Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη δεν κρύβεται. Η διάσημη ηθοποιός είναι μια σπαθάτη γυναίκα που έφτασε στα 56 της φέροντας τη μεστή ομορφιά της ηλικίας της, τη γοητεία της γνώσης της ζωής στο καθαρό, έντονο βλέμμα της, φέροντας όλη την ωριμότητα και τη σιγουριά ανθρώπου που έχει εργαστεί σκληρά και παλέψει πολύ, που δονείται διαρκώς από το πάθος για τη δουλειά της δρέποντας δάφνες, που χαίρεται τις επιτυχίες, τον έρωτα, την αγάπη, τις ομορφιές της ζωής, που κόβει το νήμα –νικήτρια στα δύσκολα. Που για αυτούς και άλλους τόσους λόγους, είναι πάντα αξιαγάπητη και ποθητή.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, παιγνιώδης, θερμή και ευγενική συνομιλήτρια, μας ξεδιπλώνει την υπόθεση του έργου του Δημήτρη Δημητριάδη «Στροχάιμ», στο οποίο πρωταγωνιστεί, και ανεβαίνει για πρώτη φορά σε λίγες ημέρες, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή. Αναφέρεται στον σκηνοθέτη του βωβού κινηματογράφου και ηθοποιού Εριχ φον Στροχάιμ (τον ερμηνεύει ο Ακις Βλουτής), μία εκκεντρική προσωπικότητα με καλλιτεχνικό όραμα, Εβραίο αυστριακής καταγωγής, ο οποίος μετανάστευσε νέος ακόμη στην Αμερική, γνώρισε τον σπουδαίο σκηνοθέτη κινηματογράφου Ντέιβιντ Γκρίφιθ και έγινε βοηθός του.
Αργότερα, άρχισε να σκηνοθετεί και ο ίδιος. Γύρισε, μάλιστα, την ταινία «Απληστία», από τις σημαντικότερες στην ιστορία του βωβού κινηματογράφου. Η καριέρα του Στροχάιμ καταστράφηκε όταν έπεσε έξω στους προϋπολογισμούς του με μια ταινία που γύρισε με την Γκλόρια Σουάνσον, το 1929, έπειτα από πρότασή της. Ο Στροχάιμ απολύθηκε. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο σκηνοθέτης Μπίλι Γουάιλντερ πρότεινε και στους δύο να παίξουν, κατά κάποιον τρόπο, τον εαυτό τους: στη Σουάνσον –στα 50 της πια -, να υποδυθεί μια ξεχασμένη πρώην μεγάλη σταρ του σινεμά, τη Νόρμα Ντέσμοντ, και στον Στροχάιμ να υποδυθεί τον Μαξ φον Μάγιερλινγκ, έναν υποτιθέμενο σκηνοθέτη του βωβού. Η ταινία «Sunset Boulevard» («Η λεωφόρος της Δύσης»), όπως λεγόταν, έχει καταχωριστεί στα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης. Ο Στροχάιμ, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος από καρκίνο, τα πέρασε στο Μωρεπά της Γαλλίας με μια γυναίκα που τον αγάπησε πολύ, την Ντενίζ Βερνάκ (την υποδύεται η Αγλαΐα Παππά). Εκεί, λοιπόν, ξεκινά το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη, καθώς το βράδυ του θανάτου του Στροχάιμ, στις 12 Μαΐου 1957, βάζει τη Νόρμα να τον επισκεφτεί. Αλλά ας πάμε στη συνέντευξή μας.
Νόρμα Ντέσμοντ, Γκλόρια Σουάνσον, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Ποια απ’ όλες είστε; «Είμαι η Καρυοφυλλιά, αυτό δεν με αφήνει ποτέ, όποιον ρόλο κι αν παίξω. Μπορεί να βυθίζομαι στον ψυχισμό της ηρωίδας που υποδύομαι –εδώ, της Νόρμα Ντέσμοντ -, αλλά δεν υπόκειμαι σε κάποια μεταφυσική μετάλλαξη. Πάντα, σε όλα τα έργα, εισχωρώ όσο μπορώ στην κατάσταση του ρόλου για να τον φέρω πιο κοντά, για να ταυτιστεί ο θεατής με όσα ακούει και για να ανατρέξει σε δικά του πράγματα. Ο ηθοποιός γίνεται το όχημα για να συμβεί αυτό».
Και το έργο πού εστιάζει; «Η ταινία αναφέρεται στη ματαιότητα, τη ματαιοδοξία, την παρακμή, την τρέλα των ανθρώπων του Χόλιγουντ, οι οποίοι ζουν στον πλασματικό κόσμο της λάμψης και του μεγαλείου και τελικά καταβροχθίζονται από αυτόν. Το έργο του Δημητριάδη αποτίνει φόρο τιμής σε έναν σπουδαίο καλλιτέχνη –θύμα του συστήματος –και κάνει ένα ποιητικό σχόλιο πάνω στα μεγάλα θέματα της ζωής, του θανάτου, της καλλιτεχνικής δημιουργίας».

Η Ντέσμοντ είναι μια γυναίκα γεμάτη δαίμονες;
«Η Ντέσμοντ, στην ταινία, έχει την αυταπάτη ότι το κοινό ονειρεύεται την επιστροφή της στην οθόνη, αλλά πια η εποχή την έχει ξεπεράσει. Ασυμβίβαστη και νάρκισσος, ζει με τον απόηχο του εαυτού της, άρα μόνη και απελπισμένη απέναντι στον χρόνο, στο γήρας, φτάνοντας στην τρέλα και στον φόνο. Ο Δημητριάδης, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, την παρουσιάζει να επισκέπτεται τον Στροχάιμ μετά τον θάνατό της, κάτι που είναι μια ποιητική αυθαιρεσία, βέβαια, αφού τα πρόσωπα της μυθοπλασίας, αν δεν πεθάνουν μέσα στο έργο τέχνης, μένουν αθάνατα εσαεί».
Απέθαντοι ήρωες και οι δημιουργοί τους, θνητοί. Σχεδόν οξύμωρο… «Ακριβώς. Το παράδοξο της ύπαρξης και της τέχνης. Ο Στροχάιμ της λέει «είσαι νεκρή» κι αυτή απαντά «ναι, πέθανα σε ψυχιατρείο». Και λέει ότι μετά τον θάνατό της άρχισε να βλέπει καλύτερα· πιο καθαρά. Οτι απέκτησε αυτογνωσία. Οτι ο θάνατος της χάρισε μιαν απίστευτη επίγνωση των καταστάσεων, μια σοφία. Μοιάζει με θεότητα. Είναι ένας άγγελος θανάτου που έρχεται για να δώσει ένα δώρο στον Στροχάιμ, την ημέρα του πραγματικού θανάτου του, για να τον περάσει στην αθανασία. Η Νόρμα γίνεται ψυχοπομπός».
Σαν να λέμε ότι, αφού πεθάνουμε, θα είμαστε σοφότεροι επειδή θα έχουμε και την εμπειρία του θανάτου. Λέτε; «Κανείς δεν γύρισε για να μας πει. Στο έργο, αυτό είναι μια κατασκευή και στη φαντασία μας, πολλά μπορούν να συμβούν. Δεν ξέρουμε αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή, μια άλλη διάσταση, τέλος πάντων, πιο πνευματική. Πιθανότατα, ναι. Αλλά μόνο να την επινοήσουμε μπορούμε».
Πώς νιώθετε όταν μιλάτε για τον θάνατο; «Πάντα με φόβιζε το απόλυτο του θανάτου, η επερχόμενη απειλή του. Είναι το ένστικτο του ανθρώπου που δεν θέλει να χαθεί. Να απολέσει την ύπαρξή του. Τρόμος υπαρξιακός για το άγνωστο, από το οποίο και προερχόμαστε. Είμαστε τραγικά πρόσωπα. Μας δίνεται το δώρο της ζωής και έπειτα μας αφαιρείται ή το πληρώνουμε άσχημα, με φθορά και αρρώστιες. Σκέπτομαι «Θα φύγω και τι θα γίνει μετά; Δεν θα βλέπω το φως…». Ακόμη και η σκέψη της αίσθησης του χώματος που σκεπάζει τον νεκρό μού είναι τρομακτική. Θα προτιμούσα την πυρά· είναι εξαγνιστική».

Και πριν από την πυρά, μια δωρεά σώματος;
«Προτίθεμαι να το κάνω. Είναι δώρο ζωής σε όσους έχουν ανάγκη τα όργανά μας».
Ο θάνατος, η ζωή, είναι ένας κύκλος και σε όλες τις θρησκείες… «Είναι κύκλος, θα έπρεπε να τον αποδεχτούμε. Ο δυτικός πολιτισμός, όμως, δεν επιτρέπει να είμαστε σε επαφή με το νεκρό σώμα. Αντιθέτως, οι πολιτισμοί της Ανατολής και οι θρησκείες τους με την ιδέα της μετεμψύχωσης είναι πιο παρηγορητικές. Γι’ αυτό οι άνθρωποι είναι πιο ευτυχισμένοι. Το ’95 που πήγα στην Ινδία, μου έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι, παρά τις άθλιες συνθήκες ζωής, έβλεπα πρόσωπα χαμογελαστά. Εκεί βιώνουν το σήμερα με έναν τρόπο πληρέστερο από τον δικό μας, δείχνουν ικανοποιημένοι μόνο και μόνο επειδή αναπνέουν».
Εχετε βρει ποτέ παρηγοριά στη θρησκεία; Στην ύπαρξη του Θεού; «Παιδί στο χωριό μου, στον Εβρο, ένιωθα πολύ έντονο μέσα μου το θρησκευτικό συναίσθημα. Το σπίτι μας βρισκόταν απέναντι από την εκκλησία και ήμασταν εκεί, γιορτές και Κυριακές, μυστήρια, κηδείες, γάμοι· υπήρχε πίστη. Στην εφηβεία, έχοντας άλλου τύπου ερεθίσματα, κοινωνικά, πολιτικά, άρχισε η αμφισβήτηση: ότι η θρησκεία είναι επινόηση του ανθρώπου για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το υπαρξιακό του αδιέξοδο και να παρηγορηθεί. Είχα ενστερνισθεί αυτή την άποψη και όσα μου φαίνονταν ανεξήγητα σκεφτόμουν ότι κάποια στιγμή θα εξηγούνταν από την επιστήμη και δεν θα είχαμε την ανάγκη του Θεού. Μεγαλώνοντας, όμως, μου φαίνεται δυσβάστακτο να ζω χωρίς ελπίδα και να δεχτώ ότι όλα γύρω έχουν δημιουργηθεί τυχαία, ότι είναι άνευ νοήματος».
Και τι πιστεύετε τώρα; «Πιστεύω ότι δεν γνωρίζω τίποτε, άρα και τίποτε δεν μπορεί να αποκλεισθεί, δεδομένου ότι και μεγάλοι επιστήμονες παραδέχονται μια άγνωστη παράμετρο, την οποία ονομάζουν αντιύλη και ο Στίβεν Χόκινγκ είχε πει ότι αυτή ενδεχομένως συνιστά την ύπαρξη του Θεού. Ο «άγνωστος Χ» που κανείς μπορεί να τον ονομάσει όπως θέλει. Νομίζω ότι ο άνθρωπος, με τις αισθήσεις και τον νου του, δεν έχει την ικανότητα να αντιληφθεί τις άλλες διαστάσεις που, πιθανότατα, υπάρχουν γύρω μας. Και ο θάνατος είναι ίσως το πέρασμα σε μιαν άλλη διάσταση, υπόκειται σε άλλους νόμους, όπου υπεισέρχεται η έννοια της μεταφυσικής».

Μιλάμε περί θρησκείας και σκέφτηκα τους τζιχαντιστές.
«Είναι μια φρίκη αδιανόητη. Μισαλλοδοξία, αγριότητα, τρομοκρατία, αποκεφαλισμοί, γκρέμισμα μουσείων, λόγω θρησκευτικού φανατισμού. Ο κόσμος βυθίζεται όλο και περισσότερο σε κάτι απειλητικό και ανεξέλεγκτο. Οργίζομαι με όσους εγκληματούν κατά της ανθρωπότητας, είτε είναι πολιτικά συστήματα και διεφθαρμένα καθεστώτα είτε έμποροι όπλων και ναρκωτικών, δουλέμποροι, κυκλώματα τράφικινγκ και παιδικής πορνείας. Δεν ξέρω πώς θα μπορέσουμε ποτέ να απαλλαγούμε απ’ όλη αυτή τη βία και το σκοτάδι».
Λέμε ότι η τέχνη είναι φως, αλλά η τέχνη βγάζει το σκοτάδι μας στο φως. «Του ρίχνει φως για να το ερμηνεύσει· να το εξορκίσει. Για να το κατανοήσουμε και να το αντιμετωπίσουμε. Ο Γιώργος Μιχαηλίδης πάντα μιλούσε για τις καταπακτές στην ανθρώπινη ψυχή. Για τα σκοτάδια που κάνουν και τους ρόλους και τα έργα τέχνης πιο ενδιαφέροντα, επειδή μιλούν περισσότερο και στους δημιουργούς και στους αποδέκτες».
Με το να γίνει κατανοητός ο δαίμονας ή το σκοτάδι, καταργείται κιόλας; «Απόλυτα δεν καταργείται ποτέ. Μόνο που άλλοι του αντιστέκονται και άλλοι του παραδίδονται και του επιτρέπουν να κυριαρχήσει».
Οι δικοί σας δαίμονες ποιοι είναι; «Δεν διακατεχόμουν ποτέ από τα μεγάλα πάθη που οδηγούν στην καταστροφή, επειδή έχω ανεπτυγμένη μια λογική η οποία τα επεξεργάζεται και τους επιβάλλεται. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να ενδίδει σε σκοτεινά συναισθήματα. Τα πολεμώ. Θέλω σαφώς να καλλιεργώ την καλή πλευρά μου, να γίνομαι σωστότερος άνθρωπος, να μην αφήνομαι στα σκοτάδια μου».
Διαβάζω από το κείμενο του Δημητριάδη: «Οταν δεν φλέγεται η σάρκα –όταν τα πάθη δεν καίνε το μυαλό –όταν ο άνθρωπος δεν γίνεται έρμαιο της αβύσσου του –όταν η τρέλα –η τρέλα η παραφορά το χάος το όργιο της φαντασίας –να γίνεται το μυαλό σου φλεγόμενη ύαινα που ξεσκίζει τον κόσμο…». Κι εσείς; «Ο Δημητριάδης μιλάει εδώ για την καλλιτεχνική δημιουργία και εκφράζει με τα λόγια του πάρα πολλούς καλλιτέχνες. Φυσικά, κι εμένα».
Ιδιο δεν είναι το πάθος και η τρέλα και στην ερωτική ζωή; «Το ερωτικό πάθος μπορεί να σου προσφέρει απόλυτη πληρότητα και ευτυχία, αλλά πολλές φορές έχει ως τίμημα μεγάλο πόνο και απόγνωση».
Σας έχει συμβεί; «Ναι, υπήρξαν στιγμές που εξαιτίας του σχεδόν βυθίστηκα σε κατάθλιψη. Ημουν δυστυχισμένη. Εβαλα, όμως, μπροστά τη λογική κι άφησα τον χρόνο να απαλύνει την πληγή, σκεπτόμενη ότι μετά την καταιγίδα θα έρθει η γαλήνη. Οτι θα συναντήσω κάτι άλλο που θα δώσει ξανά ομορφιά στη ζωή μου. Κάποιοι, βέβαια, μπορεί να καταλήξουν στην αυτοκαταστροφή ή στο έγκλημα. Εγώ κανένα από αυτά δεν έχω σκεφτεί –δεν ξέρω αν είναι το θέατρο και η τέχνη μου που με σώζουν».
Παλεύετε, ωστόσο, για να μη χάσετε ένα αγαπημένο σας πρόσωπο; Το διεκδικείτε; «Μπορεί να κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου υπερβαίνοντας τον εαυτό μου για να μην πάρουν αυτή την τροπή τα πράγματα, αλλά από κάποια στιγμή και μετά καταλαβαίνει κανείς ότι η κατάληξη δεν εξαρτάται από τον ίδιο. Ο άλλος είναι ένα αυθύπαρκτο ον που θα ακολουθήσει τη δική του ζωή».
Σε τέτοιες στιγμές, έχετε σκεφτεί την εκδίκηση; «Αρνούμαι να μπω σε αυτή τη διαδικασία».

Οι πληγές σβήνουν;
«Αλλες ναι, άλλες όχι. Σε ακολουθούν, αλλά το θέμα είναι να μην τις τρέφεις».
Και τώρα, είστε ερωτευμένη; «Η ζωή μού χάρισε φως. Εχω την τύχη να μοιράζομαι τα τελευταία χρόνια μου με έναν υπέροχο άνθρωπο. Μου συμβαίνει κάτι που πάντα ονειρευόμουν: ζω μια σχέση που μου προσφέρει μια ισορροπία γλυκιά, ήρεμη, μια σχέση όπου πραγματικά ο ένας σέβεται τον άλλον και του δίνει χώρο, όπου υπάρχει αγάπη, κατανόηση, συμπόρευση».
Ο έρωτας έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο στη ζωής σας; «Ναι. Μαζί με την τέχνη, ήταν ο άλλος πόλος, στον οποίο στήριξα την ύπαρξή μου. Και μέσα απ’ αυτόν προσπάθησα να δουλέψω τον εαυτό μου και να κατανοήσω καλύτερα τα ανθρώπινα. Ακόμη κι από τότε που ξεκίνησα την ερωτική μου ζωή, ήθελα να κοιτάω τον άλλον στα μάτια και να συζητάω μαζί του τα πάντα. Ημασταν πολύ νέοι, σε μια ηλικία που το αίμα έβραζε, που ψάχναμε τον εαυτό μας, τη σεξουαλικότητά μας, τον κόσμο γύρω μας. Πίστευα, όμως, ότι τα μυστικά και τα ψέματα στις σχέσεις πονάνε, ότι τα πράγματα είναι πιο ουσιαστικά και σωστά όταν στηρίζονται στην αλήθεια, γιατί τότε μόνο μπορείς να καταλάβεις και να αποδεχθείς τον άλλον».
Σας έχει φερθεί απλόχερα η ζωή; Σας χαρίστηκε; «Είχα την τύχη να μην μπω σε πολύ μεγάλες περιπέτειες, όπως πολλοί συνάνθρωποί μας που ζουν μέσα σε πόνο, απελπισία και με το φάσμα του θανάτου στα μάτια τους. Δεν είχα κάποιο πρόβλημα υγείας, δεν έχασα μέλη της οικογένειάς μου με άσχημο τρόπο, δεν βίωσα πόλεμο, προσφυγιά, ρατσισμό. Για αυτά, ναι, αισθάνομαι προνομιούχος. Αλλά όχι και ότι μου χαρίστηκαν όλα απλόχερα».
Ποιες ήταν οι δυσκολίες, κυρία Καραμπέτη; «Ζούσα πάντα σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Αρχισα να συντηρώ τον εαυτό μου από τα 21 μου, οπότε τελείωσα τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Αλλά και πριν, ως φοιτήτρια, παρέδιδα μαθήματα μαθηματικών (σ.σ.: συγχρόνως σπούδαζε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης), εργάστηκα ως μπέιμπι σιτερ, σερβιτόρα σε μπαρ. Ακόμη και στα πρώτα χρόνια της θεατρικής μου πορείας, στην Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», επειδή δεν παίρναμε δραχμή, δούλευα παράλληλα κι αλλού. Και στο θέατρο, δεν μου χαρίστηκε τίποτα. Είχα, βέβαια, την τύχη να γνωρίσω κάποιους πολύ σημαντικούς ανθρώπους, την κατάλληλη στιγμή. Στη Δραματική Σχολή, τη Μάγια Λυμπεροπούλου, αργότερα τον Γιώργο Μιχαηλίδη στο Ανοιχτό Θέατρο, κι άλλους που ήταν καθοριστικοί για τη σκέψη και την πορεία μου. Ομως για να αξιοποιήσω τις ευκαιρίες που μου έτυχαν, δούλεψα σκληρά. Γιατί, αν δεν είσαι αντάξιος των ευκαιριών, τις χάνεις. Κι αυτές δεν έρχονται πάντα, δεν μπορεί να είσαι εσαεί τυχερός».
Ταλέντο, ήθος, χαρίσματα, αλλά και αφοσιωμένη εργάτρια. «Δεν γίνεται διαφορετικά. Μπορεί όσα αναφέρατε να είναι ένα υλικό απαραίτητο για έναν ηθοποιό, αλλά η σωστή προσέγγιση ενός ρόλου γίνεται με τη δουλειά και μόνο. Απαιτεί ενέργεια, συγκέντρωση, σημειώσεις στην πρόβα, μελέτη στη λεπτομέρεια της κάθε κίνησης, της κάθε φράσης. Η ακρίβεια μετριέται με το υποδεκάμετρο, το έργο γίνεται παρτιτούρα πολύ συγκεκριμένη, χωρίς αυτό να αποκλείει και τη μαγεία της έμπνευσης της στιγμής, αφού τα πράγματα είναι ζωντανά· αρκεί η έμπνευση να μην ξεφεύγει από το προκαθορισμένο σκηνοθετικό πλαίσιο».

Ποιους ρόλους αγαπήσατε περισσότερο και γιατί; «Ποιον να πρωτοαναφέρω… Σίγουρα την Αναμπέλα του «Κρίμα που είναι πόρνη», τη «Λούλου» του Βέντεκιντ και τη Μάσα των «Τριών αδελφών» της εποχής του Ανοιχτού Θεάτρου, για τη δύναμη των παραστάσεων κι επειδή είναι συνδεδεμένες με μία από τις πιο όμορφες περιόδους της ζωής μου. Την Αντιγόνη, για τη μνήμη του Μίνω Βολανάκη. Τη Μήδεια, γιατί είναι από τους σπουδαιότερους ρόλους που έχουν γραφτεί ποτέ, αλλά και γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να ταξιδέψω σε όλον τον κόσμο και να αποκτήσω μοναδικές εμπειρίες. Επίσης, τη Μήδεια του Δημητριάδη, για τη σύγχρονη εκδοχή του τραγικού. Τις Ηλέκτρες, τις Κλυταιμνήστρες –κυρίως αυτήν που μου δίδαξε ο Πέτερ Στάιν -, τη λαίδη Μάκβεθ, τον Αμλετ, για την τεράστια αξία τους ως ρόλων. Την Τσούνγκα, για τη θητεία μου σε κάτι χαρακτηριστικά διαφορετικό. Τη Μεγάρα του «Ηρακλή μαινόμενου» για την αποκαλυπτική συνεργασία με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. Την Κριστίν Μάνον στο «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», για τη μεγάλη καλλιτεχνική αρτιότητα της παράστασης του Γιάννη Χουβαρδά. Τη Ραμόνα, για τη γραφή της Γλυκερίας Μπασδέκη και το μεταμοντέρνο σύμπαν των Bijoux de Kant. Ο κατάλογος είναι τεράστιος και άφησα απέξω πολλές άλλες αγαπημένες στιγμές, επειδή έχω ήδη μακρηγορήσει».
Ποιος ήταν ο μεγαλύτερος δάσκαλός σας: η ζωή ή το θέατρο; «Είναι οι εμπειρίες οι προσωπικές, τα παιδικά μου χρόνια, όσα μου έδωσαν οι γονείς μου, είναι η φύση, το χωριό μου, η αλληλεγγύη των ανθρώπων. Εχω μέσα μου ένα κομμάτι φωτεινό και ανατρέχω σε αυτό με νοσταλγία και γλυκύτητα· μια πολύ ωραία οικογένεια, φίλοι, συγγενείς. Ακόμη και τώρα, όταν σπάνια μου επιτρέπουν οι υποχρεώσεις μου να πάω στο Διδυμότειχο, με πόση αγάπη τους βλέπω όλους, και λέω «Χριστέ μου, τι όμορφα!»».
Μήπως τα εξιδανικεύετε; «Εχουμε την ανάγκη να εξωραΐζουμε το παρελθόν, αλλά τα παιδικά μου χρόνια τα ζούσα έτσι, δεν έβλεπα τα σκοτάδια και τις κακίες που φαντάζομαι ότι υπήρχαν, όπως σε όλες τις κοινωνίες, άλλωστε».
Και το θέατρο, δεν μου είπατε τι σας δίδαξε; «Δεν μπορώ εύκολα να το διατυπώσω με λόγια. Του χρωστώ τον τρόπο με τον οποίο σκέπτομαι. Οταν καλείσαι να ερμηνεύσεις ρόλους που έχουν γράψει τα μεγαλύτερα πνεύματα του κόσμου, έρχεσαι σε επαφή με όλες τις εκφάνσεις του ψυχισμού. Το θέατρο μου έδωσε την ευκαιρία να αναλογιστώ πάνω στην ανθρώπινη περιπέτεια και να αποκτήσω μεγαλύτερη κατανόηση και συμπόνια για την έννοια του όντος. Με δίδαξε να έχω μέθοδο, επιμονή, αφοσίωση και αρχές. Με έμαθε να αντέχω στα δύσκολα. Και μου χάρισε απίστευτες στιγμές μέθεξης και κάθαρσης».
Μιλώντας για εσάς με ένα ευρύ κοινό, βλέπω πόσο σας θαυμάζουν και πώς σχολιάζουν το ήθος σας. «Το χαίρομαι αυτό που λέτε, αλλά θα ήθελα αντί για θαυμασμός να υπάρχει αγάπη, εκτίμηση. Ο θαυμασμός είναι πολύ μεγάλη λέξη και κάπως αισθάνομαι, υπάρχει μια αιδώς δική μου…».

Λοιπόν, κυρία Καραμπέτη, έρχονται οι θεατές στο καμαρίνι. Πείτε μας τις αντιδράσεις.
«Χαίρομαι να συναντιέμαι με ανθρώπους που αισθάνομαι ότι αυτό που χτυπήθηκα τόσο σκληρά να πετύχω, το έχουν προσλάβει. Είναι λυτρωτικό να νιώθω ότι τους πρόσφερα κάτι μέσα από τη δουλειά μου. Και το νιώθω επειδή μπορεί κάποια μάτια να είναι βουρκωμένα, κάποιος να μου σφίγγει το χέρι και να με ευχαριστεί, ειδικά σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς όπου η τέχνη γίνεται καταφύγιο. Εισπράττω αγάπη, σαφώς και εισπράττω αγάπη, αλλά βλέπω και το αντίθετο: ότι σε κάποιους δεν αρέσω. Το βλέπω στα μάτια τους και στις κριτικές και στα σχόλια που γράφουν στο Διαδίκτυο. Κι αυτό δεν είναι εύκολο να το αποδεχτείς, οι καλλιτέχνες είμαστε και λίγο παιδιά κι έχουμε την ανάγκη να αρέσουμε σε όλους».

Γιατί πρέπει όλοι να σας αγαπάνε, σε όλους να αρέσετε; «Εσείς δεν το έχετε ανάγκη; Βεβαίως και θα μου κάνει καλό και το ζητάω, κυρίως από φίλους, να ακούσω όλη την αλήθεια για κάτι που δεν έκανα καλά, επειδή εκεί θα επικεντρωθώ για να το ξαναδουλέψω, δεν μιλώ για αυτό, αλλά για την a priori άρνηση απέναντι στο πρόσωπο του καλλιτέχνη και για τον φθόνο».
Σας έχει τύχει, λοιπόν; «Δεν υπάρχει καλλιτέχνης που να μην του έχει τύχει. Και πώς να αντιμετωπίσεις αυτή την αρνητική ενέργεια που σε κατασπαράζει;».
Εχει έρθει ποτέ κάποιος άγνωστος στο καμαρίνι σας να σας κάνει πρόταση γάμου; «Πρόταση γάμου; Ωραίο αστείο! Ποτέ, εννοείται. Μου έχει τύχει, όμως, να δεχτώ προτάσεις για έξοδο κι εκεί φυσικά αρνήθηκα ευγενικά».
Κάτι που θυμάστε; «Κάποιος μου έστελνε κάθε εβδομάδα μια τεράστια ανθοδέσμη με ένα και μόνο γράμμα της αλφαβήτου στην κάρτα. Οπως γρήγορα υποψιάστηκα, μου έστειλε το όνομά του και με το τελικό σύμφωνο και το τηλέφωνό του. Δυστυχώς, αποδείχτηκε αργότερα ότι δεν κατάλαβε για ποιον λόγο δεν του τηλεφώνησα ποτέ».
Σας ενοχλούν οι ερωτήσεις των δημοσιογράφων για την προσωπική σας ζωή; «Γενικά δεν αγαπώ καθόλου τις συνεντεύξεις. Θα ήμουν πολύ πιο ευτυχής με τη δουλειά μου αν δεν έπρεπε, κάθε φορά που συμμετέχω σε μια παράσταση, να διαχειριστώ και το θέμα της επικοινωνίας της. Το πρόβλημα επιδεινώνεται όταν, πέρα από την ενημέρωση, πρέπει να απαντήσω και σε ερωτήσεις προσωπικές. Η έκθεση των καλλιτεχνών είναι έτσι κι αλλιώς τεράστια και δεν είναι εύκολο, όσο προσεκτικός κι αν είσαι, να προστατευτείς. Και μάλιστα τώρα, που τα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά θέματα σε ξεπερνούν με τη σοβαρότητά τους, ξέρεις ότι όλο αυτό δεν έχει κανένα νόημα και δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρει κανέναν. Το αποδέχεσαι, όμως, ως αναγκαίο κακό. Συγγνώμη αν αυτοαναιρούμαι ή αντιφάσκω, αλλά έτσι αισθάνομαι».
«Στροχάιμ» του Δημήτρη Δημητριάδη: Από Μηχανής Θέατρο (Ακαδήμου 13, Αθήνα), από τις 22 Απριλίου.
Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Απριλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ