Κάποτε, δεν είχαμε άλλη επιλογή. Πριν από λίγα χρόνια, καθώς ερχόταν το Μουντιάλ, αναγκαστικά, έπρεπε να διαλέξουμε μια ξένη εθνική ομάδα για να υποστηρίξουμε σε κάθε Μουντιάλ. Ιταλία, Αγγλία, Γαλλία, Αργεντινή, Βραζιλία, Ολλανδία, ο καθένας είχε τις δικές του αναφορές, τις δικές του αναμνήσεις, τον δικό του τρόπο να ξεγελάει την απουσία της χώρας του.
Και μετά, ήρθε η ελληνική ομάδα. Οι Καραγκούνηδες, οι Κατσουράνηδες, όλοι αυτοί που από το 2004 και μετά βρίσκονται σε έναν διαρκή πρωταθλητισμό, σε μια τρομακτική συνέπεια στα ραντεβού με κάθε μεγάλη διοργάνωση.
Ο Κώστας Κατσουράνης, παλιά, ήταν ένας από εμάς. «Εγώ υποστήριζα την Ιταλία. Ημουν τρελός με τον Ρομπέρτο Μπάτζιο» θυμάται γελώντας ο έτερος, μετά τον Καραγκούνη, σημαιοφόρος της Ελλάδας. Λίγες ημέρες πριν από τη σέντρα του Μουντιάλ, ο Κώστας Κατσουράνης παραχωρεί την πρώτη μεγάλη του συνέντευξη στο ΒΗmagazino και αναφέρεται στην περιπέτεια της Βραζιλίας, στη διαχρονική αξία της Εθνικής, αλλά και στον μεγάλο διχασμό του ελληνικού ποδοσφαίρου μετά τα γεγονότα της Τούμπας.
Τα τελευταία δέκα χρόνια η Εθνική είναι σταθερά σε υψηλό επίπεδο. Πώς φτάσαμε από την απαξίωση στην καταξίωση αυτής της ομάδας; «Ολα ξεκίνησαν με τον Ρεχάγκελ. Κατάφερε με τον τρόπο του να βάλει στην άκρη τις διχόνοιες που υπήρχαν στην Εθνική ως τότε. Κανείς πια δεν έχει το μυαλό του πρώτα στην ομάδα του και μετά στην Εθνική, κανείς δεν παρίστανε πως είναι τραυματίας όπως συνέβαινε παλαιότερα από ιστορίες που έχω ακούσει. Και ύστερα ήρθε ο Σάντος και εξέλιξε την ίδια φιλοσοφία, διατηρώντας τις ίδιες αρχές, αλλά εισάγοντας και νέα ήθη, όπως το να καλεί τους καλύτερους ή πιο φορμαρισμένους κάθε φορά, ανεξαρτήτως ηλικίας».

Τι κοινό συνδέει τη σημερινή γενιά της Εθνικής με εκείνη του 2004; «Η φιλοσοφία και η νοοτροπία. Στην Εθνική Ελλάδος δεν θα βρεις παίκτη που δεν τρέχει και δεν κάνει άμυνα, γιατί ο πρώτος στόχος στο δικό μας ποδόσφαιρο, που δεν είναι και τόσο πλούσιο σε επιλογές παικτών, παραμένει να μη δεχθούμε γκολ. Επί Σάντος, όμως, έχουμε περισσότερη κατοχή μπάλας και αυτό το κάναμε καλά στο Euro 2012 και θέλουμε να το κάνουμε και τώρα».

Τι σηματοδοτεί η αποχώρηση του Σάντος; «Μεγάλη απώλεια. Αν έρθει, όμως, κάποιος σοβαρός προπονητής, πουδεν θα επηρεάζεται από πιέσεις, θα είναι αξιοκρατικός και θα έχει καλούς συνεργάτες, θα συνεχιστούν οι επιτυχίες».

Μιλήσατε πριν για κλήσεις των πιο φορμαρισμένων. Αν εφέτος δεν κάνατε καλή σεζόν, εσείς που έχετε και μια ιστορία στην Εθνική, θα δικαιούσασταν θέση στην αποστολή; «Υπάρχουν σίγουρα ιδιάζουσες περιπτώσεις αλλά αν είχα μόνο πέντε-δέκα συμμετοχές με την ομάδα μου, ο ίδιος δεν θα ήθελα να παίξω. Εφέτος, όμως, έπαιξα 53 ματς με τον ΠΑΟΚ και από τα 12 της Εθνικής στα προκριματικά έχασα μόνο δύο –και αυτά, λόγω καρτών».

Τι πρέπει να περιμένουμε στη Βραζιλία; Τι ποδόσφαιρο θα παίξουμε; «Δεν έχουμε τόση διαφορά από τους αντιπάλους μας για να κάνουμε δέκα ευκαιρίες σε κάθε ματς, αλλά πιστεύω πως θα είμαστε στο μοτίβο του 2012. Αν είμαστε αποτελεσματικοί –όπως συνήθως –στις λίγες φάσεις που θα κάνουμε, όλα θα πάνε καλά. Για μένα, το πρωταρχικό είναι να παρουσιαστούμε φρέσκοι. Γι’ αυτό πήραμε το τρόπαιο το 2004 και όχι κατά τύχη όπως λένε κάποιοι. Και όποια ομάδα διαχειριστεί καλύτερα την κόπωση, αυτή στο τέλος θα πάρει και το Μουντιάλ».

Με πόσους βαθμούς προβλέπετε ότι περνάμε στην επόμενη φάση; «Ε, με τους κλασικούς τέσσερις (γέλια). Οπως στο Euro 2004 και 2012. Για εμάς, ως ομάδα, είναι καλός απολογισμός και πιστεύω να αρκούν».

Πώς εξηγείτε ότι ενώ η Εθνική κάνει βήματα μπροστά, το ελληνικό ποδόσφαιρο κάνει προς τα πίσω; «Στην Εθνική, ο ποδοσφαιριστής είναι το πιο σημαντικό στοιχείο της χημείας. Στο πρωτάθλημα, ο τελευταίος. Κοιτάξτε, αυτή η κουβέντα είναι μεγάλη. Αν υπάρχει όρεξη, το ποδόσφαιρο μπορεί να φτιαχτεί. Αλλά δεν υπάρχει προφανώς, κάποιοι δεν θέλουν. Η λύση είναι εύκολη. Να καθήσουν όλοι στο ίδιο τραπέζι και να βάλουν κανόνες. Αλλά κανόνες που να εφαρμόζονται οι ίδιοι για όλους».

Τι είναι αυτό τελικά που έχουμε ως Εθνική και τα τελευταία χρόνια είμαστε σταθερά σε όλες τις διοργανώσεις; «Πάθος και ψυχή».

Οι άλλοι δεν έχουν; «Δεν το βγάζουν στο γήπεδο όσο εμείς. Για παράδειγμα, οι Ρώσοι. Εχαναν το 2012 και δεν υπήρξε καμία αντίδραση εκ μέρους τους. Να αντιδράσουν, να πωρωθούν, να προσπαθήσουν να αλλάξουν κάτι στο ματς. Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτό. Στη δική μας Εθνική δεν έχουμε σουπερστάρ, κανείς δεν είναι πάνω από την ομάδα. Ο ένας θα πέσει για τον άλλον στη φωτιά. Αυτό είναι ομάδα».

Εμείς, από την άλλη, δεν έχουμε τα σούπερ ταλέντα που κοστολογούνται 10, 20 ή και 50 εκατομμύρια όπως η αντίπαλός μας στην πρεμιέρα του Μουντιάλ, Κολομβία. «Δεν έχουμε βάσεις και δεν ξέρουμε να προμοτάρουμε το προϊόν μας. Εμείς υποβαθμίσαμε το πρωτάθλημά μας. Αν ένας Σέρβος είχε κάνει ό,τι έκανε ο Μήτρογλου εφέτος, θα κόστιζε 30 και όχι 15 εκατομμύρια. Εμείς υποβαθμίζουμε μόνοι μας τους παίκτες. Ο Βύντρα, για παράδειγμα, είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τον κάθε προπονητή. Στην Ελλάδα, όμως, κανείς δεν σέβεται την αξία του. Πήγε στη Λεβάντε, στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου, και ήταν από τους κορυφαίους στην ομάδα του. Το σύστημά μας καταβροχθίζει τους ποδοσφαιριστές».

Στο εξωτερικό, ποια είναι η βασική διαφορά στην αντιμετώπιση των ποδοσφαιριστών; «Εχουν εγκαταστάσεις, γήπεδα, παρέχουν ανέσεις στους παίκτες και τους φέρονται όπως τους αξίζει, με σεβασμό στην όποια αξία τους. Για εμένα, μία από τις κορυφαίες στιγμές στην καριέρα μου ήταν όταν αποβλήθηκα στο Μπενφίκα – ΠΑΟΚ και με χειροκρότησε όλο το γήπεδο. Ηταν απίστευτο συναίσθημα. Και έπειτα, εμείς –χωρίς οργάνωση και προγραμματισμό –θέλουμε επιτυχίες, ευρωπαϊκές πορείες, ενώ στην Ελλάδα οι ομάδες δεν έχουν καν δικό τους σύγχρονο γήπεδο και προπονητικά κέντρα για τους παίκτες. Οργανωτικά είμαστε πολύ μακριά σε σύγκριση με το εξωτερικό».

Μετανιώσατε που γυρίσατε στην Ελλάδα μετά την τριετία στην Μπενφίκα; «Θα ήμουν αχάριστος αν μετάνιωνα για οτιδήποτε ύστερα από όσα πέτυχα στην καριέρα μου. Αν γύριζα τον χρόνο πίσω, θα προσπαθούσα να είχα φύγει από την Ελλάδα 20 ετών και να γυρίσω στα 35 μου, γιατί εδώ δεν σε αφήνουν να χαρείς ποδόσφαιρο».

Εναν χρόνο τώρα, βουίζει ο τόπος ότι θα γυρίσετε στην ΑΕΚ. Ισχύει; «Λογικό είναι να ακούγεται. Είναι υγιής ομάδα, έχει οικονομικούς πόρους, ξέρουν όλοι τα αισθήματά μου για την ΑΕΚ, αλλά δεν υπάρχει τίποτα τώρα που μιλάμε. Δεν ξέρω, λοιπόν, πού θα παίζω του χρόνου. Αν δεν νιώσω σεβασμό ή να με γεμίζει κάποια πρόταση, μπορεί να μην παίξω και πουθενά».

Μικρός ήσασταν Παναθηναϊκός και στερήσατε πρωτάθλημα από τον Παναθηναϊκό. Επειτα δεθήκατε με την ΑΕΚ. Οταν τελειώσετε την καριέρα σας, τι ομάδα θα υποστηρίζετε; «Ναι, ήμουν Παναθηναϊκός, αλλά το πρωτάθλημα δεν το στέρησα ακριβώς εγώ (γέλια). Για να απαντήσω, όμως, στην ερώτηση, όταν τελειώσω την καριέρα μου θα είμαι ΑΕΚ. Δεν είχα κανένα παράπονο από τους οπαδούς του Παναθηναϊκού ή του ΠΑΟΚ. Μου φέρθηκαν πραγματικά καλά, αλλά με τον κόσμο της ΑΕΚ είχα ένα διαφορετικό δέσιμο και έγινα ΑΕΚτζής. Οπως και η γυναίκα μου, ΑΕΚ είναι… Παρότι διαδόθηκαν πολλά ψέματα για εμένα ότι πρόδωσα την ΑΕΚ, στο τέλος όλοι ξέρουν την αλήθεια και εισπράττω αυτή την εκτίμηση ακόμη και στον δρόμο όταν με συναντούν οπαδοί της ΑΕΚ».

Ο 7χρονος γιος σας παίζει μπάλα; Σας παρακολουθεί; «Παίζει μπάλα, ναι… Αλλά ο μικρός είναι με όποια ομάδα παίζει ο μπαμπάς. Αν παίζω στον ΠΑΟΚ, είναι ΠΑΟΚ. Αν πάω στην Ξαμάξ, θα είναι Ξαμάξ. Προς το παρόν, τον ρωτάω αν θέλει να σταματήσω και είναι κατηγορηματικά αντίθετος».

Εχετε παίξει στην ΑΕΚ με σφιχτό μπάτζετ, στον πολυμετοχικό Παναθηναϊκό με πλούσιο μπάτζετ. Ποιο είναι το ιδανικό μοντέλο που πρέπει να ακολουθεί μια ομάδα; «Αυτό που εφάρμοσε εφέτος ο Παναθηναϊκός. Και η ΑΕΚ του 2004-5. Πάντα ήμουν αυτής της άποψης. Οχι υπερβολικά μπάτζετ, ωραία μπάλα, καλές ομάδες».

Αυτές οι ομάδες δεν είχαν, όμως, και καμία πίεση. «Πρέπει να υπάρχει πίεση, αλλά στη σωστή κατεύθυνση. Πίεση δημιουργική. Στο ελληνικό ποδόσφαιρο έχουμε κάνει σημαία τη νίκη. Αλλο αποτέλεσμα δεν υπάρχει. Ενώ το υγιές θα ήταν να νικάς όταν παίζεις καλά».

Πάμε τώρα στα γεγονότα της Τούμπας. Πότε καταλάβατε ότι κάνατε λάθος στον καβγά με τον Μανιάτη; «Αμέσως. Την ίδια στιγμή. Παίξαμε τέσσερα ματς ΠΑΟΚ – Ολυμπιακός και δεν είχα εμπλοκή σε κανέναν καβγά. Και γενικά στην καριέρα μου μόνο μία φορά, με τον Λουιζάο στην Μπενφίκα, είχα καβγαδίσει. Εχοντας κάνει 18 προετοιμασίες, έχοντας παίξει πάνω από 50 ντέρμπι, δεν έχω πρωταγωνιστήσει ποτέ σε τέτοιες ιστορίες. Εγινε, όμως, και κάποιοι ήθελαν να το μεγεθύνουν γιατί η δουλειά τους είναι να στοχοποιούν και να «χτυπάνε» πρόσωπα. Αν ήθελα να πουλήσω οπαδιλίκι, θα το είχα κάνει σε μικρότερη ηλικία. Ούτε σήματα φιλούσα ούτε ανάγκη είχα τέτοιες συμπεριφορές. Γι’ αυτό και πλήγωσε πρώτα εμένα αυτή η εικόνα, να τσακώνομαι με έναν συμπαίκτη μου στην Εθνική».

Γιατί αρπαχτήκατε τελικά με τον Μανιάτη; «Εγώ έχασα την ψυχραιμία μου, επειδή δεν τήρησαν το fair play. Δεν είδα μπροστά μου τον Γιάννη, απλώς θόλωσα που ήταν ο Νάτχο κάτω με αίματα και δεν κατάφερα να συγκρατηθώ. Δεν έβλεπα μπροστά μου. Οποιος και να ήταν, θα πήγαινα. Αν κάποιος σοβαρός άνθρωπος καταλαβαίνει, θα δει ότι υπήρχε τρομερή ένταση και ξέφυγα. Αλλά για μένα το θέμα έληξε, ζήτησα συγγνώμη, παραδέχθηκα το λάθος μου. Και ήδη προπονούμαστε μαζί, μιλάμε, έχουμε καλή σχέση πάντα και συνεργαζόμαστε σε καλό επίπεδο, οπότε η Εθνική δεν θα έχει κανένα πρόβλημα».

Πώς εξηγείτε γενικά όσα έγιναν στην Τούμπα εκείνο το βράδυ; Ποια είναι η αιτία; «Αδικηθήκαμε στο πρώτο ματς, σίγουρα, αλλά αυτό δεν λέει κάτι. Είμαι αντίθετος με ό,τι συνέβη. Για εμένα το ποδόσφαιρο πρέπει να παίζεται στις τέσσερις γραμμές. Ούτε έχει νόημα να μιλάμε ξανά για το τι έγινε στη Ριζούπολη, στο Καραϊσκάκη, στην Τούμπα, στη Λεωφόρο, στη Φιλαδέλφεια. Φτάνει αυτή η παρελθοντολογία».

Στην Ευρώπη θα γινόταν κάτι τέτοιο;
«Οχι, φυσικά…».

Ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους σταδιακά απομακρύνεται όλο και περισσότερο ο κόσμος από τα γήπεδα; «Η βία, η απαξίωση του προϊόντος, η έλλειψη ανταγωνισμού και πολλοί άλλοι λόγοι. Η καχυποψία για τους διαιτητές –δικαιολογημένα, κατά τη γνώμη μου -, οι κακές γηπεδικές εγκαταστάσεις και πάει λέγοντας».

Αν πάρουμε το Μουντιάλ, πιστεύετε ότι μπορεί να αλλάξει κάτι στο ποδόσφαιρο;
«Οχι. Δεν θέλουν να αλλάξει κάτι στο ποδόσφαιρο».

Εφόσον συμφωνούν όλοι ότι ο Ολυμπιακός έχει το καλύτερο ρόστερ, τι είναι αυτό που καθιστά το πρωτάθλημα αναξιόπιστο; «Μήπως να φέρουν ξένους διαιτητές, διότι τους Ελληνες δεν μπορούν να τους εμπιστευθούν πια; Δεν ξέρω, άλλωστε δεν είναι δουλειά μου αυτή. Και με ξένους διαιτητές ο Ολυμπιακός μπορεί να πάρει το πρωτάθλημα. Υπάρχει, όμως, μια αλυσίδα γεγονότων και ο κόσμος σταδιακά έχασε την πίστη του. Τον τρόπο για να επαναφέρουν την αξιοπιστία δεν τον γνωρίζω».

Υπάρχει σύστημα. Υπάρχει «παράγκα»; Τι αισθάνεσθε μέσα στο γήπεδο;
«Υπήρχε σίγουρα, και με αποδείξεις. Τώρα, δεν ξέρω. Αυτό που βλέπω στο γήπεδο είναι διαιτητές φοβισμένους».

Μπορεί κάποια ομάδα να διεκδικήσει επί ίσοις όροις το επόμενο πρωτάθλημα; «Αν το διοργάνωναν οι υπεύθυνοι της Πρέμιερ Λιγκ, ο Ολυμπιακός θα ήταν το φαβορί, αλλά θα το διεκδικούσαν οι πέντε πρώτες ομάδες».

Ο ΠΑΟΚ τι λάθος έκανε εφέτος; «Ηταν πολύ κακός ο προγραμματισμός. Αυτή ήταν η αιτία της αποτυχίας. Εχει, όμως, ένα αβαντάζ. Τον κύριο Σαββίδη, που έχει μεγάλο όραμα και από πίσω μια τεράστια δυναμική που του δίνει ο κόσμος του. Αν ακολουθηθεί σωστά ένα πλάνο και αποβάλει, για παράδειγμα, την κακή νοοτροπία εκτός έδρας και διάφορα άλλα πράγματα που γνωρίζουν καλά όσοι είναι στον ΠΑΟΚ, η ομάδα θα πάει καλύτερα».

Ποιος ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που έπαιξε στην Ελλάδα την προηγούμενη σεζόν; «Ο Μπεργκ και ο Μήτρογλου όσο καιρό ήταν εδώ».

Νιώθετε ότι είναι η τελευταία σας ευκαιρία για διάκριση με τα γαλανόλευκα στο Μουντιάλ; «Ποδόσφαιρο θα εξακολουθήσω να παίζω, αλλά δεν έχω αποφασίσει αν θα παίζω στην Εθνική ακόμη. Μου φαίνεται, όμως, σωστό να σταματήσω ψηλά. Αλλωστε, πολλά που γίνονται στην Ελλάδα σε κάνουν να σκέφτεσαι να σταματήσεις νωρίτερα από όσο θα ήθελες».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ