Για κάποιον που θεωρεί ότι ο χορός μπήκε κατά τύχη στη ζωή του –«δεν ήταν παιδικό όνειρο, ούτε χόρευα μικρός στο δωμάτιό μου» -, ο Χρήστος Παπαδόπουλος έχει καταφέρει πολύ περισσότερα απ’ όσα θα περίμενε κανείς. Σπούδασε χορό και χορογραφία στο SNDO (School for New Dance Development) του Αμστερνταμ, θέατρο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ξεκίνησε την καριέρα του ως χορευτής: oρισμένοι ίσως να τον θυμούνται ως Κένταυρο στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, κάποιοι μπορεί να τον γνώρισαν ως ερμηνευτή σε έργα του Δημήτρη Παπαϊωάννου, του Φώτη Νικολάου ή της Μαριέλας Νέστορα.
Οι ανησυχίες του τον έστρεψαν γρήγορα στη χορογραφία. «Με γοήτευσε η αμεσότητα με την οποία επικοινωνεί το σώμα» σχολιάζει λακωνικά. Για αρκετά χρόνια επιμελούνταν κινησιολογικά θεατρικές παραστάσεις, όμως δεν του ήταν αρκετό να υπηρετεί μονίμως το όραμα κάποιου άλλου. Η απόφασή του να δημιουργήσει από το μηδέν κάτι εντελώς δικό του αποδείχθηκε σοφή. Οι δύο παραστάσεις που φέρουν την υπογραφή του,τα «Opus»και«Elvedon», έχουν παρουσιαστεί με εξαιρετική επιτυχία στην Ελλάδα, στο θέατρο Πόρτα, και έχουν ταξιδέψει σε πολλά φεστιβάλ στο εξωτερικό. Το «Elvedon» υπήρξε η πρώτη επιλογή του πανευρωπαϊκού δικτύου Aerowaves Τwenty16 και, κατόπιν, ταξίδεψε στο Παρίσι (Théâtre de la Ville και La Briqueterie), στο Αμστερνταμ και σε άλλες ευρωπαϊκές σκηνές. Βαδίζοντας στο ίδιο μονοπάτι, το«Opus» διακρίθηκε στο Aerowaves Twenty17, ενώ τον προσεχή Μάρτιο ξεκινάει τη διεθνή περιοδεία του.
Ο γεννημένος στη Νεμέα καλλιτέχνης ετοιμάζεται αρχές Φεβρουαρίου να παρουσιάσει το νέο έργο του, «Ιόν», στη σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Το πέταγμα των πουλιών, ο συντονισμός των πυγολαμπίδων, μια σειρά από μικροφαινόμενα που συνιστούν τον κόσμο της φύσης γίνονται η αφορμή για την κινητική έρευνά του.
Τι ακριβώς είναι το «Ιόν»; «Ενα παιχνίδι πάνω στον συντονισμό και μια έρευνα πάνω σε αυτόν, τα οποία ξεκίνησαν από την παρατήρηση διαφόρων τυχαιοτήτων γύρω μας που μοιάζουν να οδηγούνται σε έναν κοινό χώρο. Διάβαζα, ας πούμε, κάτι σε σχέση με την τετραφωνία στη μουσική, όταν φθάνεις στο πολυπόθητο αποτέλεσμα να συντονίζονται οι τέσσερις φωνές τότε δημιουργείται και μία πέμπτη, η divina, η θεϊκή φωνή, η οποία στην ουσία δεν καταγράφεται αλλά την αισθάνεσαι».
Πότε καταλαβαίνετε ότι ένα έργο είναι πλέον έτοιμο να παρουσιαστεί στο κοινό; «Οταν καταλαβαίνω ότι κινητοποιεί τη φαντασία μου και όταν αρχίζω να ξαναβλέπω τους χορευτές σαν ανθρώπους. Το εργαλείο μου για να καταλάβω πότε μια παράσταση λειτουργεί είναι η στιγμή που βλέπω τους ερμηνευτές στα μάτια, που δεν παρατηρώ δηλαδή τα χέρια τους, την κίνησή τους, όταν γίνονται αυτά επουσιώδη. Θέλω η κίνηση να φαίνεται σαν το αποτέλεσμα μιας τοποθέτησης, θεωρώ αποτυχία το να χάνεται στη σκηνή η προσωπικότητα του ανθρώπου και να τον βλέπεις μόνο με την ιδιότητα του χορευτή».
Υπάρχει κάποια παράσταση που να σας καθόρισε; «Είχα δει τον «Δράκουλα» του Δημήτρη Παπαϊωάννου όταν ήμουν φοιτητής. Πρώτη φορά έβλεπα χορό και ήμουν τόσο αμύητος και αδαής τότε, όμως η επαφή με αυτόν τον συγκλονιστικά συγκροτημένο και εικαστικά τέλειο κόσμο ήταν σαν σφαλιάρα. Δεν ξέρω βέβαια αν καταγράφηκε αυτή η εμπειρία ως κάτι τόσο καθοριστικό. Το θέατρο πρώτα και στη συνέχεια ο χορός μπήκαν στη ζωή μου με την ευκολία μιας τυχαίας επιλογής, με μια ελαφράδα, χωρίς πείσμα, σαν ένας κόσμος που θέλησα να εξερευνήσω».
Αργήσατε πάντως να δημιουργήσετε μια δική σας παράσταση. «Πάντα το ήθελα, όταν όμως μπήκα στον χώρο της θεατρικής χορογραφίας, η μία δουλειά έφερνε την άλλη και δεν μου άφηναν το περιθώριο να εστιάσω σε αυτό. Μπήκαν επίσης στη μέση η αναβλητικότητά μου, η καθημερινότητα, αλλά και οι φόβοι: αν μπορώ να τα καταφέρω, αν έχω κάτι να πω, αν είμαι όντως τόσο ολοκληρωμένος καλλιτέχνης. Μου έκανε όμως μια πρόταση ο Θωμάς Μοσχόπουλος που ήθελε να εντάξει τον χορό στο πρόγραμμα του θεάτρου Πόρτα και έτσι το αποφάσισα τελικά».

Εχετε συνεργαστεί, πέραν του Μοσχόπουλου, με πολλούς γνωστούς και έγκριτους σκηνοθέτες: τον Δημήτρη Καραντζά, τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, τον Γιάννη Κακλέα, τον Βασίλη Νικολαΐδη, τον Βασίλη Μαυρογεωργίου, τον Κώστα Γάκη… Εχετε ωστόσο εργαστεί και σε νυχτερινό κέντρο. Τι πήρατε από αυτή την εμπειρία; «Ναι, στο βιογραφικό μου υπάρχει και το όνομα της Αννας Βίσση. Συνεργασίες σαν και εκείνη σε βοηθούν να αποκτήσεις προσαρμοστικότητα και αποτελούν μεγάλο μάθημα σχετικά με την καλλιτεχνική σου προσωπικότητα
–απεγκλωβίζεσαι αναγκαστικά από την προσωπική σου άποψη για το τι είναι σημαντικό και το επαναπροσδιορίζεις μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου. Είναι γαλόνια αυτά, και το μιούζικαλ που έχω κάνει και η πίστα, έρχεσαι σε επαφή με μια εξωστρέφεια που δεν θα γνώριζες αλλιώς. Υπάρχει κάτι ωραίο στο να δοκιμάζεσαι και να μην παίρνεις τελικά τον εαυτό σου και τη δουλειά τόσο στα σοβαρά –χωρίς σοβαροφάνεια δηλαδή, όχι με έλλειψη επαγγελματισμού».

Πώς αποτιμάτε την πιο συχνή παρουσία ελληνικών έργων στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια; «Η καλή πλευρά είναι ότι επιτέλους ενδιαφέρονται για τη σύγχρονη ελληνική τέχνη, παράλληλα όμως καταλαβαίνεις πως αυτό το ενδιαφέρον είναι και μέρος μιας πολιτικής: μια Ευρώπη πλούσια ακόμη, σκύβει με έναν σχεδόν σνομπίστικο τρόπο να δει τι συμβαίνει στην εξωτική Ελλάδα και στην εξωτική κρίση της. Υπάρχει μια διάθεση, όχι ακριβώς αποικιοκρατική, αλλά πάντως χωρίς μια στάση ίσου προς ίσο, «να δω εγώ ο εύπορος, ο καλλιτεχνικά προχωρημένος τι θα μου πει αυτό το ταλαίπωρο πλάσμα». Πάντως ενδιαφέρον υπάρχει. Είναι πλέον πιο πολλές οι ευκαιρίες να δείξεις τη δουλειά σου έξω».
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας καλλιτέχνες; «Η Μαγκί Μαρέν, την αγαπώ πολύ, ο Παπαϊωάννου, και λόγω της μαθητείας μου μαζί του αλλά και επειδή σου δείχνει περίτρανα ότι η σκληρή δουλειά, η ομαδικότητα και η επιμονή σε αυτό που θέλεις να πεις θα αποδώσουν. Η Λένα Πλάτωνος άφησε μεγάλο αποτύπωμα επάνω μου, ο Τσιτσάνης, η Βιρτζίνια Γουλφ. Από το σινεμά, ο Τζάρμους, ο Δαλιανίδης, ο Ταρκόφσκι. Και ο video-artist Μπιλ Βαϊόλα, εκτιμώ πολύ το έργο του».
Πώς σας φαίνεται η τοποθέτηση του Κωνσταντίνου Ρήγου στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής; Κάνει καλό ή κακό στον ελληνικό χορό η επιλογή ενός καλλιτέχνη με μεγάλη αναγνωρισιμότητα και με αποδεδειγμένα ακομπλεξάριστη (ή –κατ’ άλλους –συγχυσμένη) στάση όσον αφορά τις συνεργασίες του; «Δεν είμαι αρμόδιος, αλλά ακριβώς επειδή ο Ρήγος είναι ακομπλεξάριστος, έξυπνος, κοινωνικός και ευγενής, έχει δοκιμαστεί στη Θεσσαλονίκη σε μια διοικητική θέση, έχει και καλλιτεχνικό όραμα και διοικητικές ικανότητες. Είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να κάνει καλή δουλειά».
Υπάρχει κάποια βελτίωση τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την εξοικείωση του μέσου έλληνα φιλότεχνου με τον σύγχρονο χορό; «Σίγουρα είναι καλύτερα τα πράγματα, αλλά δεν είναι η φιλοσοφία του Eλληνα να πάει να δει σύγχρονο χορό όπως πηγαίνει θέατρο. Ευτυχώς έχει βελτιωθεί η κατάσταση». l
«Ιόν»: Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (λεωφ. Συγγρού 107), aπό 1 έως 4 Φεβρουαρίου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ