«Tις ιδέες μου όλες ενησιώτισα» συλλαβίζει ο Οδυσσέας Ελύτης στον 13ο Ψαλμό των Παθών τού «Αξιον Eστί» και συνεχίζει να ψέλνει στο «Δοξαστικόν»:

«Η Σίφνος, η Αµοργός, η Αλόννησος,
η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη,
η Κως, η Ιος, η Σίκινος».
Ημέρες και νύχτες απέναντι στη θάλασσα, απέναντι στο ίδιο το καλοκαίρι. Γιατί αυτή η σχέση σώματος, ακρογιαλιάς και αδιάκοπου πήγαινε-έλα των κυμάτων είναι τόσο συναρπαστική; Ισως γιατί η απεραντοσύνη της θάλασσας αφήνει ελεύθερο τον νου να πετάξει πέρα από τη γραμμή των οριζόντων, στην περιοχή των ονείρων. Η γραμμή των οριζόντων είναι η ισχυρότερη πρόκληση για ταξίδι. Κι όσο πλησιάζουμε την πρώτη γραμμή, τόσο αυτή ξεμακραίνει και το ταξίδι γίνεται ένας αέναος προορισμός. Αυτή η μεγάλη δυναμική της νησιωτικότητας ομορφαίνει και πλουτίζει τη ζωή μας, την αλλάζει για λίγες ή για πολλές ημέρες και νύχτες.
Η Κική Δημουλά πετά μια «Περιφραστική πέτρα» στη θάλασσα από τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου» και προσηλωνόμαστε στους ομόκεντρους κύκλους που δημιουργεί. Τους παρακολουθούμε να φεύγουν μακριά:

«Μίλα.
Εχουµε τόση θάλασσα µπροστά µας.
Εκεί που τελειώνουµε εµείς
αρχίζει η θάλασσα».
Από αυτή τη γραμμή της περιπαθούς ερωτικής συνεύρεσης της στεριάς με τη θάλασσα ξεκίνησαν τα πάντα. Στον υπόλοιπο κόσμο οι καλλιτεχνικές ανησυχίες των πρώτων ανθρώπων άρχισαν στο μισοσκόταδο, στα βάθη των σπηλαίων. Εδώ στο Αιγαίο εκδηλώθηκαν στην ακροθαλασσιά, κάτω από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Τα βότσαλα που λείανε η υπομονή της θάλασσας τού ψιθύρισαν στο αφτί το μυστικό των αενάως μοντέρνων κυκλαδικών ειδωλίων. Τα Βότσαλα, η κρυφή θαλασσινή αγκαλιά της Σχοινούσας, μας αποκαλύπτουν πώς ήταν η αρχική ιδέα των ειδωλίων όταν εισέβαλε για πρώτη φορά στον νου των ανθρώπων της εποχής του Χαλκού. Από τότε, μέχρι την εποχή που οι άνθρωποι εναπόθεταν τελετουργικά τα κυκλαδικά ειδώλια απέναντι στην Κέρο, πέρασαν πολλοί αιώνες μέσα σε λίγα χρόνια, και ο νους έκανε ένα θεόρατο άλμα στην αιωνιότητα. Πέτυχαν μόλις να ξεπεράσουν τη φυσική μορφή της ύλης –χαράζοντας το εφηβαίο και φτιάχνοντας μύτη, μαστούς, χέρια και πόδια –αλλά τα τέχνεργα που δημιούργησαν άφησαν εκστατικούς σπουδαίους ζωγράφους και γλύπτες του 20ού αιώνα.
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Νάξου, ψηλά μέσα στο Κάστρο της Χώρας, η εξαιρετική συλλογή των κυκλαδικών ειδωλίων σε κοιτάζει παρότι κανένα από αυτά δεν διαθέτει μάτια. Το πρόσωπό τους το δημιουργεί μόνο η μύτη, αλλά η έκφρασή τους έχει αποτυπωμένη τη σοφία της αρχέγονης εμπειρίας. Το πρωτόγονο ζωντανεύει μέσα στην ατμόσφαιρα της αυθεντικότητας και της καθαρότητας των νησιών, και μετουσιώνεται σε ομορφιά. Ολα αυτά ανθίζουν στην Ικαρία, ακολουθώντας τον ρυθμό και τα βήματα του ικαριώτικου χορού στα μεγάλα πανηγύρια του καλοκαιριού. Μοιάζει με συλλογική ενδοσκόπηση έτσι όπως χορεύουν στη Λαγκάδα, στο μεγαλύτερο πανηγύρι του Αιγαίου, αγκαλιασμένοι σε μια, δυο, τρεις, αμέτρητες δίπλες ζωντανών κορμιών που λικνίζονται άλλοτε αργά και άλλοτε γρήγορα, αναλόγως των διαθέσεων του βιολάτορα, απέναντι στον ήλιο που ανατέλλει.
Καλημέρα! «Μπροστά στη ράχη της Σέριφος, όταν ανεβαίνει ο ήλιος, τα πυροβόλα όλων των μεγάλων κοσμοθεωριών παθαίνουν αφλογιστία» σκέφτεται ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Σχέδιο για μια εισαγωγή στο χώρο του Αιγαίου» από τη συλλογή «Εν Λευκώ». Κι ο ήλιος μάς εισάγει με πανηγυρικό τρόπο σε αυτό το μαγευτικό σύνολο των μικρόκοσμων, φωτίζοντας με θέρμη μία μία τις γειτονιές της Χώρας, αρχίζοντας από τον Αγιο Κωνσταντίνο στην κορυφή της, ανάμεσα στα ερείπια του ενετικού κάστρου, που λες και προβάλλει το ιερό του από τον βράχο για να κοιτάξει κάτω το Λιβάδι. Στα στενά σοκάκια αρχίζει να μουρμουρίζει η ζωή. Χάνεται η ησυχία, κρύβεται και το δέος που ξεσηκώνουν τα νησιά την αυγή. Θα ξανάρθει, όμως, όταν μεσουρανήσει ο ήλιος, με τη μεγάλη κάψα του μεσημεριού και το δέος του καλοκαιριού. Ο «Δώδεκα νήσων άγγελος» Οδυσσέας Ελύτης τραγουδά:
«Βράχια που του νερού
τα ξαναλέει ο αντίλαλος.


Κοπάδια σπίτια που τα πάει
Δάφνις γυμνός.


Μαϊστραλίζουν οι μανταρινιές
της Κάλυμνος.


Κι ακούν μισάνοιχτα της Κάσος.


Τα όστρακα».
Ο ήλιος λευκαίνει τα όστρακα στην ακτή. Και η Χώρα της Ιου μοιάζει με υπερμέγεθες στρείδι που κλείνει μέσα στον λαβύρινθό του το μυστικό της ζωής του νησιού που κυλά στα στενά σοκάκια, κάτω από τα στεγάδια, όπως το ζωντανό αίμα στις αρτηρίες του σώματος. Ησυχα το πρωί, σιωπηλά το μεσημέρι, ανήσυχα το βράδυ, με γρήγορα παλμικά χτυποκάρδια. Κι όμως, αυτό το ξεφάντωμα μοιάζει πιο πολύ με ενδοσκόπηση. Η Χώρα αποσύρεται στον εαυτό της και σε τραβά μαζί της μέσα στο όστρακο που κλείνει καθώς βασιλεύει ο ήλιος. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος τραγουδά από «Το βάθος του κόσμου»:


«Αυτή η σιωπή, αυτή η γαλήνη,
αυτή προπαντός η αγάπη.


Γελούν τα χείλη στις άκρες τους».
Τα ταξίδια και τα νησιά υπάρχουν για να περιδιαβάζεις τον εαυτό σου. Και να το «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη:
«Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά
ένα ελάχιστο διάστημα».
Κράτησε το χέρι μου καθώς ακουμπούμε στο πεζούλι της Παναγίας Γκρεμιώτισσας, κάτω από τον αναμαλλιασμένο από το μελτέμι μοναχικό φοίνικα, και ας αρχίσουμε να ταξιδεύουμε μέσα μας. Να, όπως εκείνο το καράβι που παραπλέει τον έξω κάβο του Γιαλού με τον πέτρινο φάρο, για να περάσει μπροστά από τον κατακόκκινο δίσκο του ήλιου που πάει να βασιλέψει λες στο κέντρο των Κυκλάδων νήσων. Ο ξένος επισκέπτης από την πέρα του ωκεανού χώρα, Τζον Στάινμπεκ, μας λέει: «Ενα ταξίδι είναι από μόνο του σαν ένα πρόσωπο που κανένα δεν μοιάζει μ’ ένα άλλο. Υστερα από καιρό βλέπουμε πως εμείς δεν πάμε ταξίδι, το ταξίδι μάς πάει».
«Στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγους» καθώς ο Γιώργος Σεφέρης συνομιλεί με τον «Βασιλιά της Ασίνης» στην ποιητική συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α’». Η απεραντοσύνη προκαλούσε και βασάνιζε τον νου των ανθρώπων. Στην εποχή των μύθων των αρχαίων προγόνων μας, πριν από την ανατολή της φιλοσοφίας, πίστευαν ότι η Γη ολάκερη είναι νησί που περιβάλλεται γύρω τριγύρω από τον ωκεανό. Κι αν το καλοσκεφτείς έτσι είναι. Η ευτυχία μεσοπέλαγα, μέσα στο όριο της θάλασσας, αλλά και πέρα από την απεραντοσύνη της. Μπορεί να είναι και έρωτας. Κι αυτός γεννήθηκε στην Ακτή της Αφροδίτης, στη θαλασσοφίλητη Κύπρο. Η ηδυμελής Σαπφώ τραγουδούσε στο Αιγαίο κάτω από την ίδια σελήνη, που άλλοτε είναι ήλιος του μεσονυκτίου και άλλοτε φεγγάρι του μεσημεριού:
«Κι ο έρωτας ξεσήκωσε το νου μου,


σαν αγέρας που σπάει


τα δένδρα στο βουνό».
Ο παραδοσιακός τραγουδιστής από την Κάσο, ο γερο-Σάββας, θα πει σε ένα γλέντι χωρίς να ξέρει να γράψει τα δυο στιχάκια του:

«Τ’ άστρα δεν βασιλεύουνε,
µα η µέρα τα σκεπάζει
Ποιος έχει πόνο στην καρδιά
και δεν αναστενάζει».
Τι καημός το γλέντι στο Αρχιπέλαγος! Η αρχέγονη Μεγάλη Μητέρα, η οποία γεννούσε τους ίδιους τους ανθρώπους αλλά και τα γεννήματα της φύσης για να τρέφονται, δεν έφυγε ποτέ από εδώ. Και ήταν πάντα μεγάλη η χάρη Της. Τα ελληνικά πελάγη ήταν πάντα διάσπαρτα από μητέρες οι οποίες αγωνιούσαν για τα παιδιά τους που ταξίδευαν στους μακρινούς ωκεανούς. Και έκαναν τον σταυρό τους μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας για να τα προστατεύει. Και τους άνδρες τους, και τα αδέλφια τους. Και τον Δεκαπενταύγουστο ξεσπούσαν με δύναμη σε μια ατέλειωτη γιορτή που απλώνεται σε όλο το Αιγαίο. Δεν είναι απλώς διασκέδαση, αλλά μια σύνθετη πολιτισμική ενέργεια που ακουμπά ολόκληρη τη ζωή των νησιωτών, ή των θερινών νησιωτών, που βρίσκονται εκείνη τη στιγμή πάνω στο ίδιο καράβι. Είναι μια ιδεολογία να βλέπουν τη ζωή, η ταυτότητα που θέλουν να έχουν στην τσέπη τους και να την επιδεικνύουν. Και αυτή η μέρα, το πανηγύρι της Παναγίας, είναι η πιο πρόσφορη, γιατί όλοι είναι μαζεμένοι στο νησί, δεμένοι σφιχτά σε μια ομάδα, μόνη μέσα στην απέραντη θάλασσα.
Η μουσική, ο χορός, το φαγητό, είναι τα βασικά συστατικά του γλεντιού, αλλά και της ταυτότητας της ομάδας που γλεντά. «Τίνος είν’ η κούπα, η μονεμβασιά», τραγουδούν στην Πάνω Κάρπαθο και το γεμάτο ποτήρι πηγαίνει από στόμα σε στόμα και αδειάζει έως τον πάτο σε μια σύγχρονη χοή στον θεό του κεφιού και της χαράς, και από τους ιθαγενείς και από τους περιηγητές, οι οποίοι για μια στιγμή γίνονται αυτόχθονες, εδώ στο Πλατύ της Ολύμπου, ψηλά πάνω από το Καρπάθιο πέλαγος. Εδώ από όπου ξεκινά το γλέντι, το πιο ποικιλόχρωμο από τις παραδοσιακές στολές, το καβάι ή το σακοφούστανο, που φορούν σχεδόν όλες οι γυναίκες τις ακριβές ημέρες. Προηγουμένως, όλοι μαζί, χτύπησαν με ενθουσιασμό τα πιρούνια τους πάνω στα πιάτα κατά το βυζαντινό συνήθειο, στο Μέγαρο, μόλις ο πρωτομερακλής παπα-Γιάννης τραγούδησε το εμβληματικό «Αρχοντες τρων και πίνουσι, σε μαρμαρένια τάβλα», ευλογώντας την αρχή του γλεντιού.


«Ανοίγω το στόμα μου


κι αναγαλλιάζει το πέλαγος


Και παίρνει τα λόγια μου


στις σκοτεινές του σπηλιές


Και στις φώκιες τις μικρές


τα ψιθυρίζει


Τις νύχτες που κλαιν


των ανθρώπων τα βάσανα».


«Το άξιον εστί»,
«Προφητικόν», Ψαλμός ΙΒ’
Κάθε νησί έχει και τη φωκοσπηλιά του, που πάει να πει τον αφανή, εσωτερικό του κόσμο, την κρύπτη του, εκεί που φυλάει τα μύχια της ψυχής του, σκοτεινά εργαστήρια φαντασίας. Οχι ακριβώς σκοτεινά, αλλά φωτεινά όσο ακριβώς χρειάζεται για να αναφανεί η φαντασμαγορία του παιχνιδιού της σιωπής και του φωτός που εισβάλλει από την οροφή ή από τη διάφανη αυλαία του νερού. Κάποιο μικρό ή μεγάλο σκάφος θα μπει με κίνδυνο στις θαλασσινές σπηλιές του Καστελόριζου, της Δονούσας, της Καρπάθου, της Αλοννήσου, σώμα λουσμένο στη δροσιά τους.
«Κι εσύ διαρκώς αναδυόσουν
πιο ακέρια


με σκέπαζες με την πολύβουη φυλλωσιά σου


την αρμυρή δροσιά της θαλασσινής σου νύχτας


και με ταξίδευες όλο τον δρόμο


από το αγρίμι ως τον άνθρωπο».
Γράφει ο Τίτος Πατρίκιος για το Ταξίδι στον «Λυσιμελή πόθο» έναν Αύγουστο στη Σίφνο. Οι Επτά Μάρτυρες, κάτω από το ξομπλιαστό Κάστρο, φωνάζουν στο πέλαγος με τον γαλάζιο τρούλο τους, κι εκείνο τους αποκρίνεται με ένα λευκό ιστίο να ξεχωρίζει στο βαθύ μπλε. Τραβά για το αρχαίο λιμάνι Σεράλια γιατί κάποιοι τόποι είναι για πάντα λιμάνια. Και τα λιμάνια είναι η αρχή και το τέλος του ταξιδιού, η αφετηρία και ο προορισμός της νησιωτικότητας. Αλήθεια, πόσες μικρές και μεγάλες ιστορίες συναρμολογούνται στον νου σου καθώς περπατάς στην προκυμαία των παλαιών λιμανιών των Χανίων, του Ρεθύμνου ή στο Μανδράκι της Ρόδου, με τις στήλες των ελαφιών, το κάστρο του Αγίου Νικολάου και τους τρεις ανεμόμυλους στον βραχίονα των τειχών.


«Πολλά τα καλοκαιρινά πρωινά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά


θα μπαίνεις σε λιμένας


πρωτοειδωμένους·


να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,


και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις, σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια


κ’ έβενους,


και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,


όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά».


Κ. Π. Καβάφης, «Ιθάκη»
Σκέφτομαι ποια μπορεί να είναι τα πιο γοητευτικά λιμάνια στο Αιγαίο, και ο νους μου πάει σε δύο μικροσκοπικά καταφύγια μικρών σκαφών και ομορφιάς. Η Μπούκα της Κάσου και το Καμίνι της Υδρας. Και στα δυο οι βάρκες και τα μικρά τρεχαντήρια μοιάζουν να είναι δεμένα στα κατώφλια των σπιτιών, που μαζί με τις εκκλησιές με τα ψηλά καμπαναριά και τα κάθε λογής στέκια δημιουργούν μια σφιχτή, ζεστή αγκαλιά. Είναι οπωσδήποτε γοητευτικό να ξεκινάς το μεγάλο της ζωής σου ταξίδι από ένα τέτοιο λιμανάκι, που κάποτε μπορεί να ήταν και πειρατικό καταφύγιο.
Τα ίδια τα νησιά είναι ποιήματα ενός δημιουργού. Εκ πρώτης όψεως θα έλεγες ότι τα έχουν δημιουργήσει τα κύματα της θάλασσας και του αγέρα. Η «Αμοργός», όμως, του Νίκου Γκάτσου δεν έχει τίποτε το υλικό. Ο ποιητής δεν την είχε δει ποτέ. Είχε αισθανθεί όμως μέσα σε αυτήν να πάλλονται η φυγή και η ουτοπία ή αλλιώς οι καλοκαιρινοί έρωτες:


«Να βρεις μιαν άλλη θάλασσα
μιαν άλλη απαλοσύνη


Να πιάσεις από τα λουριά
του Αχιλλέα τ’ άλογα


Αντί να κάθεσαι βουβή
τον ποταμό να μαλώνεις


Τον ποταμό να λιθοβολείς
όπως η μάνα του Κίτσου.


Γιατί κι εσύ θα ‘χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα ‘χει γεράσει».
Τη Σαντορίνη, όμως, ένα από τα πλέον συγκλονιστικά τοπία στον κόσμο, ποιος τη δημιούργησε; Το ψάχνουν οι ποιητές, το ψάχνουμε κι εμείς. Ο Ελύτης λέει στην «Ωδή στη Σαντορίνη» ότι γεννήθηκε από τα σωθικά της βροντής. Κι ο Σεφέρης ψιθυρίζει χορεύοντας στη «Γυμνοπεδία Α’»:

«Φτέρνα της δύναµης θέληση
ανίσκιωτη λογαριασµένη αγάπη
στον ήλιο του µεσηµεριού σχέδια
που ωριµάζουν».
Εμείς αισθανόμαστε το δέος να μετασχηματίζει αυτό το στεφάνι της επιβλητικής γης που κάθεται στο κεφάλι μας καθώς εισπλέουμε στην Καλντέρα και εισπνέουμε τη μεγαλόπρεπη ομορφιά. Το ανείπωτο λειτουργεί στα νησιά και σμιλεύει τη Σαντορίνη. Εδώ δεν υπάρχουν πια φυσικά φαινόμενα, αλλά χθόνιες δυνάμεις που ωθούν κατευθείαν την ψυχή πέρα από τα όρια του φυσικού και του συνήθους. Σε κυριεύει η έκπληξη της ομορφιάς. Απολαμβάνεις όσο μπορείς αυτό το απέραντο εργαστήριο συναισθημάτων, αλλά θέλεις να διακτινιστείς μέχρι το Λιβάδι της μικρής Δονούσας για να ισορροπήσεις και να ηρεμήσεις επάνω στα διάφανα νερά, εκεί που δεν ξέρεις πού τελειώνουν οι επικράτειες του βυθού και του ήλιου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Αυγούστου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ