Η μονοκατοικία έμοιαζε εντελώς εγκαταλελειμμένη. Χρειάστηκε να κάνω δύο φορές τον γύρο του σπιτιού για να βεβαιωθώ ότι είχα έρθει στο σωστό μέρος. Οταν ξεπρόβαλε ο Γιώργος Ρόρρης στην πόρτα για να με υποδεχθεί με τα γυαλιά και τα ελαφρώς ανακατεμένα μαλλιά του ήταν σαν να είχε ξεμυτίσει από τα έγκατα ενός άλλου κόσμου, από το δαιδαλώδες εργαστήριο ενός μελετηρού επιστήμονα. Μόλις μπήκα μέσα η μυρωδιά από το νέφτι με χτύπησε στο πρόσωπο. Καθώς έπαιρνα τη θέση μου για να τακτοποιήσω τα χαρτιά και το μαγνητοφωνάκι στο μικρό τραπέζι, κοίταξα τριγύρω τους τοίχους του ατελιέ. Ηταν γεμάτοι πιτσιλιές από χρώματα, σαν να ήταν τα σημάδια από μάχες που ο Γιώργος Ρόρρης έχει δώσει με τους πίνακες που δημιούργησε στα περίπου 20 χρόνια παρουσίας του στο ατελιέ. «Εκρηξη δημιουργικότητας» θα την έλεγα, αλλά εμένα η προσοχή μου είχε εστιαστεί αλλού, επηρεασμένη ίσως από τα τόσο ανθρώπινα γυμνά του της Συλλογής Σωτήρη Φέλιου που θα εκτεθούν στη «Φωκίωνος Νέγρη 16», την αφορμή δηλαδή για τη συνάντησή μας. Τα μάτια μου είχαν πέσει επάνω σε μια καρτ ποστάλ «καδραρισμένη» στα οπίσθια μιας γυναίκας η οποία, όπως κοντοστεκόταν στο ένα πόδι, ενέτεινε την παρουσία της αδυσώπητης κυτταρίτιδας στον αφράτο πισινό της, εικόνα σπάνια, αν όχι ανύπαρκτη, στον αψεγάδιαστο κόσμο της ομορφιάς που βλέπω να προβάλλεται καθημερινά γύρω μου. «Τι σπουδαίο έργο!» συμφώνησε μαζί μου ο 52χρονος Γιώργος Ρόρρης: «Πρόκειται για πίνακα του Φελίξ Βαλοτόν και είναι ένα αριστούργημα. Είναι σαν γλυπτική…».
Οταν ήσασταν μικρός και μεγαλώνατε στο χωριό τι κέντριζε περισσότερο τη φαντασία σας; «Αγαπούσα τα βιβλία από πιτσιρικάς. Δεν είχαμε καθόλου βιβλία στο σπίτι μας, αλλά γύρω στα 16 μου άρχισα με το χαρτζιλίκι μου να στέλνω 150 δραχμές σε έναν συγχωριανό μας, ο οποίος δούλευε στην Πρωτοπορία, για να μου στέλνει βιβλία. Μου έστελνε Φώκνερ, Μπαλζάκ… Διάβαζα τα «Επίκαιρα» και το «Αντί» αργότερα, μου άρεσαν πολύ οι στήλες κριτικής. Δεν είχα πάει ποτέ στο θέατρο, δεν είχα πάει ποτέ σε μια έκθεση στην Αθήνα, όπου ερχόμουν μόνο για να πάω στον οφθαλμίατρο, αλλά διάβαζα για αυτά από μακριά και τα φανταζόμουν».

Οι γονείς σας είχαν ταβέρνα. Ηταν δύσκολο να βρείτε τον δρόμο που ακολουθήσατε;
«Στο σχολείο που πήγα στο Γεράκι Λακωνίας πήρα επαρκή μόρφωση, ενώ με τις σπουδές μου οξύνθηκε η περιέργειά μου. Εκ των υστέρων, όμως, σκέφτηκα ότι στην ταβέρνα βλέπει κανείς πάρα πολλές εικόνες και μετατροπίες πραγμάτων. Η μάνα μου και ο πατέρας μου έπιαναν πρωτογενή υλικά τα οποία έρχονταν σε αφθονία και τα μετέτρεπαν σε φαγιά για τα οποία έγλειφες τα δάχτυλά σου. Εβαζαν μέσα τον καημό τους. Και στη ζωγραφική τον καημό σου βάζεις. Για να γίνει ο πίνακας, το χρώμα πρέπει να πεθάνει, γιατί δουλειά της ζωγραφικής είναι να καταργήσει την κοινότοπη και πρωταρχική ιδιότητα των αντικειμένων. Αντίστοιχα, στην ταβέρνα οι πρώτες ύλες πέθαιναν, αλλοιώνονταν, μαγειρεύονταν, μετατρέπονταν σε κάτι άλλο. Χώρια οι εικόνες, γιατί ταβέρνα συνεπάγεται και σφαγείο. Εχω ζωγραφίσει τρία σφαγεία και δεν με φρικάρει η εικόνα, στο ίδιο το σφαγείο δεν θέλω να πάω».
Πότε αντιληφθήκατε, ωστόσο, ότι είχατε ταλέντο; «Ηξερα ότι έπιανε το χέρι μου, αλλά δεν ήξερα και πόσο. Ο κόσμος μου ήταν στενός, ήμουν μεταξύ δύο βουνών, του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου. Το σύμπαν αυτό δεν είναι απαραίτητο ότι είναι περιοριστικό, επιτρέπει στη φαντασία να ταξιδέψει. Αλλά δεν είχα τόσο μεγάλη φαντασία για να πω ότι θα πάω να σπουδάσω στην Καλών Τεχνών. Μπορεί να το ήθελα, αλλά δεν επέτρεπα στον εαυτό μου ούτε καν να το φανταστεί».
Πώς το αποφασίσατε; «Οταν με παρότρυνε ένας καθηγητής μου, φιλόλογος, να δώσω και στην Καλών Τεχνών. Οταν πήρα την άλλη μέρα τηλέφωνο από το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού, χτυπούσε πολύ δυνατά η καρδιά μου. Ενιωθα ότι έπαιρνα τηλέφωνο τη μοίρα μου. Αλλά και όταν ήρθα στην Αθήνα και πήγα στο φροντιστήριο και έριξα μια ματιά στους τοίχους, είπα: «Εγώ αυτό θέλω να κάνω». Ηταν τύχη και ευλογία γιατί κάνω αυτό το οποίο ήθελα».
Τι φανταζόσασταν ότι θα γινόσασταν όταν ήσασταν μικρός; «Δεν είχα φανταστεί κάτι. Δάσκαλος; Γιατρός; Να μάθω μια τέχνη στη Σιβιτανίδειο όπως πήγαιναν πολλά παιδιά στη δική μου τη γενιά; Αλλοι έμαθαν καλοριφέρ, άλλοι ασανσέρ, άλλοι έγιναν υδραυλικοί. Θέλησα και επιδίωξα να περάσω στην Καλών Τεχνών. Από ‘κεί και πέρα, θεωρώ ότι ψυχολογικά η ζωγραφική ειδώθηκε από το ασυνείδητό μου ως ένα όχημα φυγής. Και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σιγά σιγά συνειδητοποίησα πόσο μεγάλο και σημαντικό κεφάλαιο ήταν για μένα οι παραστάσεις της παιδικής μου ηλικίας, πώς επηρεάζουν την αύρα των έργων που φτιάχνω. Μόνο με τις μπογιές δεν γίνεσαι ζωγράφος».

Στα πρόσωπα που ζωγραφίζετε θέλετε να αποτυπώσετε την «τοπιογραφία» τους ή τον εσωτερικό κόσμο, το βάθος του εικονιζόμενου; «Δεν μπορώ να δώσω μια απάντηση με σιγουριά για το δεύτερο στοιχείο. Πιστεύω ότι έχει να κάνει μεν ως έναν βαθμό με το βάθος ή το αβαθές του ανθρώπου, αλλά πιο πολύ με το βάθος ή το αβαθές το δικό μου. Δεν διαθέτω ούτε τη δυνατότητα ούτε τη γνώση να κάνω «ψυχογραφική μελέτη» –όπως συχνά περιγράφεται απερίσκεπτα –στα πορτρέτα μου. Ακόμη και του Ρέμπραντ τα πορτρέτα, στα οποία αισθάνεται κανείς ότι όλα τα πρόσωπα είναι βαθυστόχαστα, συνετά, εσωστρεφή, αποκλείεται να είναι. Είναι η δική μου η ψυχή που εξωτερικεύεται. Γιατί αυτό ζωγραφίζει. Εγώ αυτό πιστεύω».

Δεν σας ενδιαφέρει η αλήθεια του ανθρώπου που έχετε απέναντί σας;
«Εμένα δεν με ενδιαφέρει το είναι των πραγμάτων. Δεν έχω καμία φιλοδοξία να φιλοσοφήσω με τα έργα μου. Με ενδιαφέρει το φαίνεσθαι των πραγμάτων, όπως το προσλαμβάνω εγώ. Και εξ αυτού του φαίνεσθαι αυτό που με ενδιαφέρει είναι αυτό που μου λείπει. Γιατί πιστεύω βαθιά ότι για να κάνεις μια τέχνη κάτι σου λείπει, βαθιά και ουσιαστικά. Αμα δεν σου λείπει τίποτε, δεν έχεις ανάγκη την τέχνη γιατί μοιραία κάνοντάς την θα εισπράξεις πόνο και μεγάλη πικρία, καθώς θα βρίσκεσαι διαρκώς μπροστά στην εικόνα του φάσματος της αδυναμίας σου να φτιάξεις αυτό το οποίο βλέπεις και δεν μπορείς με τίποτα να προσεγγίσεις. Και να το επεκτείνουμε και παραπέρα, ο πίνακας τελικά είναι αυτό που μπόρεσες να φτιάξεις από αυτό που μπόρεσες να δεις. Καμία σχέση δεν έχει με αυτό που είναι. Γι’ αυτό λέω συχνά ότι είναι μια «παράσταση»».
Δεν κατακτιέται ποτέ αυτό που δεν βλέπετε; «Ποτέ. Πάντα μένω με την αίσθηση ότι πάλι απέτυχα».
Γιατί μιλάτε τόσο πολύ για την αποτυχία και για την αδυναμία σας; «Εχω νιώσει πολλές φορές το αίσθημα της μηδαμινότητας μπροστά στα σπουδαία έργα που έχω δει και αυτό για εμένα ήταν λυτρωτικό. Δεν έχω βιώσει ποτέ, μα ποτέ μια αίσθηση ισοτιμίας μπροστά σε αριστουργήματα όπως η «Παναγία των Βράχων» του Λεονάρντο ντα Βίντσι, σε ένα έργο δηλαδή που απαντά τόσο πολύ στα δικά μου τα ερωτήματα και τις ελλείψεις που αισθάνομαι ότι έχω. Κατ’ αρχάς, η δυνατότητα η υλική που διαθέτω σε σχέση με μια άλλη εποχή στην οποία ο άνθρωπος ήταν πιο κοντά στη φύση και όριζε ο ίδιος όλο το corpus της τέχνης του δεν είναι η ίδια. Γιατί μιλάμε μιλάμε, αλλά πάνω απ’ όλα η ζωγραφική είναι μια υλική συνθήκη και περιέργως για να την περιγράψουμε χρησιμοποιούμε μια ορολογία που είναι παραπλήσια του σώματος. Λέμε «η σάρκα της ζωγραφικής», το «ζωγραφικό σώμα», η «επιδερμίδα του πίνακα». Ανεξάρτητα από το τι ζωγραφίζεις, αυτό που κάνεις είναι να εξωτερικεύεις την επιθυμία σου με υλικό τρόπο».
Τι είδους επιθυμία είναι αυτή; «Είναι μια επιθυμία στην οποία δεν μπορείς να πας κόντρα όταν σου ασκεί σαγήνη το φαινόμενο το οποίο βλέπεις. Κατ’ αρχάς είναι μια επιθυμία γνωριμίας με αυτό που σου ασκεί.
Λες «Τι είναι αυτό το οποίο με συγκινεί, με σαγηνεύει»; Πρέπει να γίνει ο πίνακας για να πάρεις μια απάντηση».
Εσάς, λοιπόν, σας συγκινούν οι άνθρωποι… «Ναι, θέλω να ζωγραφίζω πρόσωπα. Πιστεύω ότι αν αναζητήσει κανείς ένα ψήγμα πολιτικής στάσης απέναντι σε αυτά που φτιάχνω είναι ότι ζωγραφίζοντας ένα συγκεκριμένο πρόσωπο μνημειώνεται το πρόσωπο του ανθρώπου. Βλέπουμε τους αναγεννησιακούς πίνακες και σχεδόν μπορούμε να φανταστούμε τη Ρώμη μέσα από τα άπειρα πορτρέτα που μας κατέλειπε η περίοδος αυτή. Ζωγραφίζοντας, λοιπόν, το πρόσωπο, ζωγραφίζεις μια εποχή, μια τάξη ανθρώπων και ανασύρεις από την ανωνυμία έναν άνθρωπο, έναν χρήστη, πελάτη, μέλος εκλογικού σώματος, όπως αποκαλούμαστε όλοι καθημερινά».
Πιο συγκεκριμένα, όμως, σας συγκινούν οι γυναίκες. Διάβαζα ότι μικρός φαντασιωνόσασταν ότι θα γινόσασταν ζωγράφος και θα ερωτοτροπούσατε με το μοντέλο σας. «Είχα δει μια φωτογραφία, πιθανότατα στον «Ταχυδρόμο» την εποχή εκείνη που έδειχνε έναν ζωγράφο και το μοντέλο του, μια ωραία κοπέλα ξαπλωμένη. Εγώ ήμουν 16 χρόνων στο χωριό και λέω: «Πωπώ, έτσι περνάνε οι ζωγράφοι;»».

Ανταποκρίνεται αυτή η εικόνα στην αλήθεια; Αναζητάει ο ζωγράφος τη μούσα; «Οχι, εγώ δεν έχω να κάνω με αυτή την εικόνα. Εμένα με ενδιαφέρει να ζωγραφίσω το πορτρέτο της Ελληνίδας, τη γυναίκα του καιρού μου, το πώς καταγράφονται τα ίχνη της Ιστορίας επάνω στο σώμα της. Τι εννοώ; Το piercing, για παράδειγμα. Πιστεύω ότι, αν ήμασταν εδώ το ’50, θα ήμασταν τελείως διαφορετικοί και εγώ ως άνδρας και εσείς ως γυναίκα. Θα καταλαμβάναμε τον χώρο με έναν διαφορετικό τρόπο, ακόμη και η φωνή μας θα ήταν διαφορετική. Θυμάμαι μια συνέντευξη της Κοτοπούλη που είχα ακούσει στο ραδιόφωνο, ο τρόπος με τον οποίο μιλούσαν τόσο εκείνη όσο και ο δημοσιογράφος που υπέβαλλε τις ερωτήσεις ήταν πολύ διαφορετικός. Ηταν στομφώδης, ερχόταν από μακριά. Μου φαίνεται σχεδόν παράλογο να στήσω μια κοπέλα σήμερα όπως έστηνε ο Μόραλης τα γυμνά του. Γιατί η κοπέλα που θα ζωγραφίσω σήμερα δεν έχει την ίδια αύρα, την ίδια έκφραση. Το μαγιό της αφήνει διαφορετικά ίχνη στο σώμα της. Θα μου πεις, τότε τι είναι η ζωγραφική; Ανθρωπολογία; Πιθανόν. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό».

Τι είναι, λοιπόν; Τι παραπάνω προσφέρει ένα έργο δικό σας σε σχέση με μια φωτογραφία φέρ’ ειπείν;
«Το αποτέλεσμα που βλέπουμε στα έργα μου είναι προϊόν αλλεπάλληλων αλλαγών, σβησιμάτων, καταστροφών, απορρίψεων. Αυτό γίνεται γιατί η πραγματικότητα μπροστά σου συνεχώς αλλάζει, αλλά κι εσύ αλλάζεις κάθε μέρα και πράγματα που σου άρεσαν όταν ξεκίνησες το έργο αναθεωρούνται. Ο κόσμος για τα μάτια είναι παλλόμενος, θα λέγαμε ότι μέσα από τα μάτια το πνεύμα βγαίνει και κάνει τον περίπατό του μέσα στα πράγματα. Η φωτογραφία είναι αυτό που δεν είναι το μάτι σου. Ενα μηχανικό βλέμμα που δίνει μια εικόνα η οποία αποτελεί παγιωμένη στιγμή του παρελθόντος, ένα εσαεί μνημειωμένο παρελθόν. Αν δείτε μια φωτογραφία του Ναντάρ από τα τέλη του 19ου αιώνα, δεν σας φαίνεται παλιά; Αν δείτε έναν πίνακα του Βαν Γκογκ της ίδιας εποχής, θα σας φανεί το ίδιο παλιός;».
Οχι απαραίτητα. Γιατί, όμως; «Εγώ δίνω την εξής απάντηση: Δεδομένου ότι η ζωγραφική διατηρεί ανάγλυφο το ψυχικό σκίρτημα που οδήγησε το χέρι να κάνει αυτή την πράξη, αποτελεί ένα εσαεί παρόν. Μπορεί να δείχνει παλιά λόγω εικόνας, αλλά η πράξη, η χειρονομία, είναι εσαεί παρούσα».

Παρ’ όλα αυτά, η ζωγραφική απεμπολείται ως μια τέχνη του παρελθόντος που δεν μπορεί να εκφράσει τους σύγχρονους προβληματισμούς και αγωνίες.
«Μα είναι τέχνη του παρελθόντος. Νομίζω ότι μαζί με τη γλυπτική είναι οι πλέον παλαιές, γηραλέες τέχνες. Και δεν κάνουμε τίποτε διαφορετικό ως ζωγράφοι όταν ερχόμαστε στο εργαστήριο καθημερινά και στεκόμαστε μπροστά στον πίνακα από εκείνο που έκανε ο Ρέμπραντ, ο Τζιότο, ο Τσιμαμπούε».
Γιατί, λοιπόν, αφορά την εποχή μας; «Στην εποχή μας δεν έχουν τον πρώτο λόγο οι τέχνες και τα γράμματα, αλλά η τεχνολογία, η έρευνα κ.ο.κ. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια τέχνη που αφορά την εποχή μας. Ακόμη και στον κινηματογράφο, καμία από τις ταινίες που βγαίνουν με την τεράστια συμβολή της τεχνολογίας δεν με έχει συγκινήσει με τον ίδιο τρόπο που με συγκινεί ο «Κλέφτης ποδηλάτων» ή μια ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν ή του Φριτς Λανγκ. Και μιλάμε για μια νεωτερική τέχνη, μιας και οι υπόλοιπες τέχνες είναι αρχαίες: και ο χορός και το θέατρο και η μουσική. Γιατί πρέπει εξ αυτών όλων η ζωγραφική να θεωρηθεί λήξασα και αποβιώσασα; Ποιος το επιβάλλει αυτό το «πρέπει»; Από την άλλη πλευρά, ας μην είμαστε κουτοί, εγώ ξέρω ότι προσπαθώ να μιλήσω με κομμένη γλώσσα. Εχω ερωτήματα που αφορούν την υλική συνθήκη της τέχνης αυτής στα οποία δεν μπορώ να λάβω καμία απάντηση».
Γιατί συνεχίζετε να ζωγραφίζετε; «Θέλεις με τη ζωγραφική να στήσεις ένα μικρό εμπόδιο στην επέλαση του θανάτου. Στην τρωτότητα, τη φθαρτότητα. Γράφει ο Λεονάρντο ντα Βίντσι στην «Trattato della pittura»: «Ζωγράφε, ζωγράφισε καλά και μην αφήνεις ελαττώματα στο έργο σου γιατί εσύ θα πεθάνεις και θα γίνεις σκόνη, αλλά το έργο σου δεν θα πεθάνει και θα διαλαλεί για πάντα την ανεπάρκειά σου»».
Εσείς τελικά αυτή την «ανεπάρκεια» την εκφράζετε ζωγραφίζοντας γυμνό τα τελευταία 12 χρόνια. Αυτό που ο Τζον Μπέργκερ στην «Εικόνα και το βλέμμα» ονομάζει «nude» απέναντι στο «naked». Στην πρώτη περίπτωση γίνεσαι αντικείμενο της τέχνης, στη δεύτερη είσαι ο εαυτός σου. Δεν είμαι σίγουρη αν στα ελληνικά είναι τόσο ξεκάθαρος ο διαχωρισμός… «Στα ελληνικά θα πούμε «ήταν χωρίς ρούχα», «ξεβράκωτος», «γυμνός», «γδυτός». Και από την άλλη έχουμε και ΤΟ γυμνό. Της ζωγραφικής είναι ουδέτερο. Δεν θα πεις «Ζωγραφίζω μια γυμνή». Πολύ περισσότερο δεν θα πεις «Ζωγραφίζω μια γδυτή». Υπάρχει και ο απογυμνωμένος, μια λέξη που μπορεί να εμπεριέχει και την ντροπή: «Με είδε κάποιος γυμνό και ντράπηκα». Η κοπέλα που ποζάρει, όμως, δεν ντρέπεται. Είναι ξεδιάντροπη; Οχι».
Τι την απελευθερώνει από την ντροπή; «Συνειδητοποιεί, καθώς προστατεύεται από την ακινησία της, ότι είναι ντυμένη με την αθωότητα της γυμνότητάς της. Ξέρετε, μου έλεγε μια κοπέλα: «Να έρθω να ποζάρω, αλλά να φοράω κάτι, έστω το εσώρουχό μου». Δεν καταλάβαινε ότι αυτό ήταν ό,τι χειρότερο. Σε κάθε κρύψιμο, σε κάθε αποσιώπηση, σε κάθε απαγόρευση εμφωλεύει η οποιαδήποτε σεξουαλική φαντασίωση. Επειτα, η γυμνότητα του ανθρώπου για τα μάτια του ζωγράφου πρέπει να επέχει μια θέση αποκαλύψεως. Σε μια εποχή στην οποία η μορφή του γυμνού ανθρώπου έχει τόσο πολύ εμπορευματοποιηθεί και χυδαιοποιηθεί, τι απομένει; Μόνο η ζωγραφική. Η ζωγραφική στην οποία θα αναζητήσει κανείς ιερές εικόνες της γυμνότητας. Πολλές φορές την εικόνα του γυμνού ανθρώπου ο δυτικός τη χρησιμοποίησε για την απεικόνιση του Θεού. Σε μεγάλες εικόνες της ζωγραφικής, στη Σταύρωση, την Αποκαθήλωση, αλλά και πιο παλαιά στον Παρθενώνα και την Ολυμπία, γυμνά ήταν τα σώματα».

Προσπαθείτε δηλαδή να εξαγνίσετε το γυμνό σώμα; «Δεν λέω ότι θέλω να κάνω θρησκευτική εικόνα. Είναι και κάποιες εικόνες γυμνού τις οποίες κάθε άνθρωπος με συνείδηση της μοίρας του σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος οφείλει να τις λάβει υπόψη του. Είναι οι εικόνες γυμνών ανθρώπων που βρέθηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου. Αυτή την κουβέντα του Αντόρνο, «Πώς μπορεί να γραφτεί ποίηση μετά το Αουσβιτς;», εγώ τη μεταφέρω και στη δική μου την τέχνη: «Επειτα από αυτές τις εικόνες πώς να ζωγραφίσεις ένα γυμνό;». Είναι πολύ δύσκολο».
Εσείς με ποιον τρόπο το αποπειράστε; «Κοιτάξτε, ένας ζωγράφος που κάνει γυμνό ζωγραφίζει πάρα πολλά πράγματα. Ζωγραφίζει τα φυσικά φαινόμενα, αλλά και τα ψυχικά συνεπακόλουθα αυτών. Θα ζωγραφίσεις μέλη, μηρούς, οστά, τη γύμναση ή όχι του ανθρώπου, την ταλαιπωρία του σώματός του, αλλά και την κούραση, τη βαρύτητα και τη λανθάνουσα ερωτική έκφανση. Τις θηλές του στήθους, τους μαστούς, την ποιότητα του δέρματος, τον ιδρώτα, τη λιπαρότητα, όλα αυτά αποτελούν τμήματα του είναι του ανθρώπου. Αυτά δεν είναι ζητήματα απλώς καλού σχεδίου. Πρέπει να τα αγαπάς καθεαυτά, να μην απορρίπτεις τίποτε εξ αυτών, αλλά πάνω απ’ όλα να τα αισθάνεσαι. Να γεννηθούν μέσα σου ώστε από μέσα σου να εξωτερικευτούν στον πίνακα. Πολλοί πιστεύουν ότι ένας που ζωγραφίζει εκ του φυσικού κάνει μια απλή δουλειά. Παίρνει τα πράγματα από εδώ και τα μεταφέρει εκεί. Ουδέν ψευδέστερο».
Ποια είναι η αλήθεια, λοιπόν; «Ο πίνακας ζωγραφίζεται με χρωματικές κηλίδες. Είναι ένας χάρτης αφηρημένων συναρμόσεων, γιατί όπως ξεκινάει είναι τελείως αφηρημένα και χαοτικά τα πράγματα, σιγά σιγά όμως έρχονται και αρθρώνονται μεταξύ τους και δημιουργούν αυτό που λέμε το «ολικό ορατό»».
Πώς γίνεται αυτό το «ολικό ορατό» κάτι παραπάνω από την καταγραφή της πραγματικότητας; «Η ζωγραφική που αγαπώ πολύ, αυτή που λέμε «η μεγάλη ζωγραφική», δεν έχει να κάνει τόσο με τα πράγματα, αλλά πιο πολύ με την αύρα τους. Με το τι συμβαίνει στα όριά τους, και δεν μιλάω για περιγράμματα. Εχει να κάνει με μικρά διαστήματα εντός των οποίων γίνεται ένα είδος διαπραγμάτευσης μεταξύ των πραγμάτων, όπως για παράδειγμα ανάμεσα σε ένα πρόσωπο και τη σκιά του. Ολοι οι μεγάλοι ζωγράφοι, ο Καραβάτζιο, ο Βελάσκεθ, έχουν καταλήξει ο καθένας σε εντελώς διαφορετικές λύσεις για αυτό το πράγμα που έχει να κάνει με κάτι που εγώ προσωπικώς πιστεύω ότι δεν το είδαν, αλλά το επινόησαν. Πιθανόν επειδή στοχάστηκαν βαθιά πάνω στη δική τους ανθρώπινη, περιορισμένη γνώση και παραχώρησαν χώρο στην άγνοιά τους. Είπαν «Εδώ υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να διακρίνω». Δεν είναι καταγραφή της πραγματικότητας, είναι φιλοσοφική στάση η οποία παραχωρεί χώρο στην άγνοια και το άγνωστο».
Τελικά, όμως, οι πίνακές σας αναδύουν έναν έντονο ερωτισμό, ο οποίος ίσως τελικά έχει τόση ένταση επειδή απ’ όσα λέτε καταλαβαίνω ότι δεν είναι ο απώτερος στόχος σας. «Ο ερωτισμός δημιουργεί πολυπλοκότητα με την έννοια ότι μια εικόνα είναι πολύπλοκη όταν στέκεται επί ξυρού ακμής, όταν είναι υπαινικτική. Πιθανόν αυτό, πιθανόν εκείνο. Ενας απίθανος, πολυπλοκότατος υπαινιγμός είναι η μορφή της Μόνα Λίζα, ένα βαθέως ερωτικό έργο. Η ζωγραφική που εγώ αγαπώ είναι αυτή που δεν δίνει σαφείς απαντήσεις. Θέτει αφορμές για ερωτήματα και εικασίες. Ποια κατάσταση ανθρώπινη μπορεί να τις εγκολπωθεί; Η ερωτική κατάσταση. Οταν υπάρχει διερώτηση του ενός απέναντι στον άλλο: μου είπε αυτό, μου είπε εκείνο, γιατί δεν πήρε σήμερα, πώς να το πάρω αυτό;».
Τι σας κινητοποιεί να ζωγραφίσετε μια συγκεκριμένη γυναίκα; «Να έχει ζήσει τη ζωή της ουσιαστικά, και όχι φενακιζόμενη δανεικές ζωές, τηλεοπτικές. Με ενδιαφέρει το πρόσωπο του ανθρώπου της διπλανής πόρτας. Θέλω να γνωρίζω τον άνθρωπο που θα ζωγραφίσω, δεν είναι αντικείμενο το μοντέλο, είναι συνδημιουργός. Χωρίς το μοντέλο μου δεν ζωγραφίζω».
Δεν σας ενδιαφέρει η «όμορφη» γυναίκα; «Ξέρετε, η ομορφιά είναι ένα άλλο ζήτημα. Δεν με ενδιαφέρει αυτό το οποίο θεωρείται γύρω μας «ομορφιά» και σίγουρα πιστεύω ότι προβάλλονται πρότυπα τα οποία απέναντι στις νέες κοπέλες, αλλά και στις μεγαλύτερες γυναίκες είναι καταδυναστευτικά. Σαφώς και μια ωραία κοπέλα με ενδιαφέρει, αλλά όχι απαραίτητα για να τη ζωγραφίσω. Ζωγραφίζεις επειδή σου έχει ασκήσει μαγεία η ζωγραφική, δεν ζωγραφίζεις ποτέ επειδή σου άσκησε μαγεία η φύση».
Μπορείτε να αποστασιοποιηθείτε, δεν έλκεστε ερωτικά από τα μοντέλα σας; «Οχι, γιατί τότε δεν μπορείς να ζωγραφίσεις. Υπάρχουν δυνάμεις που δεν ελέγχονται από εσένα εάν έλκεσαι ερωτικά. Εξυπακούεται ότι τον θαυμασμό, τη σαγήνη, οφείλει να σ΄ τα ασκεί. Αλλο το ένα, όμως, και άλλο το άλλο».
Αλήθεια, τι πιστεύετε ότι αποκαλύπτει για εσάς, τον άνθρωπο πίσω από τον ζωγράφο, ένας πίνακάς σας; «Οι δικοί μου πίνακες με ενδιαφέρουν και με απασχολούν κατά τη διάρκεια που τους ζωγραφίζω. Οταν τελειώνει ο πίνακας νιώθω ότι μέχρι πρότινος βρισκόμουν σε έναν προστατευτικό μανδύα, σε μια οραματική ζωή, και πλέον είμαι έκθετος απέναντι στην κανονική, κοινότοπη ζωή μου. Αυτή είναι πολύ πιο δύσκολη να την αντιμετωπίσει κανείς. Γρήγορα θα πρέπει να ξεκινήσω έναν καινούργιο πίνακα, να αρχίσουν οι δυσκολίες, η απογοήτευση, η πικρία ότι και πάλι απέτυχα. Αλλά αυτό είναι η ζωγραφική».
«Η κρυμμένη εικόνα»: Φωκίωνος Νέγρη 16, Κυψέλη, από 3 Φεβρουαρίου έως 27 Μαρτίου. Επιμέλεια: Ελισάβετ Πλέσσα.

* Οι πίνακες που παρουσιάζονται στην έκθεση χρονολογούνται από το 1990 μέχρι σήμερα και αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του έργου του.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ