Θα μπορούσε να είναι και ένα ανεξάρτητο βασίλειο στο κέντρο της Αθήνας. Μια λιλιπούτεια γυναικοκρατούμενη χώρα στην οποία οι άνθρωποι μιλούν τη δική τους διάλεκτο με λέξεις που ακούγονται γνώριμες, ωστόσο χάνουν τη συνηθισμένη σημασία τους. «Σκαλάκι», «κόμπος», «ζευγάρωμα», «σιρόκο», «διπλό ρίξιμο», «γεμιστό» δεν σημαίνουν αυτό που νομίζεις όταν βρίσκεσαι στο Εργόχειρο, ένα κατάστημα με μεγάλη ποικιλία σε νήματα, καμβάδες, κλωστικά, υλικά κεντήματος, δαντέλες, τρέσες, σουφλιώτικα μεταξωτά, σχέδια και όλα τα βοηθητικά είδη.

Εστω και λίγη ώρα να περάσει κανείς εκεί, αντιλαμβάνεται αμέσως την οικογενειακή ατμόσφαιρα που επικρατεί, αλλά και ότι το κέντημα (και ακολούθως το πλέξιμο) περνά μια περίοδο αναγέννησης. «Κυρία Ολγα, τι κάνετε;» καλωσορίζουν οι πωλήτριες μια πελάτισσα. «Είμαι στην Αθήνα, στο Εργόχειρο» ακούγεται να λέει μια κυρία στο κινητό της σαν να πρόκειται για την πλατεία Συντάγματος.

«Δώστε στη γιαγιά κουβάρια και στον παππού μποστάνι» δηλώνει με παρρησία η κυρία Διονυσία που δουλεύει χρόνια στο κατάστημα, ενώ μια άλλη πελάτισσα είναι σίγουρη ότι «ο ψυχίατρος στοιχίζει πολύ περισσότερο. Είναι ψυχοθεραπευτικό το κέντημα. Εχουν γιατρευτεί εδώ μέσα παθήσεις και παθήσεις. Εγώ, προκειμένου να είμαι καλά και να έχω την ηρεμία μου, έχω γίνει μόνιμη. Ρωτήστε και τα κορίτσια, είμαι σίγουρη πως με έχουν βαρεθεί».

Η ιστορική αυτή επιχείρηση ιδρύθηκε το 1940 από τον Χρήστο Πανάγο και εξελίχθηκε γρήγορα σε μια από τις πιο γνωστές στον τομέα της σε όλη την Ελλάδα. Σε αυτό βοήθησε και το ομώνυμο περιοδικό με τις χιλιάδες συνδρομήτριες από όλη τη χώρα. Το 1987 πέρασε στα χέρια της οικογένειας Γιαμαλίδη. Η Κατερίνα Γιαμαλίδου θεωρεί ότι η οικογένειά της συνεχίζει ουσιαστικά μια ιστορική παράδοση: «Η μητέρα μου κεντούσε πάρα πολύ και εμείς μάθαμε την τέχνη από μικρά κορίτσια. Θυμάμαι ότι ακόμη δεν είχα κλείσει τα πέντε όταν ζήτησα να φτιάξω ένα κέντημα. Η αδελφή της γιαγιάς μου μου αγόρασε ένα λεπτό εταμίν και κλωστές DMC και μου έδειξε πώς να κεντώ μετρητό. Φυσικά, δεν κατάφερα παρά μερικές πεταχτές, ακατάστατες βελονιές, ωστόσο το έχω κρατήσει ως ενθύμιο της πρώτης μου απόπειρας». Η οικογένεια Γιαμαλίδη διαθέτει ένα μεγάλο αρχείο σχεδίων, στο χαρτί ή σε μοτιφάκια, και ένα κουτί γεμάτο δείγματα, παρακαταθήκη από τη γιαγιά. Ολα αυτά φαίνονται εξαιρετικά χρήσιμα τώρα που το κέντημα επέστρεψε.

Διότι το κέντημα παίρνει τα τελευταία χρόνια τη ρεβάνς του. Λόγοι οικονομικής και κοινωνιολογικής φύσης (η χειραφέτηση των γυναικών, τα φθηνότερα κινέζικα χειροτεχνήματα λόγω της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, η κατάργηση του θεσμού της προίκας) συνέβαλαν στο να θεωρηθεί αυτή η μορφή τέχνης ξεπερασμένη από δυο-τρεις γενιές. Παρατηρήθηκε, δηλαδή, ένα χάσμα πριν από 30 χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν σταμάτησαν οι γυναίκες να κεντάνε (κυρίως από αντίδραση, επειδή κάποτε θεωρούνταν καταναγκαστική εργασία), μέχρι πριν από περίπου δυο-τρία χρόνια, οπότε οι Ελληνίδες (αλλά και κάποιοι Ελληνες) επέστρεψαν στο κέντημα. Ξαναγύρισαν αναζητώντας έναν τρόπο έκφρασης, τη χαρά της προσωπικής δημιουργίας, αλλά και πρακτικές λύσεις διακόσμησης. Αυτό δεν σημαίνει ότι το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Εκτός των ελληνικών συνόρων, τα πράγματα έχουν μείνει μάλλον σταθερά τα τελευταία 50 χρόνια. Δεν πρόκειται, φυσικά, για τη μοναδική διαφορά. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, όσοι κεντάνε φτιάχνουν μοτίβα από κάθε χώρα που επισκέπτονται, κάτι σαν σουβενίρ, στα καθ’ ημάς δεν γίνεται αυτό. Επίσης, το μπεζ χρώμα, που χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια στις εταμίνες, δεν υπήρχε στους ευρωπαϊκούς καταλόγους και έχει καταχωριστεί ως το ελληνικό μπεζ.

Η στερεοτυπική προσέγγιση θέλει, φυσικά, τους άνδρες να απέχουν από το σπορ αυτό. Στο διάστημα που καθήσαμε εμείς στο κατάστημα, το επισκέφτηκαν δύο άνδρες με εκ διαμέτρου αντίθετη συμπεριφορά: ο πρώτος, φορώντας μαύρα γυαλιά, κινήθηκε σαν να μπήκε σε πονηρό ξενοδοχείο, ενώ ο δεύτερος, ένας χειρουργός, ήταν σαφώς πιο άνετος και αεράτος. Μας είπε, μάλιστα, ότι η τέχνη του κεντήματος τον έχει βοηθήσει στη δουλειά του, να κλείνει τραύματα με περίτεχνο τρόπο, και μας εξήγησε πώς αξιοποίησε τα παλιά μοτιφάκια από το τελείωμα ενός τραπεζομάντιλου για να φτιάξει μια τραβέρσα (στενόμακρο σεμέν). Οι υπεύθυνες του καταστήματος μας είπαν και για έναν γιατρό από τη Γερμανία που συνοδεύεται πάντα από τη γυναίκα και την κόρη του, οι οποίες παριστάνουν ότι διαλέγουν σχέδια επειδή εκείνος ντρέπεται να πάει μόνος του. Υπάρχουν, βέβαια, και οι ξεχωριστοί πελάτες: μια φημισμένη καλλιτέχνιδα, όταν εμφανιζόταν στο εξωτερικό, ήθελε να παίρνει μαζί της τα κεντήματά της, δεν ικανοποιούνταν, όμως, από τα συμβατικά χρώματα και άλλαζε τους συνήθεις συνδυασμούς.

Φυσικά, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι μιλάμε και για μια τέχνη που έχει ανανεωθεί. Οι τάσεις και τα υλικά έχουν υποστεί το δικό τους ολικό λίφτινγκ. Η Μαρία Γιαμαλίδου, από το Εργόχειρο, τονίζει ότι «τα πάντα μπορούν να μεταμορφωθούν σε κάτι άλλο. Ενα παλιό μεταξωτό κέντημα σε βραδινό φόρεμα, ένα απλό σταμπωτό κέντημα με κομπλέν ή σταυροβελονιά σε μαξιλάρι ή ταπετσαρία-πάτσγουορκ για καρέκλες, σκαμπό, ή πολυθρόνες, μπορεί να γίνει τσάντα ή ένας κρεβατόγυρος να καταλήξει σε κουρτίνα, δεν υπάρχουν περιορισμοί, οτιδήποτε μπορεί να φτιαχτεί με ύφασμα μπορεί να γίνει κέντημα. Φτιάχνοντας ένα εργόχειρο, αφηγείται κανείς τον εαυτό του».

Οι θαμώνες του καταστήματος μας μίλησαν, πάντως, για σεμέν απλικαρισμένα σε σεντόνια ή μαξιλάρια, αλλά και για την τελευταία τάση να αγοράζουν από εδώ πετσέτες για βαφτίσεις (ή άλλα βρεφικά είδη), με σκοπό να κεντήσουν επάνω τους το μονόγραμμα ή κάποιο άλλο σχέδιο. Η άλλη ευκολία που προσφέρει η εποχή είναι τα βίντεο με οδηγίες που είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο (επισκεφτείτε την ιστοσελίδα www.ftiaxto.gr, είναι χαρακτηριστική).

Το καλοκαίρι το κέντημα γνωρίζει έξαρση (κυρίως επειδή υπάρχει περισσότερος ελεύθερος χρόνος). Το Εργόχειρο αλλά και τα υπόλοιπα αντίστοιχα καταστήματα του κέντρου προσφέρουν μια προσωπική σχέση, συμβουλές και λίγη δημιουργικότητα παραπάνω, αν, αντί για σταμπωτό, επιλέξεις το μετρητό κέντημα. Να μια φράση που δεν περίμενα ποτέ ότι θα έγραφα. Καλά λένε, όσο ζεις μαθαίνεις.