκό, και καµιά φορά λίγο Metaxa, αλλά είχε και αυτό τον «χαρακτήρα» του – και πολλοί το εκτιµούσαν.

Οχι µόνο δεν υπήρχε µπουφές, αλλά, ακόµη και οι δυο-τρεις υπάλληλοι της πρεσβείας, που για την περίσταση είχαν γίνει γκαρσόνια και κυκλοφορούσαν ανάµεσά µας µε δίσκους, δεν είχαν να προσφέρουν τίποτε άλλο πέρα από ψητά µανιτάρια λεπτοκοµµένα, φιστίκια, αµύγδαλα και άλλους ξηρούς καρπούς, τσιπς και πατατάκια και κάτι τοστ µε τυρί ή σαλάµι. Από ποτά κυριαρχούσαν η κόκα-κόλα και το ουίσκι – αυτό όχι περισσότερο από ένα δάχτυλο στο ποτήρι –, υπήρχε κόκκινο κρασί – τα µπουκάλια ήταν άφαντα, πάντοτε σε ποτήρι – και οι απαραίτητοι χυµοί, το νερό και οι σόδες.

Το µυστήριο του χαµένου image
Μας φάνηκε περίεργο, όπως περίεργο ήταν που δεν φαινόταν πουθενά η σύζυγός του. Αλλες χρονιές, στην ίδια εθνική εορτή, η δεξίωση ήταν από κάθε πλευρά αξιόλογη. Η χώρα του πρέσβη δεν αντιµετώπιζε κρίση, άλλωστε, ακόµη και όταν τα δηµόσια οικονοµικά της δεν πήγαιναν πολύ καλά, οι δεξιώσεις των διπλωµατών της στο εξωτερικό ήταν άψογες. Το image της χώρας πρωτίστως. Τι συνέβαινε, λοιπόν; Μήπως καθυστέρησε το έµβασµα για τα έξοδα της δεξίωσης – συµβαίνει πολλές φορές – και ο πρέσβης δεν είχε δικαίωµα να χρησιµοποιήσει άλλα κονδύλια; Δεν άργησε να λυθεί το µυστήριο.

Αποχαιρέτησα τον οµόλογό µου πρέσβη, που καθόταν στην πόρτα µε το (υποχρεωτικό) µειδίαµα και φωτογραφιζόταν µε καθέναν που έφευγε, σφίγγοντας, φυσικά, και το χέρι, και κατευθύνθηκα προς την έξοδο του (µεγαλοπρεπούς) κτιρίου. Τότε µε πλησιάζει ένας νεαρός που γνώριζα ότι ήταν µέλος της διπλωµατικής αντιπροσωπείας της χώρας του. Μιλώντας σχεδόν…συνωµοτικά, µου ψιθυρίζει ότι «ο κύριος πρέσβης θα επιθυµούσε να σας δει λίγο αργότερα στον άνω όροφο». Και µε κατευθύνει προς το ασανσέρ, όπου περίµενε άλλος υπάλληλος. Δεν είχα πάει ποτέ στον άνω όροφο, ούτε και κανένας άλλος συνάδελφος, πιστεύω, και απορούσα τι µπορούσε να σηµαίνει αυτή η διάκριση.

Aποκάλυψη τώρα!

Οταν µου άνοιξαν µια πόρτα στο βάθος του διαδρόµου, τα έχασα. Μπροστά µου ήταν η σύζυγος του πρέσβη ντυµένη στο (σχεδόν) µόνιµο κοκτέιλ σιέλ φουστάνι της, µε όλη την µπιζουτερί που συνήθιζε να φορά, µου έτεινε το χέρι για να µε καλωσορίσει χαµογελώντας, ενώ µέσα στην αίθουσα συζητούσαν καµιά δεκαριά άλλοι συνάδελφοι διπλωµάτες, τους οποίους είχα δει προηγουµένως στους χώρους της επίσηµης δεξίωσης. Ολοι µε ένα ποτήρι στο χέρι, µερικοί κρατούσαν και ένα πιάτο µε µεζέδες, όλοι σε πολύ καλή διάθεση. Κάποιοι κάθονταν µπροστά σε µικρά τραπεζάκια και… τιµούσαν τα εδέσµατα.

Το εντυπωσιακό, όµως, ήταν άλλο. Αντικριστά σε δύο τοίχους της αίθουσας ήταν ένα τραπέζι µε καµιά δεκαριά µπουκάλια µε διάφορα ποτά – όχι χυµούς, νερά και σόδες – και στον άλλον τοίχο ένα τραπέζι µέχρι 5 µέτρα, γεµάτο πιατέλες µε ό,τι µπορείτε να φανταστείτε: από ψάρι, µαγιονέζα και γαρίδες σε πικάντικη σάλτσα µέχρι φέτες ροσµπίφ επάνω σε µπριός αλειµµένα µε µουστάρδα, βούτυρο ή µαγιονέζα. Από σαλάτες όλων των χορταρικών και από αλµυρό καλαµπόκι µε τάρτα µέχρι διάφορα τυριά, κοµµάτια από κυνήγι πουλιού, κρύες παπαρδέλες µε φέτες γκρέιπ φρουτ, πορτοκαλιού κ.ά.

Δύο µάγειροι συναγωνίζονταν ποιος θα µου γέµιζε το πιάτο, δείχνοντάς µου και το απέναντι τραπέζι µε τα ποτά. Ο µπάρµαν, προσφέροντάς µου το λευκό κρασί που του ζήτησα, µε πληροφόρησε, προκαταβολικά, ότι «θα ανοίξουµε τη σαµπάνια όταν ανεβεί ο κύριος πρέσβης» – κάνοντας και τη διευκρίνιση (!) ότι η σαµπάνια είναι Louis Roederer.
Μας κακοµαθαίνετε

Ο πρέσβης ήρθε έπειτα από µισή και πλέον ώρα. Στο µεταξύ, είχαν έρθει καµιά δεκαριά άλλοι συνάδελφοι από τη δεξίωση – όλοι το ίδιο έκπληκτοι, όπως εγώ, όταν είδαν τον µπουφέ, τα ποτά και όλους εµάς που είχαµε προηγηθεί.
«Κύριοι συνάδελφοι, σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερο να τιµήσουµε την εθνική µας εορτή σε στενό κύκλο». Αυτή ήταν η εξήγηση του µυστηρίου της (φτωχικής) επίσηµης δεξίωσης που µας έδωσε ο οικοδεσπότης. Ιδρωµένος, µε µισοπρησµένη τη δεξιά παλάµη του – από τα σφιξίµατα µε καµιά διακοσαριά προσκεκληµένους του –, αλλά µε σπουδαία διάθεση και, όπως διαπίστωσα, µε µεγάλη πείνα. Δεν ξέρω πόσα µπουκάλια σαµπάνιας άνοιξαν ως τις 11.00 όταν – ύστερα από σχεδόν τρεις ώρες… πλούσιας γαστριµαργικής επίδοσης – το διαλύσαµε.