Στην Oυάσιγκτον θεωρούν ότι η μεγαλύτερη γκάφα για έναν πολιτικό είναι να λέει την αλήθεια –ή έτσι τουλάχιστον ισχυριζόταν στις 29 Αυγούστου ο βρετανός συγγραφέας Τζεφ Ντάιερ στους «Financial Times». Συμπληρώστε τον παραπάνω αφορισμό με τον κατά Ααρον Μπλέικ ορισμό της ποιότητας της γκάφας από την «Washington Post» της ίδιας ημέρας («οι χειρότερες είναι αυτές που επιβεβαιώνουν τις προϋπάρχουσες υποψίες ή ταιριάζουν γάντι σε ένα εύκολο αφήγημα») και έχετε πλήρη εικόνα για το πώς είδε ο αμερικανικός Τύπος την ανέμελη ομολογία του Μπαράκ Ομπάμα σε μια press conference ρουτίνας στις 28 Αυγούστου: Η αποστροφή «δεν έχουμε ακόμη στρατηγική για την αντιμετώπιση του ISIS (Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στο Λεβάντε)» του χρεώνεται ως μνημειώδες στραβοπάτημα, αν και όχι ως ψέμα.
Είναι μάλλον βέβαιο ότι ο πρόεδρος δεν ήθελε να παραδεχθεί κάτι τόσο βαρύ όσο αυτό που ακούστηκε, την απουσία δηλαδή, σύμφωνα με το λεξικό Merriam-Webster, «της επιστήμης ή της τέχνης της χρήσης πολιτικών, ψυχολογικών και στρατιωτικών δυνάμεων ενός έθνους ή ομάδας εθνών προκειμένου να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή στήριξη της υιοθετούμενης πολιτικής σε καιρό ειρήνης ή πολέμου». Παρασυρόμενος από την τηλεγραφική ευκολία της τρέχουσας πολιτικής γλώσσας, η οποία συγχέει λέξεις και μεταδίδει νοήματα με γενικούς όρους που ταιριάζουν σε χειρονομίες, μάλλον υπονοούσε τη στενότερη σημασία της στρατηγικής ως «προσεκτικού σχεδίου ή μεθόδου». Εξ ου και η εκστρατεία περιορισμού των ζημιών από τον Λευκό Οίκο έκανε άμεσα λόγο για «απουσία αποφάσεων, όχι απουσία σχεδιασμού». Η ουσία, όμως, είναι οι εντυπώσεις. Και οι εντυπώσεις στη Δύση, είτε εξαιτίας προεδρικής γλώσσας λανθάνουσας είτε λόγω της ταλαντευόμενης στάσης των ΗΠΑ σε μια σειρά κρίσεων, τείνουν στο ότι όντως η κατά τεκμήριο ισχυρότερη (ακόμη) χώρα του πλανήτη δεν διαθέτει στρατηγική.
O αυστηρός μινιμαλιστής Ομπάμα
Η εικόνα της εξωτερικής πολιτικής του Μπαράκ Ομπάμα μπάζει. Αν οι παλινωδίες στον χειρισμό της Αραβικής Ανοιξης το 2011 (στην Αίγυπτο στήριξε διαδοχικά τους επαναστάτες της πλατείας Ταχρίρ, τον ισλαμιστή Μοχάμεντ Μόρσι και τους στρατιωτικούς ανατροπείς του) ή τα αργά αντανακλαστικά στην κρίση της Συρίας, όπου η φημολογία περί επέμβασης σερνόταν επί μήνες για να καρπωθεί τελικά ο Βλαντίμιρ Πούτιν τη δόξα της συμφωνίας για την καταστροφή των χημικών όπλων του Μπασάρ Αλ Ασαντ, δεν κόστισαν, η ανάδυση του Ισλαμικού Κράτους και οι αποκεφαλισμοί δημοσιογράφων αποδεικνύονται κόλαφος. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση του Pew Research Center, μόλις το 36% του εκλογικού σώματος εγκρίνει τη σημερινή εξωτερική πολιτική. Ενα 54% θεωρεί ότι δεν έχει βάρος ή σαφή κατεύθυνση. Σε συνδυασμό με τo 41% άλλης δημοσκόπησης, της «Washington Post» και του ABC, η οποία βρίσκει ότι ο 44ος πρόεδρος δεν είναι «καλός διαχειριστής» προσώπων και πραγμάτων, η αίσθηση ενός τακτικιστή, ο οποίος άγεται και φέρεται από τις εξελίξεις αντί να διαμορφώνει πλάνα μακράς πνοής, παγιώνεται.
Τη διαίσθηση του κοινού επιβεβαίωνε ο Τζεφ Ντάιερ κάνοντας λόγο για διαφωνίες στο εσωτερικό της κυβέρνησης όσον αφορά τον χειρισμό της επέλασης των τζιχαντιστών του ISIS σε Ιράκ και Συρία. Ομως η διπλωματική βραδυπορία είναι ευρύτερη. Συντάσσοντας έναν κατάλογο θερινών αναφλέξεων στις 2 Σεπτεμβρίου, το εκδοτικό σημείωμα των «Financial Times» προσέθετε στην εμφάνιση του ισλαμικού κράτους το ισραηλινό σφυροκόπημα της Γάζας, τη σκιά του Βλαντίμιρ Πούτιν στις μάχες της Ανατολικής Ουκρανίας, τη νέα αποσταθεροποίηση του Αφγανιστάν και τις προστριβές μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας. Εν συνεχεία, καλούσε επιτακτικά τον Ομπάμα να εγκαταλείψει την «κατά περίπτωση ανάλυση που συχνά εκπίπτει σε παράλυση» και να εκμεταλλευθεί την επερχόμενη σύνοδο των χωρών του ΝΑΤΟ προκειμένου να παρουσιάσει ένα όραμα με την προοπτική συγκρότησης συμμαχίας. Ο αντίλογος ήρθε από το «Atlantic» και τον Πίτερ Μπέιναρτ, για τον οποίο ο Μπαράκ Ομπάμα έχει στρατηγική, και μάλιστα συγκεκριμένη: Δεν είναι ούτε γεράκι ούτε περιστερά, είναι «ένας αυστηρός μινιμαλιστής». Επεμβαίνει μόνο όταν τίθενται σε κίνδυνο ζωές Αμερικανών, διαφορετικά επιχειρεί να καταπαύσει τις κρίσεις μέσω της διπλωματίας, μέσω οικονομικών πιέσεων, μέσω τρίτων. Πράγματι, η ερμηνεία ισχύει. Ωστόσο, η στρατηγική έχει να κάνει με το πλαίσιο των στόχων που υπηρετούν τη συνολική θέαση του ρόλου μιας χώρας. Με άλλα λόγια, η αποφυγή ανθρώπινων απωλειών μπορεί να είναι επιμέρους επιδίωξη, δεν συγκροτεί, όμως, σε καμία περίπτωση καταστατική αρχή αντίληψης της διεθνούς θέσης μιας δύναμης.
Η ειρήνη των McDonald’s
Για να είναι κανείς δίκαιος, θα πρέπει να παραδεχθεί ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ. Αποτελεί συνθήκη που αντιμετωπίζουν αναπόδραστα όλοι οι διάδοχοι του Ρόναλντ Ρίγκαν. Ο δευτεραγωνιστής του Χόλιγουντ που έγινε πολιτικός ηγέτης στην τρίτη ηλικία ήταν ο τελευταίος πρόεδρος με την ευχέρεια να διαχειρίζεται παγιωμένα από δεκαετίες σενάρια διεθνών σχέσεων με ελάχιστες μεταβλητές: πλην της Σοβιετικής Ενωσης, δεν υπήρχαν αστάθμητοι παράγοντες στην παγκόσμια σκακιέρα. Εκτοτε, σχεδόν σε κάθε κρίση, από την κατάληψη του Κουβέιτ από τον Σαντάμ Χουσεΐν στα χρόνια του Μπους πατρός και τις ποικίλες φάσεις της γιουγκοσλαβικής αποσύνθεσης επί Κλίντον, ως την 11η Σεπτεμβρίου του Μπους υιού και την Αραβική Ανοιξη στην πρώτη θητεία του Ομπάμα, γινόταν φανερό ότι οι κινήσεις των ΗΠΑ στο μεταβαλλόμενο μεταψυχροπολεμικό τοπίο διακρίνονταν από δυσκαμψία. Καθώς για 45 χρόνια το μοντέλο της «ανάσχεσης» της Σοβιετικής Ενωσης που είχε εισηγηθεί ο διορατικός διπλωμάτης Τζορτζ Κέναν όριζε καθαρές ατραπούς δράσης σε έναν διπολικό κόσμο, η μετάβαση στην εποχή χωρίς υπαρκτό σοσιαλισμό απαιτούσε την αναίρεσή του.
Η αρχική εντύπωση ήταν ότι το δόγμα της στρατιωτικής ισχύος θα αντικαθίστατο ουσιαστικά από αυτό της ιδεολογικής και οικονομικής υπεροχής –μια μείξη των ισχυρισμών του Φράνσις Φουκουγιάμα περί «τέλους της Ιστορίας» και του Τόμας Φρίντμαν περί «καπιταλιστικής ειρήνης» και χωρών με McDonald’s που δεν πολεμούν μεταξύ τους. Οταν, όμως, οι τοπικές ρήξεις πολλαπλασιάστηκαν και η πολυφωνική ορχήστρα της Ευρώπης αποδείχθηκε φάλτσα, άρχισε να διαφαίνεται ότι η soft power των McDonald’s δεν θα ήταν ικανή αποτρεπτική ισχύς για το μέλλον. Και όταν η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους διέρρηξε την αυτοπεποίθηση και τον ψυχισμό της Αμερικής, οι «ασύμμετρες απειλές» αναδύθηκαν στο προσκήνιο ως μείζονος σημασίας από πλευράς ασφάλειας για τη διεθνή τάξη. Ωστόσο, αυτό που αγνοήθηκε ήταν η μελλοντική θέση της χώρας σε έναν πολυπολικό κόσμο, ακριβώς επειδή επίσημα ουδείς τολμούσε να θίξει το στάτους της ως μοναδικής παγκόσμιας υπερδύναμης. Γι’ αυτό και στη συνέχεια οι αντιδράσεις στη δημόσια σφαίρα σε μια σειρά περιπλοκών (η αιμορραγία του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ την έκρυθμη περίοδο 2004-2007, η επίθεση της Ρωσίας στη Γεωργία το 2008, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η ραγδαία οικονομική άνοδος της Κίνας) έμοιαζαν με μόνιμη κατάσταση υπαρξιακού πανικού.

Η έλλειψη καθορισμένου μπούσουλα για τα όρια της δράσης ή τις αντοχές των ΗΠΑ σε έναν πλανήτη όπου δεν αποτελούσαν απόλυτη ηγεμονική δύναμη, αλλά απλώς ανώτερη πολλών υποδεέστερων παικτών, σήμαινε την επεξεργασία νέων ad hoc σχεδίων κάθε φορά.

Προσεγγίζοντας το ζήτημα από τη θεσμική πλευρά του, ο Λόρενς Σάμερς, υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Κλίντον, αναδείκνυε πρόσφατα από τις στήλες των «Financial Times» τον αρνητικό ρόλο της δεύτερης προεδρικής θητείας. Μιλώντας για «40 χαμένα χρόνια», ο Σάμερς συμπέραινε ότι «οι ηγέτες που πλησιάζουν στη λήξη της θητείας τους χάνουν την ικανότητα να επηρεάζουν άλλους παίκτες προσφέροντας μελλοντικές αμοιβές». Το πόρισμά του διατυπωνόταν με το μυαλό στην εσωτερική πολιτική διαδικασία, έχει οπωσδήποτε όμως και διεθνείς προεκτάσεις. Αποδυναμωμένοι ηθικά πρόεδροι, όπως ο Μπιλ Κλίντον, ή απαξιωμένοι πολιτικά, όπως ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, είχαν περιορισμένη απήχηση στο διεθνές χρηματιστήριο και μειωμένη νομιμοποίηση προς επανασχεδιασμό των προσανατολισμών της χώρας.
Η πολιτική παράλυση
Το ερώτημα είναι αν παρόμοιες αδυναμίες εγγράφονται στο παθητικό συγκεκριμένων πολιτικών ή αν εδράζονται σε βαθύτερα δομικά αίτια. Επιφανείς αμερικανοί δημοσιολόγοι όπως ο πολιτικός αναλυτής Τζο Κλάιν του «Time», o δημοκρατικός οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν των «New York Times» ή ο ρεπουμπλικανός σχολιαστής Ντέιβιντ Φραμ του «Atlantic» επικρίνουν σε τακτική βάση την κατάρρευση της πολιτικής διαδικασίας στην Ουάσιγκτον. Το περίφημο σύστημα «ελέγχων και ισορροπιών» μπορεί να εξασφαλίζει στο αμερικανικό πολίτευμα τη βέλτιστη διάκριση των εξουσιών, ταυτόχρονα όμως προϋποθέτει τη συναίνεση μεταξύ νομοθετικού και εκτελεστικού βραχίονα, ιδιαίτερα όταν πρόεδρος και κοινοβουλευτική πλειοψηφία προέρχονται από αντίπαλα στρατόπεδα. Από το 1985 και μετά, ωστόσο, οι γραμμές μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών γίνονται όλο και περισσότερο απροσπέλαστες.
Τον Φεβρουάριο του 2014 ο απολογισμός του κοινοβουλευτικού έργου που δημοσίευσε το περιοδικό «Congressional Quarterly» έδειχνε ότι στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου πλειοψηφούν οι Ρεπουμπλικανοί, οι εκπρόσωποί τους ψήφισαν το 2013 σύμφωνα με την κομματική γραμμή στο 92% των περιπτώσεων. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στη Γερουσία, με τους εκεί υπερισχύοντες Δημοκρατικούς να συντάσσονται με το «μαντρί» στο 94% των ψηφοφοριών. Τα παραπάνω συνιστούν ποσοστά-ρεκόρ από το 1956, οπότε το περιοδικό ξεκίνησε καταμετρήσεις αποτελεσμάτων, επιβεβαιώνοντας μια σταθερά ανοδική πορεία από το 1985, όταν αμφότερα έφταναν μόλις το 75%.

Ως αποτέλεσμα, το 113ο Κογκρέσο είχε τη χειρότερη νομοθετική επίδοση από το 1947, με μόλις 58 από τα 6.336 νομοσχέδια που κατατέθηκαν να κυρώνονται. Οι δύο κυρίαρχες κομματικές αντιλήψεις, ριζικά αποκλίνουσες αναφορικά με την πολιτική κατεύθυνση των ΗΠΑ, πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να επιδιώξουν κοινό έδαφος συνεννόησης στην εξωτερική πολιτική –όπου άλλωστε παραδοσιακά οι Ρεπουμπλικανοί κατηγορούν τους Δημοκρατικούς σχεδόν ως ριψάσπιδες και οι Δημοκρατικοί τους Ρεπουμπλικανούς ως περίπου πολεμοκάπηλους.



Η αυτοκρατορική υπερέκταση
Αν στο επίπεδο της «μεσαίας διάρκειας» η αδυναμία συνεννόησης των θεσμικών παικτών, είτε ως ένδειξη πολιτικής μυωπίας είτε ως επιβεβαίωση κοινωνικών ρήξεων, επιφέρει ακινησία σκέψης, στο επίπεδο της «μακράς διάρκειας» ενδεχομένως οι εξελίξεις να έχουν ήδη δρομολογηθεί. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, στους κύκλους των διανοουμένων είναι δημοφιλές το αφήγημα της «αμερικανικής παρακμής». Οι συντηρητικοί θεώρησαν ότι το πλήγμα στο εσωτερικό της χώρας αποτελούσε σάλπισμα υποχώρησης της στρατιωτικής της ισχύος. Οι φιλελεύθεροι ότι ο κατά Μπους «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» διάβρωσε κεντρικές αξίες της κοινωνίας. Για τους μεν η μεγάλη ύφεση του 2008 ήταν ηθικό ζήτημα, μια κρίση απληστίας. Για τους δε αποτελούσε κοινωνικό ζήτημα, μια επιστροφή της ανισότητας. Η απαισιοδοξία εγγίζει τα όρια του μηδενισμού: ο Σαμ Σέπαρντ, σε συνέντευξή του στον «Guardian» στις 7 Σεπτεμβρίου, δηλώνει χωρίς περιστροφές ότι «η Αμερική τελείωσε ως κουλτούρα. Ολοι πιστεύουν τον μύθο ότι εδώ μπορείς να τα καταφέρεις. Δεν μπορείς όμως».
Διόλου περίεργο που ο συνδυασμός στρατιωτικών περιπλοκών και οικονομικής αναιμίας οδήγησε στην αναβίωση της (μηχανιστικής, ομολογουμένως) ερμηνείας του ιστορικού του Γέιλ, Πολ Κένεντι, περί «αυτοκρατορικής υπερέκτασης» (imperial overstretch). Διατυπωμένη σχεδόν 25 χρόνια πριν στο βιβλίο του «The Rise and Fall of the Great Powers» (εκδ. Random House), η θέση του Κένεντι συσχέτιζε την οικονομική και την τεχνολογική με τη στρατιωτική ισχύ, προβλέποντας ότι τα ελλείμματα των ΗΠΑ σε συνδυασμό με τις δεσμεύσεις τους σε παγκόσμιο επίπεδο θα οδηγούσαν σε φαύλο κύκλο ο οποίος θα επιδεχόταν μόνο τη διαχείριση της σχετικής τους παρακμής, όχι την υπέρβασή της. Μιλώντας στο δίκτυο PBS, το 2010, ο Κένεντι έβλεπε στην Αμερική του 21ου αιώνα το αντίστοιχο της υποχώρησης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας τον 20ό. Ο διεθνής ανταγωνισμός θα γινόταν σε ένα περιβάλλον πρώτου μεταξύ ίσων, όπου προεξάρχουσα θα ήταν η Κίνα: «Θα μπορούσα να δω πιθανώς σε απόσταση 25 ετών τις ΗΠΑ, μια ραγδαία αναπτυσσόμενη Βραζιλία, την Κίνα, την Ινδία, μια πιθανώς ενοποιημένη Ευρωπαϊκή Ενωση και το σύνολο μοιάζει με το σύστημα του συνεδρίου της Βιέννης υπό τον Μέτερνιχ μετά την ήττα του Ναπολέοντα το 1815 –μια συμφωνία μεγάλων δυνάμεων».
Οπωσδήποτε, το παιχνίδι των προβλέψεων είναι επικίνδυνο και ατελέσφορο. Αλλωστε ο Πολ Κένεντι είναι ένας από αυτούς που κολυμπούσαν τότε στο mainstream του στοχασμού της εποχής τους οραματιζόμενοι μια Ιαπωνία κυρίαρχη οικονομική δύναμη και μια Σοβιετική Ενωση στα πόδια της. Ηδη, τέσσερα χρόνια μετά, η τότε αισιοδοξία του για την ΕΕ ακούγεται ως ευχολόγιο.
Και τώρα, τι κάνουμε;
Επιστρέφοντας στο παρόν και στον Μπαράκ Ομπάμα, όμως, για να κατανοήσει κανείς το πώς πολιτεύεται στο εξωτερικό θα πρέπει να θυμηθεί τι πρέσβευε στο εσωτερικό στον δρόμο προς την πρώτη του εκλογή το 2008. Ηταν ο άνθρωπος του «Yes, We Can» που θα γεφύρωνε οριστικά το φυλετικό χάσμα, ο αρχιτέκτονας του «Change We Can Believe in» που θα μετουσίωνε σε πράξη το αίτημα της ανανέωσης μιας σταφιδιασμένης πολιτικής, ο «No-Drama Obama» που θα κυβερνούσε όπως πολιτεύθηκε –συμφιλιωτικά, χωρίς υστερίες, μεγαλοστομίες και βερμπαλισμούς. Εξελέγη για να υπηρετήσει μια εσωτερική ατζέντα, η οποία μάλιστα λόγω της κρίσης αποσύρθηκε προτού καν τελειώσει η προεκλογική εκστρατεία. Η εξωτερική πολιτική του δεν διακρινόταν από κάποιο όραμα, γιατί εκεί αρκούσε, υποτίθεται, η προσωπική ακτινοβολία του και το να είναι ο αντι-Μπους. Δεν εξήγγειλε ποτέ μια στρατηγική για τον 21o αιώνα, γιατί ποτέ δεν ήταν στις προτεραιότητές του. Υποσχόμενος να απόσχει από τη μονομερή δράση, από αυτό που αποκαλούσε χαρακτηριστικά «stupid stuff», «ανοησίες», o Ομπάμα εξαντλούσε το κεφάλαιο στο οποίο είχε επενδύσει. Για τα υπόλοιπα, έφταναν τα drones.
Και τώρα; Ηδη στις 7 Σεπτεμβρίου, σε μια άλλη συνέντευξη Τύπου, ο 44ος πρόεδρος είχε το σκονάκι για το ISIS: «Εχουμε μια εξελισσόμενη στρατηγική, θα τους αποδυναμώσουμε συστηματικά, θα συρρικνώσουμε τα εδάφη που ελέγχουν και στο τέλος θα τους νικήσουμε». Σαν τον στίχο του «Αγγελου εξάγγελου», όλα αυτά «ακούγονταν ευχάριστα στα αφτιά μας», ενώ όμως ο Μπαράκ Ομπάμα φέρεται έτοιμος να καταφύγει για μία ακόμη φορά στα αεροπορικά πλήγματα άλλοι όπως ο Τζορτζ Πάρκερ του «New Yorker» συσχετίζουν το σήμερα με την πτώση της Σαϊγκόν. Γερμένος πάνω σε ένα δεκανίκι, όπως όλοι οι αμερικανοί πρόεδροι της τελευταίας διετίας τους, «lame duck» κατά την πολιτική ορολογία της Ουάσιγκτον, θα συνεχίσει να ηγείται μιας πρώην μοναδικής υπερδύναμης που δεν έχει αίσθηση για το πώς θα διαχειριστεί μια κινεζική αναδυόμενη υπερδύναμη, μια Γηραιά Ηπειρο που διολισθαίνει προς ακροδεξιές λύσεις, μια νεοαπολυταρχική Ρωσία ή μια αποδιαρθρωμένη Μέση Ανατολή. We have no strategy, indeed.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ