Φτάνοντας στα γραφεία του Αττις, τα οποία στεγάζονται πάνω από τo θέατρο της οδού Λεωνίδου, στο Μεταξουργείο, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος με πήρε από το χέρι και με οδήγησε από μια στενή δίοδο σε μια μπούκα, από όπου μπορούσα να παρακολουθήσω τι συνέβαινε στη σκηνή. Και στη σκηνή εξελίσσονταν ασκήσεις αυτοσυγκέντρωσης, τις οποίες επόπτευε ο άξιος νεαρός ηθοποιός και σκηνοθέτης Σάββας Στρούμπος, βοηθός του σπουδαίου Τερζόπουλου. Ενα workshop της Θερινής Ακαδημίας του θεάτρου Αττις, η οποία λειτουργεί για τρίτο χρόνο και συγκεντρώνει φοιτητές υποκριτικής καθώς και επαγγελματίες ηθοποιούς από την Ελλάδα και από όλον τον κόσμο.
Στο Αττις, όμως, πήγα για τον Θεόδωρο Τερζόπουλο, ο οποίος από μόνος του είναι ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο σύγχρονο θέατρο, λαμπρύνοντας τη διεθνή σκηνή με τις εμπνευσμένες δημιουργίες του, εξελίσσοντας τη θεατρική τέχνη με τις παραστάσεις και τη διδαχή του, μεταφέροντας πνοές ελληνικού πολιτισμού όπου Γης, διαθέτοντας μια ισχυρού κύρους προσωπικότητα, αναγνωρισμένη από τους σημαντικότερους κριτικούς και ερευνητές του θεάτρου.
Πρόσφατα ο Θεόδωρος Τερζόπουλος κατέγραψε ακόμη μια τεράστια επιτυχία, ανεβάζοντας τη μοντέρνα όπερα «Νοσφεράτου» στην Οπερα της Περμ, στη Ρωσία. Ομως, καθώς ποτέ δεν στέκεται πουθενά και δεν επαναπαύεται στις δάφνες του, προτού φτάσει στην Περμ, έκανε δύο πολυήμερες στάσεις: στην Αγία Πετρούπολη και στη Μόσχα. Στην πρώτη, στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι, για να σκηνοθετήσει το έργο του Μπέκετ «Το τέλος του παιχνιδιού», το οποίο εντάχθηκε στο εναλλασσόμενο ρεπερτόριο του θεάτρου για επτά χρόνια και με αυτό θα ανοίξει το Διεθνές Φεστιβάλ της Αγίας Πετρούπολης τον Οκτώβριο. Και στη Μόσχα, για να ολοκληρώσει τις πρόβες των «Βακχών», με τις οποίες θα εγκαινιαστεί το ανακαινισμένο θέατρο Στανισλάφσκι στις 22 Οκτωβρίου, οπότε θα γίνει και μία έκθεση της Γιοχάνα Βέμπερ με φωτογραφίες από παραστάσεις του θεάτρου Αττις, καθώς και η παρουσίαση του βιβλίου της μεθόδου του, με τίτλο «Η επιστροφή του Διονύσου».
Τι εμμονή κι αυτή με τον Διόνυσο, κύριε Τερζόπουλε!
«Ναι, αλλά με τον Διόνυσο τον χθόνιο, τον Αττι. Πρόκειται για τον φρυγικό Διόνυσο που λατρεύτηκε στον τόπο του και στην ευρύτερη Μικρά Ασία. Κατάγομαι από αυτά τα μέρη και ο πρώτος πυρήνας του θεάτρου Αττις δημιουργήθηκε έπειτα από μιαν ακρόαση για τις «Βάκχες», πολύ ιδιαίτερη, στον Κιθαιρώνα. Οι ηθοποιοί που επελέγησαν κατάγονταν όλοι από τον Πόντο, για αυτόν τον λόγο έδωσα στην ομάδα το όνομα Αττις».
Νιώθετε να έχετε στοιχεία διονυσιακά;
«Σε αυτά στηρίχτηκε το σύστημα εργασίας μου, του οποίoυ βασικό στοιχείο είναι η ενέργεια».
Πού γεννιέται η ενέργεια και πώς εκμαιεύεται;
«Με τη διαφραγματική αναπνοή. Η δόνησή της, σιγά σιγά, περνά στη λεκάνη, το πρώτο αντηχείο που ενεργοποιείται είναι η σπονδυλική στήλη και έπειτα οι κάτω σπόνδυλοι. Στη συνέχεια, η περιοχή των γεννητικών οργάνων συσπάται, αντηχεί και η ενέργεια, ύστερα από σειρά ασκήσεων, μεταδίδεται σε όλο το σώμα. Στην Πολωνία, το πειραματικό τμήμα του Πανεπιστημίου του Βρότσλαβ, που ερευνά την ενέργεια, κατέγραψε εκείνη του έργου «Μάουζερ», το οποίο σκηνοθέτησα στο Ινστιτούτο Γκροτόφσκι».

Εξαρτάται από το πόσο καλός είναι ένας ηθοποιός για να ανοίξει ενεργειακά το σώμα του;
«Οχι, πρόκειται για τεχνική. Χρειάζεται, όμως, πίστη στις δυνατότητές μας για να το πετύχουμε, δυνατότητες που έχουμε όλοι, αχρησιμοποίητες».
Η πίστη στις δυνατότητες σας απασχολεί μόνο στην τέχνη ή την έχετε υιοθετήσει και στη ζωή σας; Πώς λειτουργείτε;
«Με απασχολεί, και στην τέχνη και στην καθημερινότητα, η ενέργεια και η καλλιέργεια των αισθήσεων. Αλλά έχω και την ανάγκη της διαρκούς εμβάθυνσης και του διαρκούς ρίσκου. Κάνω βουτιές στο υποσυνείδητο, στα όνειρα και τους εφιάλτες μου, που προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω. Πράγματα που βράζουν μέσα μου και, κάποια στιγμή, πυροδοτούμενα από εκρήξεις ενεργειακές, αναδύονται».
Αυτός ο τρόπος λειτουργίας σάς έχει βοηθήσει στην επαφή με τον περίγυρο;
«Αλλοτε ναι και άλλοτε όχι».
Είστε ένας δύσκολος άνθρωπος;
«Οσοι δεν με γνωρίζουν με θεωρούν απόλυτο, σκληρό, απρόσιτο. Είμαι το εντελώς αντίθετο. Το διαπιστώνουν όταν με γνωρίσουν· ανακαλύπτουν τη χαλαρότητά μου και το ότι είμαι σε μεγάλο βαθμό επικοινωνιακός. Πολλές φορές, και πολύ ευάλωτος. Οι φίλοι μου το ξέρουν».

Πώς είναι η σχέση σας μαζί τους;
«Συνεννοούμαστε με χιούμορ. Γελάμε πολύ».
Δεν αμύνεσθε για να προφυλαχθείτε, από τη στιγμή που είστε ευάλωτος, καθώς λέτε;
«Οχι, δεν αμύνομαι. Αλλά όταν βρίσκομαι με αγνώστους, δεν μου αρέσει και ως στάση ζωής να δείχνω πλευρές του χαρακτήρα μου. Ανοίγομαι, ως ένα σημείο. Με κάποιον τρόπο, φυλάω τα νώτα μου. Η εξοικείωση σε χώρους, ιδιαίτερα όπου διακινούνται δημόσιες σχέσεις και υποσχέσεις, δεν οδηγεί πουθενά. Γι’ αυτό δεν θα με δείτε σε πρεμιέρες, δεξιώσεις, δείπνα, κ.λπ. Είμαι εξαφανισμένος».
Νεότερος, πώς ήσασταν;
«Στην εφηβεία μου, εκεί που λογικά κανείς νιώθει πιο ελεύθερος, ήμουν πολύ κλειστός, μάλιστα είχα και μια ελαφρά ραχίτιδα, αλλά δουλεύοντας σκληρά σωματικά, την ξεπέρασα».

Πώς;
«Ασχολήθηκα με το κλασικό μπαλέτο για πολλά χρόνια ή δούλευα διάφορα συστήματα, όπως το σύστημα Γκράχαμ, στη Γερμανία, και έμαθα χορό Μπούτο από αυθεντικούς δασκάλους. Εκανα, δηλαδή, μια δουλειά για να μπορώ να λύνομαι και για να γνωρίσω τους άξονές μου. Με απασχόλησε πολύ το σώμα και στο κίνημα του Μπαουχάους».
Ενας άνθρωπος με αυτή την πορεία είναι και πολύ αυστηρός κριτής;
«Πολύ αυστηρός και με τον εαυτό μου και με τους ηθοποιούς μου. Κάποτε, και αδέκαστος. Αυτό, σε έναν βαθμό, τους κινητοποιεί. Κάποιους τους πληγώνει. Πάντα προσπαθούσα να βρω την ισορροπία, αλλά δεν τα έχω καταφέρει. Πολλές φορές κάνω το λάθος ότι, ενώ αντιλαμβάνομαι την αιτία κάποιου πράγματος που δεν εξελίσσεται, είναι σαν να την αγνοώ. Και ενώ στη διδασκαλία είμαι διαλεκτικός και, συχνά, πολύ προστατευτικός, όταν αντιλαμβάνομαι ότι αυτό που οραματίζομαι, ύστερα από πάρα πολλή δουλειά και κόπο, δεν βγαίνει, εκρήγνυμαι. Με αποτελέσματα συνήθως καταστροφικά».
Γίνεστε επιθετικός;
«Κρυμμένη βία».
Πώς εκφράζεται η κρυμμένη βία;
«Αρκεί ένα κοίταγμα ή η ακινησία και η σιωπή».
Και η βία στο θέατρο;
«Με τον ίδιο τρόπο. Εχει περάσει στη σκηνική γλώσσα μου».
Η βία που νιώθουμε, όταν μεταφερθεί σε ένα έργο μας, είναι ανακουφιστική.
«Εννοείτε ότι εκφορτίζομαι, μεταφέροντας τη βία που μπορεί να νιώθω, στη σκηνή; Οχι. Κι όταν συμβαίνει μια τέτοια έκρηξη σε μια πρόβα, δεν αισθάνομαι ότι ανακουφίζομαι αλλά ούτε και ότι αναστατώνομαι. Γυρίζω αυτόματα σελίδα. Και στις πρόβες, δεν πάω ποτέ προετοιμασμένος. Εχω μια συγκεκριμένη δομή στο μυαλό μου, ως βασική έναρξη εργασίας, και γίνεται ένας διάλογος με τους ηθοποιούς ή λέω κάποιες λέξεις-κλειδιά. Οι ενέργειες ή τα βλέμματα υποκαθιστούν τα λόγια. Φτάνουμε σε μια συνεννόηση και μετά λέω: «Ουφ! Τελειώσαμε και με αυτό»».
Και στην προσωπική σας ζωή, με το ίδιο «ουφ!» κλείνετε κύκλους;
«Πολλές φορές».
Συμπίπτουν, δηλαδή;
«Ναι. Εχω μια απίστευτη ταχύτητα στις κινήσεις μου, γι’ αυτό και κάνω πάρα πολλά πράγματα, γι’ αυτό και βαριέμαι εύκολα. Κάθε παράστασή μου τη βλέπω το πολύ τρεις φορές. Δεν αντέχω περισσότερο. Την ξεπερνώ και μπαίνω σε άλλη διαδικασία».
Εχετε απίστευτη ταχύτητα και στα συναισθήματά σας;
«Συχνά, ιλιγγιώδη ταχύτητα με αυτοκαταστροφικά αποτελέσματα».
Εξαιτίας της εσωτερικής σας ταχύτητας, μετακινείστε και διαρκώς;
«Ναι. Σκεφτείτε ότι στις 20 Αυγούστου θα είμαι στο Τόκιο, την 1η Σεπτεμβρίου στο Ελσίνκι, στις 12 στη Μόσχα, μετά πάω στο Πεκίνο με τον «Προμηθέα», μετά περιοδεία στη Γερμανία, μετά στην Πολωνία για να ξαναστήσω την παράσταση «Μάουζερ», και επίσης πρέπει να πάω και στην Αμερική… Αυτά ως τις 25 Δεκεμβρίου. Θέλω να πω ότι η ζωή μου είναι ένα διαρκές ταξίδι».
Που σημαίνει ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να σας ακολουθήσει σε μια σχέση προσωπική.
«Πάρα πολύ δύσκολα. Κι αυτό το έχω πληρώσει».
Με χωρισμούς και δάκρυα και πόνο; Τι σημαίνει για εσάς η απώλεια;
«Με πόνο, αλλά χωρίς δάκρυα. Και πάντα με νέες αποφάσεις για νέους προσανατολισμούς. Και με βαθιά γνώση της απώλειας, που ωστόσο στον πυρήνα της κρύβει το νέο ξεκίνημα, τη νέα δράση».
Είστε αναχωρητής;
«Δεν είμαι η κλασική περίπτωση του αναχωρητή που προσπαθεί να ξεφύγει από τον εαυτό του. Πάω κάπου συγκεκριμένα, για να δράσω πολύ συγκεκριμένα. Αυτό σίγουρα δημιουργεί πολλές φορές ψυχαναγκασμό και μεγάλη κόπωση, αλλά, αν κοιμηθώ δύο εικοσιτετράωρα, παίρνω δύναμη και ξαναρχίζω. Είναι το διαρκές ταξίδι ενός ανθρώπου, που σαν να του έχουν φυτέψει μια μανία. Και τρέχει. Σαν να αναζητεί κάτι· ίσως την Ιθάκη; Μα, δεν θα υπάρξει ποτέ Ιθάκη… Τον δρόμο προς την Ιθάκη; Ισως τον δρόμο προς το τίποτα. Το μπεκετικό τίποτα, το έμπλεο μηνυμάτων».
Συνήθως τρέχουμε προς έναν στόχο.
«Ούτε στόχο έχω. Δεν θέλω να φτιάξω το μεγάλο θεατρικό κόνσεπτ».
Το έχετε ήδη φτιάξει!
«Ο,τι φτιάχνεται και ό,τι γίνεται είναι αποτέλεσμα της ιλιγγιώδους ταχύτητας προς έναν ορίζοντα που διαρκώς μετατοπίζεται. Εχω, όμως, μεγάλη αγωνία και αδιανόητη περιέργεια. Για το τι συμβαίνει στην τέχνη μου. Για το τι συμβαίνει στον κόσμο. Για το τι συμβαίνει μέσα μου. Εξαιτίας όλων αυτών, πολλές φορές πάσχω. Πάσχω, πραγματικά».
Ενα πάσχον σώμα;
«Είναι ριψοκινδυνευμένος και μεγάλος ορισμός. Οχι».
Από τι θέλετε να ξεφύγετε;
«Ας το πει ο ψυχαναλυτής. Οταν ρώτησα τον φίλο μου, Κώστα Αρβανιτάκη, πολύ σημαντικό ψυχαναλυτή του Πανεπιστημίου Μακ Γκιλ, τι είναι αυτό που δεν μου αφήνει περιθώρια για τη ζωή, που δεν νομίζω ότι είναι η φιλοδοξία, γιατί θα μπορούσα να είμαι πολύ μέσα στο mainstream, στο lifestyle, να έχω βγάλει πάρα πολλά χρήματα…».
Δεν μπορεί να μην έχετε βγάλει!
«Δεν παραπονιέμαι, αλλά θα μπορούσε να ήταν απίστευτα πολλά, γιατί είχα απίθανες προτάσεις και τις απέφυγα, αφού απείχαν από τον δικό μου προβληματισμό. Τα θεωρούσα περιττά».
Σας διέκοψα και δεν ολοκληρώσατε την άποψη του κυρίου Αρβανιτάκη…
«Ναι, μου είπε: «Ο ίλιγγος της ταχύτητας είναι ίδιον εμμονικού ανθρώπου και μπορεί να μην έχεις στόχο, όμως όλη αυτή η κίνηση γεννά έργα. Δηλαδή, είσαι ένας αθεράπευτος ερευνητής». Προσωπικά, δεν λέω ότι είμαι αθεράπευτα ερευνητής και καλλιτέχνης, μπορεί να μην είμαι καν καλλιτέχνης, μπορεί να είμαι κάτι άλλο».
Τι θα μπορούσε να είναι αυτό το άλλο;
«Δεν ξέρω. Μπορεί να υπηρετώ ένα απόλυτο λάθος. Μπορεί να είμαι λάθος».
Υπάρχουν άνθρωποι-λάθη;
«Ενας άνθρωπος, όταν έχει καταληφθεί από την τέχνη και δεν έχει την ικανότητα να τη συγκεράσει με τη ζωή, μπορεί να είναι λάθος. Γιατί, από τις επτάμιση το πρωί που είμαι στο θέατρο, όλη η έγνοια μου είναι η τέχνη, και αυτό επί δεκαετίες. Είναι η ζωή μου και, όταν έρθει κάτι από την πραγματική ζωή, λέω: «Ελα και φύγε»».
Δεν το εκτιμάτε όσο πρέπει;
«Δεν παίζει για εμένα ρόλο. Για κάποιον λόγο, έχει γίνει μια παράξενη αντιστροφή, όπου η τέχνη έχει αποκτήσει μεγαλύτερη αξία από τη ζωή. Πήρε τη θέση της και στρογγυλοκάθησε. Πολλές φορές, με βίαιο τρόπο. Και μου κουνά και το δάχτυλο, «μείνε εκεί και μην κουνιέσαι»».
Αυτό σας βασανίζει;
«Καθόλου. Αν είναι υγιές ή όχι, δεν το ξέρω. Σίγουρα, όμως, με κάνει νηφάλιο».
Το χειρότερο για εσάς, επομένως, θα είναι να σας πουν «κλείνουμε τα σύνορα, δεν πας πουθενά».
«Δηλαδή, να μένω συνέχεια στο θέατρο, να πηγαίνω διακοπές; Χα, χα! Οταν πάω διακοπές, κλείνομαι για να σκεφτώ μια ιδέα. Πιθανόν να είμαι σε έναν λαβύρινθο, από τον οποίο να μην μπορώ να βγω ποτέ. Αυτή είναι μια άλλη εκδοχή, που πιθανότατα να δείχνει ένα βραχυκύκλωμα· ένα παθολογικό πρόβλημα».
Υπάρχει διαφορά μεταξύ εμμονής και μανίας;
«Η εμμονή έχει μέσα μανία. Οι μανιακοί άνθρωποι εμμονικά την υπηρετούν».
Πάντως, μανία αυτοκαταστροφής δεν έχετε. Να συμπεράνω ότι ούτε μανιώδης του σεξ είστε.

«Στα νιάτα μου ήμουν, ναι».

Ισως κάποιος φόβος θανάτου;

«Δεν έχω. Δεν κάνω ό,τι κάνω για ν’ αποφύγω τον θάνατο».

Σας επηρεάζουν και τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα από ό,τι υπαινιχθήκατε;
«Είναι δυνατόν να με αφήνουν ανεπηρέαστο; Την ώρα που εμείς μιλάμε για τέχνη, για καλλιτεχνικά σχέδια, για την ενέργεια, το τελευταίο δράμα στη σειρά των όσων τραγικών διαδραματίζονται στον πλανήτη τα τελευταία χρόνια, είναι που ένας λαός αποδεκατίζεται στη Γάζα. Παρακολουθούμε μια γενοκτονία και αναρωτιέμαι τι μπορούμε να κάνουμε εμείς οι καλλιτέχνες, συνήθως κλεισμένοι στο καβούκι της τέχνης, που τελικά τι είναι; Λύτρωση ή τέλμα; Πρέπει, όσο ποτέ άλλοτε, αποφασιστικά, να ξανασκεφτούμε τον κόσμο, τον άνθρωπο και την τέχνη. Να ενεργοποιηθούμε και να δράσουμε».
Νωρίτερα αναφερθήκατε στις αισθήσεις, ωστόσο από τα έργα σας λείπει το άγγιγμα.
«Μιλούσα για τη ζωή μου. Η αίσθηση, λόγου χάρη, της αφής, στο θέατρο που κάνω, δεν ταιριάζει. Ταιριάζει στον ρεαλισμό. Δεν μεταφέρω στο θέατρο όλα τα δικά μου στοιχεία. Αν τα μετέφερα, τότε θα ήταν ίσως μια κόλαση».

Η ζωή σας, κόλαση;
«Η ζωή μου είναι αλλιώτικη. Κάποια στοιχεία μου χαρακτηριολογικά, όπως αυτά της ενέργειας, της χαλάρωσης, της παρατηρητικότητας, της εμβάθυνσης, τα βλέπει κανείς στη δουλειά μου. Αλλά τα απολύτως αυτοβιογραφικά στοιχεία μου δεν είναι απαραίτητο να μεταφερθούν στη σκηνή. Εκεί που τελειώνει η αυτοβιογραφία, αρχίζει το πείραμα και η τέχνη».
Στην Κολομβία, παρακολουθώντας κάποια δρώμενα, σας είχαν πει ότι σε μια προηγούμενη ζωή σας μπορεί να ήσασταν δάσκαλος· σαμάνος. Πόσο σας επηρέασε αυτό;
«Με έβαλε σε σκέψεις, αλλά δεν με επηρέασε. Βεβαίως, όταν δουλεύω με τους ηθοποιούς, μου λένε ότι αυτό που περιμένουν από εμένα δεν είναι η σκηνοθεσία αλλά, με τον διάλογο, να τους ανοίξω πόρτες για να αναπτύξουν μια ιδέα, κάτι που είναι δουλειά δασκάλου. Δεν ξέρω αν είμαι ή όχι δάσκαλος, αυτό θα το κρίνουν οι άλλοι. Αλλά εμφανίζεται ως μια ανάγκη μου η επικοινωνία και όσα άλλα μου λείπουν. Εκεί είναι όλο το θέμα».
Δάσκαλος, και η μέθοδός σας διδάσκεται σε πανεπιστήμια. Πώς έγινε;
«Βλέποντας ότι το σύστημα δουλειάς μου διδάσκεται σε ακαδημίες θεάτρου, σε κάποιες μάλιστα με έκαναν και επίτιμο καθηγητή, κατάλαβα πόσο αναγκαία είναι για την τέχνη του ηθοποιού η ενέργεια. Δουλεύοντας χρόνια με τους ηθοποιούς μου, ανέπτυξα σειρές ασκήσεων, πολλές από τις οποίες συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο της Μεθόδου. Θα εκδοθεί στα ελληνικά, τα ρώσικα, τα γερμανικά, τα αγγλικά και σε άλλες γλώσσες. Το 2014-15 θα κυκλοφορήσει επίσης μια σειρά βιβλίων με θέμα τη δουλειά μου στη Ρωσία, τη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Γερμανία».
Πόσα βιβλία έχουν εκδοθεί, ως σήμερα, για το θέατρό σας και για τη μέθοδό σας;
«Συνολικά 20 βιβλία σε καμιά δεκαριά γλώσσες».
Πόσο απλά το λέτε! Εχετε δεχτεί κάποιες επιρροές;
«Φυσικά, δεν έπεσα από τον ουρανό, δεν είμαι αυτόφωτος. Επηρεάστηκα από ανθρώπους και πολιτισμούς, αλλά σιγά σιγά δημιούργησα τη δική μου γλώσσα, που φαίνεται και στις παραστάσεις και στον τρόπο διδασκαλίας μου. Βοηθήθηκα πάρα πολύ από τη μελέτη του θεάτρου του Μέγερχολντ, του Ταντέους Κάντορ, του Γκροτόφσκι, του θεάτρου Νο, πάρα πολύ από τα αφρικανικά δρώμενα και από τα δρώμενα των Ιντιος του Αμαζονίου και, βεβαίως, από τα δικά μας κατάλοιπα των διονυσιακών δρώμενων στη Βόρεια Ελλάδα και από την ποντιακή, την ανατολίτικη καταγωγή μου. Από τις μνήμες, όπως τις κουβάλησαν οι γονείς μου και οι παππούδες μου. Από τον Μπρεχτ και ιδιαίτερα από τον Χάινερ Μύλλερ, ο οποίος υπήρξε φίλος και μέντοράς μου, στη Γερμανία».
Εχετε πάει στον Πόντο;
«Βεβαίως. Και ένιωσα την ενέργεια του τόπου των προγόνων μου. Εχω καλούς φίλους, διανοούμενους και καλλιτέχνες, στην Κωνσταντινούπολη. Εχω συνεργαστεί πολλές φορές με το Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης και μάλιστα τώρα, για την παράσταση του «Προμηθέα», που θα την παρουσιάσω στο Πεκίνο, έρχονται και οι τούρκοι ηθοποιοί μαζί μου».
Πώς βιώσατε την ποντιακή ρίζα σας;
«Ουσιαστική η σιωπή, που τη βίωσα σπίτι μου, στην παιδική ηλικία, όχι ως κενό του χρόνου, ως χάσμα, αλλά ως συμπυκνωμένο χρόνο. Λίγα λόγια και πολλές σιωπές. Και έπειτα από κάθε σιωπή παρατηρούσα την επόμενη φράση ή την επόμενη δράση της μάνας μου. Αυτή η σιωπή με επηρέασε βαθύτατα. Και ο αργός χρόνος, ο οποίος είναι ανατολίτικος. Οι μονωδίες της γιαγιάς μου. Οι μονωδίες των γυναικών στο χωριό μου, τον Μακρύγιαλο Πιερίας. Ακόμη και ένας ήχος που αναπτυσσόταν, χωρίς πολλές περιγραφές και λόγια, είχε ένα φορτίο μεγάλης συγκίνησης. Αυτό το στοιχείο βρίσκεται πολύ στη δουλειά μου».
Γιατί λέτε «συμπυκνωμένη σιωπή»;
«Επειδή υπήρχε μέσα αγωνία. Για το μετά· σε μια εποχή μετεμφυλιακή, όπου το τραύμα αιμορραγούσε».
Ας μιλήσουμε και για την όπερα «Νοσφεράτου», που σκηνοθετήσατε στην Οπερα της Περμ και είχε διθυραμβικές κριτικές.
«Ηταν σωστή η κίνησή μου να είμαι με τους στενούς συνεργάτες και φίλους μου, με τους οποίους έχουμε αμοιβαία εμπιστοσύνη· τον Τάσο Δήμα και τη Σοφία Χιλλ, που ερμήνευσαν τους πρώτους ρόλους· με τη μεγάλη Αλα Ντεμίτοβα, την οποία το αθηναϊκό κοινό θα θυμάται από τις παρουσίες της στο Αττις, και με τον Γιάννη Κουνέλλη και τη Λουκία. Και, βέβαια, τον Θόδωρο Κουρεντζή, ο οποίος πέραν του ότι είναι ένας εξαιρετικός μαέστρος, ιδιοφυής, με μοναδικό ταλέντο, είναι και σπουδαίος οργανωτής. Εκανε την Περμ γνωστή σε όλον τον κόσμο. Πέρυσι, ήταν εκεί ο Πίτερ Σέλαρς, εφέτος εγώ, του χρόνου θα είναι ο Καστελούτσι και μετά ο Μπομπ Ουίλσον, κι όλα αυτά στον κύκλο των μεγάλων διεθνών παραγωγών».
Οι άλλοι συντελεστές;
«Ο Ντμίτρι Κουρλιάντσκι έγραψε τη μουσική και ο ποιητής Δημήτρης Γιαλαμάς το λιμπρέτο. Επίσης, η σοπράνο Ναταλία Πσενιτσνίκοβα. Με τον «Νοσφεράτου» εγκαινιάστηκε και το Διεθνές Φεστιβάλ Ντιαγκίλεφ».
Θα σας πήρε πολύ χρόνο η προετοιμασία της.
«Οχι! Σε λιγότερο από έναν μήνα στήσαμε ένα θέαμα επικών διαστάσεων, με μια μεγάλη ορχήστρα, μια μεγάλη χορωδία, με λυρικούς τραγουδιστές, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η νεαρή Ελληνίδα Ελένη-Λυδία Σταμέλλου, κόρη της Αλίκης Καγιαλόγλου. Επίσης, χορογράφησα ένα μπαλέτο 22 χορευτών. Οταν έχεις να συντονίσεις 140 άτομα, πρέπει να είσαι σε συνεχή εγρήγορση, να βλέπεις με 140 μάτια και να ακούς με 140 αφτιά. Με αυτή την έννοια, ήμουν σε τέτοια υπερδιέγερση και είχα τέτοια ποσότητα αδρεναλίνης, που θα μπορούσα, τελειώνοντας αυτή την όπερα, να κάνω ακόμη μία!».
Από ό,τι διαβάσαμε στον Τύπο, ήταν θερμότατη η υποδοχή της.
«Οι θεατές χτυπούσαν επί 12 λεπτά ρυθμικά παλαμάκια. Δεν το πίστευα, μέχρι που το χρονομετρήσαμε στο βίντεο».
Το μέλλον της ποιο είναι;
«Θα παιχθεί στη Μόσχα, στο Μπαλσόι, και διαγωνίζεται στο Φεστιβάλ της Χρυσής Μάσκας. Νομίζω ότι θα κάνει μια διεθνή καριέρα. Ελπίζω να έρθει κι εδώ. Ας κάνουμε μια ευχή».
Κάνω μια ευχή: Τι ωραία που θα ήταν να εγκαινιαζόταν με αυτήν η Λυρική Σκηνή, στο Δέλτα του Φαλήρου!
«Λέτε να πιάσει;».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ