«Ο αδελφός μου φοβάται να μην είμαι μαζί του»

Αγγελος και Μιχάλης Καζάζης – μαθητές 6 ετών

Μιχάλης: «Δεν μοιάζουμε καθόλου με τον αδελφό μου. Εγώ βγήκα πρώτος από την κοιλιά της μαμάς, είμαι δύο λεπτά πιο μεγάλος, τον περνάω έναν χρόνο! Εγώ φοράω παπούτσι νούμερο 33, εκείνος νούμερο 31. Εμένα ο καλύτερός μου φίλος είναι ο κανένας. Κάνω παρέα με τους φίλους του Αγγελου. Η μαμά με αγαπάει πολύ και τον Αγγελο πολύ λίγο. Εγώ κερδίζω όταν παίζουμε. Μου αρέσει η ταινία “Βρέχει κεφτέδες”. Με ενοχλεί ο αδελφός μου. Μακάρι ο Αγγελος να ήταν μωρό και να τον έβαζα σε μια πισίνα και να έκλαιγε. Προχθές πήγε η μαμά να πετάξει τη γόμα του Αγγελου και έκλαιγα και εγώ. Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το κόκκινο. Εμένα μου αρέσει το λιοντάρι, γιατί ο μπαμπάς μου όταν ήμουν μικρός με φώναζε “βασιλιά”. Είμαι πιο ψηλός. Ο αδελφός μου φοβάται τα μπουρλότα. Οταν μεγαλώσω θα γίνω αρχιτέκτονας και θα φτιάξω στη μαμά το δεντρόσπιτο που θέλει. Η μαμά λέει ότι μπορώ να πάω και στο Παρίσι να χτίζω σπίτια και τότε ο Αγγελος λέει: “Οχι!”. Είμαι κολλητός με τον αδερφό μου».

Αγγελος: «Εγώ έχω πολλούς φίλους: Γιάννης, Κωνσταντίνος, Δανάη… Θέλω ο αδελφός μου να βρει τους δικούς του φίλους. Μας αγαπάει και το ίδιο κορίτσι, η Μ., η “χαζή”. Με τον αδερφό μου παίζουμε μαζί πόλεμο και Νintendo. Εγώ κερδίζω. Δεν έχουμε τον ίδιο νονό. Τα αγαπημένα μου χρώματα είναι το μπλε και το γαλάζιο. Εμένα το αγαπημένο μου ζώο είναι ο αετός, ο βασιλιάς των πουλιών. Εγώ κοιμάμαι κάτω στην κουκέτα, γιατί κουνιέμαι πολύ και η μαμά λέει ότι θα πέσω. Θα ήθελα να έχω ένα μωρό, έναν Μιχάλη μωρό. Ο αδελφός μου φοβάται να μην είμαι μαζί του. Φοβάται να μη φεύγω μακριά από τη μαμά όταν πάμε σε διάφορα μέρη. Οταν πάμε διακοπές και περπατάμε στη θάλασσα, ο Μιχάλης λέει: “Αγγελε, μην πας εκεί, θα χαθείς!”. Και στο “Jumbo” τα ίδια λέει. Εμένα από ταινίες μου αρέσουν “Τα στρουμφάκια”, το “Εγώ, ο απαισιότατος” και το “Βρέχει κεφτέδες”. Μου αρέσει να με φιλάνε ο μπαμπάς μου και η μαμά μου. Και ο αδελφός μου θέλω να με φιλάει, αλλά δεν το κάνει ποτέ. Ο Μιχάλης λέει κάθε βράδυ: “Καληνύχτα, μαμά, καληνύχτα, μπαμπά. Μη μιλάτε”. Εγώ τρώω τα μακριά μακαρόνια, ο αδερφός μου τα κοντά. Τον φωνάζω “λεμονανθό” γιατί δεν του αρέσει πώς μυρίζουν το πορτοκάλι και το λεμόνι».

«Είναι σαν να βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη»

Στεφανία και Σοφία Ξύδη – μαθήτριες 11 ετών

Σοφία: «Αν εγώ είμαι το κοτσάνι, την αδελφή μου τη νιώθω σαν τα φύλλα του λουλουδιού. Εγώ είμαι δύο λεπτά πιο μεγάλη. Είμαστε καλύτερες από κολλητές φίλες γιατί είμαστε μαζί και στο σχολείο και στο σπίτι. Μας αρέσει να χορεύουμε, να κάνουμε ρόλερ, να σχεδιάζουμε ρούχα για τις κούκλες μας, να ακούμε τραγούδια στο λάπτοπ. Τσακωνόμαστε συνέχεια, π.χ., γιατί πήρε η μία την πιο όμορφη Μπάρμπι. Μετά, όμως, επειδή βαριόμαστε να μη μιλάμε και να είμαστε τσακωμένες, πηγαίνει η μία κοντά στην άλλη, αγκαλιαζόμαστε ή δίνουμε ένα φιλάκι και ξεκινάει πάλι το παιχνίδι. Η Στεφανία είναι πιο ντροπαλή, και αυτό μου αρέσει γιατί την κάνει πιο χαριτωμένη. Εγώ είμαι πιο δυναμική. Στο σχολείο τα πάμε το ίδιο καλά. Αμα μια μέρα διαβάσω καλά εγώ, θα διαβάσει και η Στεφανία αναγκαστικά γιατί σε κάθε μάθημα που πρέπει να μάθουμε απέξω, η μία τσεκάρει την άλλη. Εγώ θέλω να γίνω σχεδιάστρια μόδας, κτηνίατρος, καθηγήτρια ισπανικών. Μια μέρα η Στεφανία είχε χτυπήσει το πόδι της και εγώ έκλαιγα. Ηταν σαν να το είχα πάθει εγώ. Οπως η μαμά και ο μπαμπάς αγαπιούνται πολύ, έτσι και εμείς».

Στεφανία: «Η Σοφία είναι η καλύτερή μου φίλη. Εχουμε μια διαφορετική επαφή μεταξύ μας. Δεν είναι τόσο συναρπαστικό όταν έχεις μικρότερα ή μεγαλύτερα αδέλφια, γιατί έχουν άλλες παρέες. Μερικές φορές μιλάμε ταυτόχρονα. Η μαμά μάς λέει πώς όταν η μία παραμιλάει στον ύπνο της, η άλλη τής απαντάει. Συνέχεια σκεφτόμαστε το ίδιο πράγμα. Οι φίλοι στην τάξη που μας ξέρουν από μικρές μας ξεχωρίζουν, οι άλλοι μάς μπερδεύουν. Μερικές φορές είναι βαρετό, είναι σαν να βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Ο μπαμπάς και η μαμά μάς αγαπούν το ίδιο, παρ’ όλο που εγώ όταν ήμουν μικρή είχα αδυναμία στον μπαμπά και η Σοφία στη μαμά. Εχει συμβεί στο σχολείο να αρέσουμε στο ίδιο αγόρι, αλλά δεν δίνουμε σημασία. Μια φορά είχαμε κάνει πλάκα στους φίλους της μαμάς και του μπαμπά. Επειδή μας ξεχώριζαν από μια ελίτσα που έχει η Σοφία, είχα βάλει και εγώ μία με καφέ μαρκαδόρο. Χωριζόμαστε μόνο όταν η μία είναι άρρωστη και η άλλη πάει στο σχολείο. Εγώ θέλω να γίνω αρχιτέκτονας και διακοσμήτρια εξωτερικών χώρων. Οταν θα μεγαλώσουμε και θα γίνουμε 30 ή 40 χρονών, τότε αναγκαστικά θα χωριζόμαστε, γιατί θα έχουμε τις δικές μας οικογένειες, τη δική μας ζωή η καθεμία, αλλά πάλι θα αγαπιόμαστε πολύ. Μπορεί εγώ να θελήσω να πάω στο Λονδίνο και η αδελφή μου στο Μόντρεαλ. Θα μου λείψει, αλλά υπάρχει και το Skype!».

«Οταν είμαι με την αδελφή μου, είναι σαν να είμαι μόνη μου»

Ναντίνα και Νατάσσα Αργυροπούλου – μαθήτριες

17 ετών

Ναντίνα: «Δεν καταλαβαίνουμε γιατί κάποιοι επιμένουν ότι είμαστε ίδιες. Εμείς θεωρούμε ότι δεν μοιάζουμε καθόλου, ίσως μόνο τα μαλλιά, τα χαρακτηριστικά του προσώπου μας είναι τελείως διαφορετικά. Εντάξει, σε κάποιες φωτογραφίες που είμαστε πολύ μικρές ούτε εγώ μας ξεχωρίζω. Μια ιστορία που η μαμά λέει και ξαναλέει είναι όταν ήμασταν μωρά και αρρωσταίναμε, οι γονείς έβαζαν με μαρκαδόρο ένα σημάδι σε αυτή που έπαιρνε αντιβίωση για να μη διακινδυνεύσουν μέσα στη νύχτα να δώσουν δύο φορές φάρμακο στο ίδιο παιδί! Χώρια τις φορές που τάιζαν τη μία δύο φορές και η άλλη έμενε νηστική και έκλαιγε. Στον χαρακτήρα μοιάζουμε πολύ. Εχουμε τις ίδιες αντιλήψεις, τις ίδιες ηθικές αρχές. Μόνο που εγώ είμαι πάντα πιο “τσίτα”, πιο νευρική, η αδελφή μου είναι πιο ήρεμη. Είμαστε πολύ δεμένες, αλλά επιδιώκουμε να είμαστε μαζί με τους φίλους μας, μας κάνει καλό να είμαστε με άλλους ανθρώπους, να εκτιθέμεθα σε καινούργια πράγματα. Εχουμε τις ίδιες παρέες, βέβαια αν κάποιος θέλει να κάνει περισσότερο παρέα με τη μία, αναγκαστικά θα έχει στο κεφάλι του και την άλλη! Δεν ντυνόμαστε το ίδιο, αλλά μαζί βρίσκουμε τι θα φορέσουμε. Με τα αγόρια δεν υπάρχει πρόβλημα. Κάποιος που θα μας γνωρίσει μαζί, θα καταλάβει με την κουβέντα με ποια ταιριάζει περισσότερο».

Νατάσσα: «Η καθηγήτρια της Βιολογίας μάς ρωτάει συνεχώς πράγματα. Είναι ενδιαφέρον ότι, σαν ομοζυγωτικά δίδυμα, έχουμε 100% το ίδιο DNA. Μεγαλώνοντας, βέβαια, οι επιδράσεις του περιβάλλοντος σε διαφοροποιούν, π.χ., αν η μία εκτεθεί περισσότερο στον ήλιο, θα έχει διαφορετική επιδερμίδα. Δεν επιζητάμε τη μοναξιά, μας αρέσει να έχουμε φίλους. Βέβαια, και όταν μένουμε μέσα, είναι σαν να έχουμε βγει, γιατί πάντα έχουμε παρέα. Από την άλλη, όταν μένω με την αδελφή μου είναι σαν να είμαι μόνη μου. Συχνά κοιμόμαστε μαζί, όπως μια κολλητή φίλη πάει να κοιμηθεί στο σπίτι της άλλης. Η μία ξέρει τα πάντα για την άλλη, έχουμε τα δικά μας μυστικά. Μόνο στην αδελφή σου μπορείς να έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη. Μιλάμε συνέχεια και συζητάμε τα πάντα. Μια φορά, μια καθηγήτρια μας έκανε παρατήρηση: “Δεν σας φτάνει που είστε όλη τη μέρα στο σπίτι μαζί; Τι έχει μείνει να συζητήσετε;”. Δεν έχουμε ανταγωνισμό μεταξύ μας, η μία βοηθάει την άλλη. Και τώρα που διαβάζουμε για τις Πανελλαδικές αυτό κάνουμε. Είμαστε κοντά στους βαθμούς. Δεν μπορεί η μία να μείνει πίσω, γιατί πάντα υπάρχει η άλλη που θα την επαναφέρει, θα καλύψει τα κενά της, θα την εξετάσει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, αφού ξέρει ποιες ακριβώς είναι οι αδυναμίες της. Δεν μας αγχώνει αν θα περάσουμε σε σχολές σε διαφορετικές πόλεις. Θα βρισκόμαστε. Απέναντι στους γονείς είμαστε ενωμένες, είμαστε κόμμα, αν η μαμά μαλώσει τη μία, θα έχει να κάνει και με την άλλη».

«Ευγνωμονούμε τη μητέρα μας που δεν μας έντυνε ίδια»

Κωνσταντίνος Κολιβάνης – υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του / Μιχάλης Κολιβάνης – ιδιωτικός υπάλληλος

24 ετών

Κωνσταντίνος: «Θυμάμαι, πιτσιρικάς, κοίταζα τον αδελφό μου και σκεφτόμουν: “Ρε φίλε, αυτός τώρα εκεί απέναντι, είμαστε τόσο ίδιοι, αλλά είναι ένας άλλος άνθρωπος!”. Δεν ήταν ποτέ βάρος αυτή η σχέση μας, είναι σαν τρόπος ζωής. Ευγνωμονούμε μόνο τη μητέρα μας που δεν μας φόραγε τα ίδια ρούχα. Οι δίδυμοι δεν αντέχουμε τη μοναξιά. Ο πρώτος, επίσημος αποχωρισμός μας έλαβε χώρα πέρυσι όταν εγώ έφυγα για μεταπτυχιακό στην Ολλανδία. Οταν από την πρώτη στιγμή της ζωής σου ως τα 23 σου βρίσκεσαι “αγκαζέ” με κάποιον, δεν είναι εύκολο. Για τον αδελφό μου δεν ήταν τόσο επώδυνο, είχε τάσεις ανεξαρτητοποίησης από πιο νωρίς, άλλωστε έμεινε εδώ μαζί με όλους μας τους φίλους. Πάντα είχαμε τις ίδιες παρέες. Μεγαλώνοντας, βέβαια, άρχισε να με ψιλοτσατίζει που ακόμη και ένας κολλητός μπορεί να σε βλέπει σαν ένα πρόσωπο και να σκέφτεται: “Δεν μπορώ να εμπιστευθώ κάτι στον Κωνσταντίνο χωρίς εκείνος να το ‘σφυρίξει’ στον Μιχάλη”. Οταν το συνειδητοποιήσαμε αυτό, αποφασίσαμε ο καθένας να διαφυλάσσει τα μυστικά του. Πολλές φορές είναι σαν να σκέφτεσαι διά δύο, π.χ., όταν πηγαίνω να αγοράσω μια μπλούζα, σκέφτομαι αυτομάτως αν το ίδιο ρούχο θα ταίριαζε και στον αδελφό μου».

Μιχάλης: «Πολύ συχνά εκεί που καθόμαστε στον καναπέ, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια συζήτηση, χωρίς κανένα ερέθισμα, αρχίζουμε να μιλάμε σχεδόν ταυτόχρονα, π.χ. για το ίδιο πρόσωπο. Μπορεί να τύχει να μιλήσεις με τον έναν, έπειτα από μία ώρα να μιλήσεις με τον άλλον και να σου πει ακριβώς τα ίδια. Λογικό, είναι τα κοινά βιώματα. Εχουμε γενικά τα ίδια γούστα (μουσικές, σινεμά κτλ.), ήμασταν το ίδιο καλοί μαθητές, παίζουμε το ίδιο καλή μπάλα, έχουμε τις ίδιες αρχές, και οι δύο δεν θυμόμαστε ποτέ στίχους από τραγούδια. Ως χαρακτήρες διαφέρουμε. Αυτό που ζηλεύω σε αυτόν είναι ότι παραμένει πιο τσαμπουκάς από μένα, ότι έρχεται πιο εύκολα σε ρήξη. Και τα όνειρά μας για το μέλλον κινούνται σε διαφορετική τροχιά. Εγώ είμαι πιο κλειστός, επιζητώ πιο πολύ την ηρεμία μου, κάποια μέρα θέλω να πάω να ζήσω στο Ναύπλιο. Ο αδελφός μου προτιμά την Αθήνα, του αρέσει να βρίσκεται εκεί που γίνεται το σούσουρο. Οσον αφορά τα κορίτσια, από την πρώτη στιγμή μπαίνουν στη διαδικασία να επιλέξουν τον έναν. Η κοπέλα μου, για παράδειγμα, μας γνώρισε ταυτόχρονα, αλλά εγώ τής έκανα “κλικ”. Οσο όμοιος και να είσαι φυσιογνωμικά, εξωτερικεύεις διαφορετική ενέργεια. Επειδή εγώ είμαι κατά τρία λεπτά μεγαλύτερος, η μητέρα μας φωνάζει τον Κωνσταντίνο “μικρό”. Γενικά θέλει να είμαστε μαζί, την τρομάζει όταν απομακρυνόμαστε. Εμένα μου έκανε καλό ο αποχωρισμός μας. Ηθελα να γνωρίσω τον εαυτό μου χωρίς τον αδελφό μου».

«Μαθαίνεις να ζεις κουβαλώντας πάντα “κάτι” μαζί σου»

Μάκης και Λάκης Καλύβας – πλακάδες, διακοσμητές

36 ετών

Μάκης: «Από τον τρόπο που με κοιτάς στον δρόμο, ξέρω ποιον από τους δυο μας θέλεις. Εχω κουραστεί να εξηγώ. Αγκαλιάζω, φιλάω, αλλά, όταν πας να αρχίσεις διάλογο, λέω: “Συγγνώμη, βιάζομαι, έχω δουλειά”. Παιδιά παίζαμε συνέχεια ξύλο. Στο σχολείο ήμασταν κάτι σαν μασκότ. Και οι δύο σκράπες στα μαθήματα. Στο τεχνικό λύκειο, μια χρονιά, λέει ο Λάκης στον καθηγητή: “Ολο τους ίδιους και τους ίδιους ρωτάς. Ρώτα κανέναν άλλον!”. “Θα μου πεις το όνομά σου και θα σε ‘φτιάξω’ στο τρίμηνο, για να μάθεις να έχεις τρόπους”. Αντί, όμως, να “φτιάξει” τον αδελφό μου, “άφησε” στο μάθημα εμένα. Πιάνω τον καθηγητή, του λέω “ρώτα και τα παιδιά της τάξης που μας ξεχωρίζουν”. Μου λέει: “Αποκλείεται, με κοροϊδεύετε”. Ο Λάκης, βέβαια, δεν μίλησε, κορόιδο ήταν; Ως τα 15 μαθαίνεις να ζεις, κουβαλώντας πάντα “κάτι” μαζί σου. Πώς κρατάς ένα τσιγάρο; Μέχρι τα 30 μαζί στη δουλειά και στο σπίτι. Υστερα ο κρίκος σπάει. Μια φορά νοσηλεύτηκε έπειτα από τροχαίο. Είχε πάθει και διάσειση, δεν μας αναγνώριζε, ξεχνούσε ότι είχε πόδι σπασμένο και έκανε να φύγει. Μια μέρα τον επισκέπτομαι στο νοσοκομείο. Μόλις πάω να φύγω, ακούω: “Νεαρέ, πού πας; Θα φωνάξω τον σεκιουριτά”. Εξηγώ ότι είμαι άλλος. “Βρε, πήγαινε στο κρεβάτι σου, γιατί θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα”. Ηρθαν ο σεκιουριτάς, διευθυντές κτλ. Στον Λάκη μού αρέσει που είναι φιλότιμος, θα βοηθήσει όποιον έχει ανάγκη. Οταν είσαι μικρός, υπάρχει ένα ένστικτο, σαν σφίξιμο, νιώθεις ότι κάτι θα συμβεί στον άλλον. Δεν ξέρω αν αυτό που αισθάνομαι σήμερα για εκείνον είναι αγάπη. Σίγουρα είναι ενδιαφέρον. Πώς είναι, ας πούμε, ένα ζευγάρι που ξεκινάνε ερωτευμένοι και έπειτα από δέκα χρόνια νοιάζονται ο ένας για τον άλλον;».

Λάκης: «Κάποιοι που δεν μας ξέρουν λένε “Μάκη – Λάκη” και όποιος γυρίσει. Και η μάνα μας ακόμη τρώει “κόλλημα” όταν μας βλέπει πλάτη. Φοράγαμε τα ίδια ρούχα, το ίδιο νούμερο παπούτσι, τα ίδια σιδεράκια για επτά χρόνια, τρώγαμε τις ίδιες ώρες. Μια φορά, στα επεισόδια του 2008, μας σταμάτησαν σε ένα μπλόκο πίσω από το Πολυτεχνείο. Οδηγώ το μηχανάκι του αδελφού μου (εγώ έχω αυτοκίνητο), με τον Μάκη συνοδηγό. Οταν βλέπουμε το μπλόκο, ο Μάκης με σκουντάει με τα πόδια: “Τώρα είσαι ο Μάκης”. Μας σταματάνε: “Αδεια, δίπλωμα, ασφάλεια. Ανοίξτε τα κράνη”. Παίρνει ο αστυνομικός τα χαρτιά μας και κοιτάζει πρόσωπα και ταυτότητες. “Φύγετε!” λέει ύστερα από λίγο. “Δεν βγάζω άκρη”. Μπορεί κάποιος να καταλάβει ότι είμαι εγώ από τον τρόπο με τον οποίο χαμογελάω. Ο αδελφός μου είναι πιο προσγειωμένος. Και στη δουλειά εγώ δεν φοράω γάντια όπως ο Μάκης, επειδή θέλω να έχω επαφή με το υλικό που φτιάχνω. Θέλω να ζήσω μόνος, χωρίς τον αδελφό μου. Είναι μέσα στα σχέδιά μου. Θέλω να κοιτάξω πια λίγο τον εαυτό μου».

«Τα παιδιά μας δεν ήξεραν ποιος είναι ο μπαμπάς τους»

Ζεράρ και Τεό Καραβανής – κοσμηματοπώλες

40 ετών

Ζεράρ: «Οταν τελείωνε η δική του θητεία στο Ναυτικό, πήγα εγώ. Και εμφανίζομαι τώρα “ψάρακας” στη Σαλαμίνα. Βγαίνω από το καραβάκι που μας μετέφερε στον ναύσταθμο και καθώς περπατάω αρχίζουν άπαντες να με χαιρετούν, αξιωματικοί, διοικητές: “Ακόμη εδώ, ρε ναύτη;” και άλλα τέτοια. Θυμάμαι ότι όλοι οι κληρούχοι είχαν “ψαρώσει”: “Μα αυτός μόλις τώρα ήρθε, μαζί μας!”. Οταν συνειδητοποίησαν στη Σαλαμίνα ότι είμαι άλλος, κόντευα πλέον να τελειώσω. Στη δουλειά ο καθένας κυνηγάει διαφορετικά πράγματα, αλλά για έναν κοινό στόχο: να μπουν λεφτά στην επιχείρηση. Εχουμε τα ίδια ενδιαφέροντα, τα ίδια γούστα (από τα δέκα πράγματα που θα διαλέξουμε για το μαγαζί, τα οκτώ θα είναι τα ίδια), αλλά έχουμε άλλον τρόπο λειτουργίας, άλλες ιδέες και άλλη χημεία με τους πελάτες. Ο Τεό είναι πιο σοβαρός, εγώ πιο αλλοπρόσαλλος. Είναι σημαντικό ότι δεν είμαστε διαρκώς μαζί, ο ένας έχει αναλάβει το κατάστημα της Κηφισιάς, ο άλλος της Γλυφάδας. Απόλυτη εμπιστοσύνη. Είναι σαν να έχεις έναν κλώνο σου στο πόδι σου όταν εσύ απουσιάζεις. Πολλές φορές, μάλιστα, έχουμε ευχηθεί να μπορούσαμε να είχαμε άλλους δύο τέτοιους κλώνους, για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο!».

Τεό: «Εκτός από τον στρατό, η πρώτη φορά που αποχωριστήκαμε ήταν όταν, στο πλαίσιο ενός προγράμματος Erasmus, εγώ πήγα στη Μαδρίτη και εκείνος στην Ουαλλία. Μια φορά με επισκέφθηκε και κάναμε χωριστά μια βόλτα στα μαγαζιά. Συναντηθήκαμε αργότερα στο ξενοδοχείο. Είχαμε αγοράσει από το ίδιο μαγαζί το ίδιο ακριβώς κοστούμι. Και τώρα πρόσφατα, φτάνω πρώτος σε ένα εστιατόριο, παραγγέλνω. Υστερα από λίγο έρχεται στην παρέα και ο Ζεράρ και παραγγέλνει ακριβώς τα ίδια: ένα ποτήρι νερό με πολλά παγάκια, σφυρίδα κτλ. Οι φίλοι στο τραπέζι τον κοιτούν άναυδοι. Στην επιχείρηση δεν γίνονται συγκρίσεις, ο καθένας κάνει τη δουλειά του όπως εκείνος ξέρει. Η βασική γραμμή του μαγαζιού είναι η ίδια, αν και το προσωπικό έχει να φροντίσει να μάθει τα χούγια του καθενός. Υποτίθεται ότι μας ξεχωρίζουν, αλλά αν για κάποιον λόγο “ανακατέψουμε” τα προγράμματα, αν π.χ. πάει ο Ζεράρ στο μαγαζί της Γλυφάδας μια άσχετη μέρα, δεν είμαι σίγουρος ότι θα τον αναγνωρίσουν. Ολα τα έχουμε κάνει με τρία χρόνια διαφορά. Πρώτος εγώ, ακολουθούσε ο Ζεράρ. Παντρεύτηκα εγώ, έπειτα από τρία χρόνια εκείνος, έκανα εγώ παιδιά, τρία χρόνια μετά εκείνος, ελπίζω μόνο να μη χωρίσει και εκείνος, γιατί κοντεύουν τα τρία χρόνια! Και οι κόρες μου και οι γιοι του είχαν τεράστιο πρόβλημα μαζί μας ως την ηλικία των 2,5 ετών. Δεν ήξεραν ποιος ήταν ο μπαμπάς τους. Οταν έμπαιναν σε ένα δωμάτιο με τους δυο μας μέσα, ο πρώτος που αντίκριζαν, όποιος και να ήταν, ήταν για αυτά ο μπαμπάς τους. Οταν μπερδεύονταν, η πρώτη αντίδραση ήταν το γοερό κλάμα».

«Από την ίδια “μαγιά” γίναμε δύο διαφορετικοί άνθρωποι»

Κωνστάντια Παπαδημητρίου – νηπιαγωγός / Μαρία Παπαδημητρίου – συντηρήτρια αρχαιοτήτων

44 ετών

Μαρία: «To 1968 δεν υπήρχαν υπερηχογραφήματα. Γεννήθηκα πρώτη εγώ σε μια ιδιωτική κλινική στην Πάτρα. Επειτα από λίγη ώρα, η μητέρα μου λέει: “Νομίζω πως έχω και άλλο παιδί!”. Ο γιατρός θεώρησε ότι έκανε πλάκα. Επειτα από ένα τέταρτο ήρθε η Κωνστάντια. Και επειδή είχε προβλεφθεί νερό μόνο για ένα παιδί, η δεύτερη πλύθηκε με τα απόνερα της πρώτης! Μια πλάκα έχουμε κάνει μόνο, στα 15 μας. Ενα βράδυ είχαν βγει οι γονείς μας για φαγητό και η Κωνστάντια βγήκε κρυφά ραντεβού. Στις 11.00 τηλεφώνησε η μαμά να δει αν είμαστε καλά. Της λέω εγώ: “Ολα μια χαρά”. “Δώσε μου και την Κωνστάντια να της μιλήσω”. Ξαναπήγα στο τηλέφωνο και μίλησα δεύτερη φορά, σαν Κωνστάντια. Δεν κατάλαβε τίποτε. Οι μόνοι που δεν μας μπερδεύουν ποτέ είναι οι παιδικοί μας φίλοι. Ξέρουν καλά ότι είμαστε τελείως διαφορετικές. Ενδεικτικό το παράδειγμα ενός φίλου που πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές και τώρα θέλει συνέχεια να διασκεδάζει. Μου είπε: “Δεν θα με παρεξηγήσεις, αλλά προτιμώ αυτή την περίοδο να βγαίνω με την Κωνστάντια, γιατί δεν μου βάζει δύσκολα! Εσύ με ‘τσιτώνεις’!”. Επειδή δούλεψα από νωρίς, οι γονείς μας θεωρούσαν πάντα ότι εγώ είμαι πιο δυναμική, ότι δεν έχω ανάγκη κανέναν. Την Κωνστάντια, αντίθετα, που άργησε να δουλέψει, την κανάκευαν περισσότερο, τη θεωρούσαν πιο απροστάτευτη, “το παιδί”. Φυσικά, τίποτε από τα δύο δεν ισχύει, απλώς οι γονείς προσκολλώνται σε ταμπέλες. Σήμερα εγώ έχω μεγαλύτερη εξάρτηση από εκείνη. Προχθές, της τηλεφώνησα και της είπα: “Χαθήκαμε!”. Μου απάντησε: “Ευτυχώς!”».

Kωνσταντία: «Μπερδέματα έχουμε σε δραστηριότητες όπου ο κόσμος αγνοεί την ύπαρξη της άλλης. Θυμάμαι σε μια παράσταση χορού στην οποία συμμετείχα, η δασκάλα του χορού είδε σοκαρισμένη τη Μαρία να κάθεται ανάμεσα στους θεατές! Μια γνωστή της Μαρίας κόντεψε να με βρίσει μια μέρα στον δρόμο: “Τι στο διάολο, δεν μου μιλάς;”. Στο πανεπιστήμιο ήταν ο πρώτος μας χωρισμός. Εγώ πέρασα σε σχολή στην Πάτρα, η Μαρία στην Αθήνα. Μας στοίχισε πολύ. Για τέσσερα χρόνια, κάθε εβδομάδα, από Πέμπτη μέχρι Κυριακή, βρισκόμουν στην Αθήνα. Η μητέρα μού φώναζε: “Μέσα σε ένα ΚΤΕΛ είσαι συνέχεια!”. Ο δεύτερος ξεριζωμός ήταν όταν έμεινα δέκα χρόνια στο Παρίσι. Τις δύο φορές που ερχόμουν κάθε χρόνο, υπήρχε η ίδια ένταση στον αποχωρισμό, το ίδιο κλάμα. Παρ’ όλα αυτά, όταν γύρισα πια πίσω, δεν μας πέρασε από το μυαλό να μείνουμε μαζί. Μερικούς τούς ξένισε αυτό. Για εμάς ήταν υγιές. Επειδή έχουμε ένα ισχυρό δέσιμο, μια τρομερή συναισθηματική ένταση μεταξύ μας, αλλά όχι μια παθολογική σχέση. Αυτό που μας έσωσε είναι ότι είμαστε τελείως διαφορετικοί άνθρωποι. Από την ίδια “μαγιά”, το ίδιο οικογενειακό περιβάλλον, τις ίδιες αρχές, η καθεμία από εμάς απομακρύνθηκε και ακολούθησε, βάσει των επιλογών της, τη δική της πορεία. Ακόμη έχουμε ομηρικούς καβγάδες. Στο επόμενο δίλεπτο, όμως, λέμε: “Τελικά τι θα φορέσεις το βράδυ;”».

«Μπήκαμε στο πανεπιστήμιο με μία θέση διαφορά»

Κατερίνα Γαρδίκα – επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Ελένη Γαρδίκα-Κατσιαδάκη – διευθύνουσα του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού
της Ακαδημίας Αθηνών / 62 ετών

Κατερίνα: «Θυμάμαι, χωρίς την παραμικρή ενοχή, το πρώτο ψέμα που είπα ποτέ στη ζωή μου. Η γιαγιά μας ήταν δασκάλα, οπότε όταν πήγαμε στην Α΄ Δημοτικού ξέραμε να διαβάζουμε. Θυμάμαι την τάξη στο δημόσιο σχολείο της Φιλοθέης, το φως, εγώ καθόμουν αριστερά, η αδελφή μου δεξιά. Ηταν οι πρώτες ημέρες και ήμασταν στις πρώτες σελίδες του αναγνωστικού. Και εγώ, μες στη βαρεμάρα μου, πιάνω το βιβλίο και πάω προς το τέλος του, που ήταν πιο πυκνά τα γράμματα, και αρχίζω και διαβάζω από μέσα μου. Ξαφνικά, έρχεται η δασκάλα από πάνω και μου λέει: “Κατερίνα, τα διαβάζεις αυτά;”. Επαθα πανικό! Σκέφτηκα ότι αν της έλεγα “ναι”, θα με έβγαζε από την Α΄ Δημοτικού, θα με έβαζε σε άλλη τάξη και θα με χώριζε από την αδελφή μου. Και είπα “όχι”, ότι δεν τα διάβαζα. Και σήμερα να μου συνέβαινε, το ίδιο θα απαντούσα! Δεν είχαμε μεγάλες αποκλίσεις στις επιδόσεις μας στο σχολείο. Μπήκαμε στο πανεπιστήμιο με μία θέση διαφορά στη σειρά των εισακτέων. Οι επιμέρους βαθμοί μας στις εξετάσεις ήταν τελείως διαφορετικοί, εκεί που είχα πάρει τους πιο υψηλούς βαθμούς, η Ελένη είχε τους πιο χαμηλούς και αντιστρόφως, το άθροισμά μας όμως μας έφερε πάλι μαζί! Μια μέρα, όταν ζούσα στη Θεσσαλονίκη, ο αυτόματος τηλεφωνητής, τον οποίο είχα ξεχάσει να κλείσω, κατέγραψε μια συνομιλία που είχα με την αδελφή μου. Οταν έπαιξα μετά την κασέτα, δεν ξεχώριζα τις φωνές μας, καταλάβαινα ποια είναι ποια από το περιεχόμενο της συζήτησης. Στα ανίψια μου λέω: “Εχετε το μισό DNA μου, και ας μην είστε παιδιά μου!”».

Ελένη: «Δεν έχουμε τις ίδιες μνήμες. Πρόσφατα μιλούσαμε για μια αφήγηση της μητέρας μας που εγώ δεν θυμόμουν καθόλου και για την αδελφή μου ήταν καθοριστική. Μοιάζουμε πολύ σαν χαρακτήρες. Εγώ είμαι πιο δύσθυμη. Μόνο μία φορά έχουμε τσακωθεί πραγματικά. Πρέπει να ήμασταν γύρω στα 12-13, για κάποιον άσχετο λόγο, ποια θα έπαιρνε να ευχαριστήσει για κάποιο δώρο. Γι’ αυτό δεν ξέρουμε να τσακωνόμαστε. Διαβάζαμε πάντα μαζί για το σχολείο, η μία απέναντι στην άλλη, συζητώντας κάθε τόσο κάτι που μας έκανε εντύπωση. Και επαγγελματικά δεν απομακρυνθήκαμε. Είχαμε πάντα τα ίδια ενδιαφέροντα, κανένας δεν μας καθοδήγησε ή δεν μας πίεσε να αποκλίνουμε, δεν υπήρχε λόγος. Και σήμερα στη δουλειά συμβουλεύεται η μία την άλλη, διαβάζει η μία τα κείμενα της άλλης. Σκεφτόμαστε, μάλιστα, να κάνουμε και κάποια πρότζεκτ μαζί. Δεν ξέρω αν η σχέση μας έχει γίνει πιο στενή με τα χρόνια. Παλαιότερα ήταν απλώς αυτονόητη. Τώρα είναι πιο συνειδητοποιημένη. Ζούμε σε διαφορετικά σπίτια, έχουμε διαφορετικούς φίλους, μπορεί να κάνουμε και δύο εβδομάδες να ιδωθούμε. Αλλά είμαστε πάντα πολύ εξαρτημένες συναισθηματικά. Στην αδελφή μου αγαπώ ότι είναι εκεί για μένα».

* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 19 Φεβρουαρίου 2012