Αβέβαιο είναι το μέλλον των δύο μεγάλων έργων της πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου και της ανάπλασης του Φαληρικού Ορμου, τα οποία απορρίφθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως αποκάλυψε «Το Βήμα της Κυριακής».
Αν και το υπουργείο Υποδομών επιμένει ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας διότι θα καταφέρει να τα εντάξει σε 15 μέρες στο «νέο ΕΣΠΑ», γνωστότερο ως Σύμφωνο Εταιρικής Σχέσης (ΣΕΣ), κοινοτικές πηγές σημειώνουν ότι δεν θα είναι διόλου εύκολο να ξαναμπούν στο τραπέζι των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων έπειτα από το πρώτο «κόψιμό» τους.
Μάλιστα, μεγάλο χάσμα χωρίζει τα δύο μέρη στην αιτιολόγηση της κατάστασης. Σύμφωνα με το υπουργείο Υποδομών, η απόρριψη των δύο έργων έγινε για την επιτάχυνση της εμπροσθοβαρούς εκκίνησης του νέου ΕΣΠΑ. Σύμφωνα όμως με κοινοτικές πηγές, τα έργα δεν μπορούν να αποτελέσουν προτεραιότητα σε ένα επιχειρησιακό πρόγραμμα που έχει «δύναμη πυρός» κατά σχεδόν 65% μικρότερη από το ΕΣΠΑ της περιόδου 2007-2013.
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», σε περίπτωση απόρριψής τους είναι ιδιαίτερα πιθανόν η κυβέρνηση να επιχειρήσει να εντάξει τα δύο έργα στο αναπτυξιακό «πακέτο Γιούνκερ» των 300 δισ. ευρώ, που έχει εξαγγείλει ο νέος πρόεδρος της Κομισιόν. Ηδη, ο υπουργός Υποδομών κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης έχει εξαγγείλει ότι θα προτείνει για το εν λόγω επενδυτικό χρηματοδοτικό εργαλείο την αναβάθμιση του σιδηροδρομικού δικτύου της Βόρειας Ελλάδας, προϋπολογισμού 500 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο είναι άγνωστη ακόμη η δομή του «πακέτου Γιούνκερ». Πληροφορίες θέλουν το σχήμα να έχει τη μορφή του δανεισμού, με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Δεν έχει ωστόσο ακόμη διευκρινιστεί εάν τα δάνεια θα έρθουν να χρηματοδοτήσουν το σύνολο των προτεινόμενων έργων ή εάν τα χρήματα θα έρθουν να συμπληρώσουν το ποσοστό της εθνικής συμμετοχής σε συγχρηματοδοτούμενα έργα.
Δημοσίευμα των «FT» μιλά για ένα εργαλείο μόχλευσης ιδιωτικών πόρων που θα στηρίζεται σε έναν πυρήνα 21 δισ. ευρώ της Κομισιόν και 5 δισ. ευρώ της ΕΤΕπ και, υπό τη μορφή εγγυήσεων, θα κινητοποιήσει ιδιωτικούς πόρους για τη χρηματοδότηση στρατηγικών έργων ύψους 315 δισ. ευρώ ή και μεγαλύτερου προϋπολογισμού, εάν τα κράτη-μέλη αυξήσουν την εθνική συμμετοχή τους. Μάλιστα, χρήματα θα αναζητηθούν τόσο από το πρόγραμμα Συνδέοντας την Ευρώπη (CEF) όσο και από τη «ναυαρχίδα» της ΕΕ, δηλαδή το ερευνητικό πρόγραμμα-«μαμούθ» των 80 δισ. ευρώ, Horizon 2020.
Βέβαια, όπως παρατηρεί πηγή κοντά στην υπόθεση, η Ελλάδα ούτε χρήματα για εθνική συμμετοχή έχει ούτε είναι αξιόχρεη προκειμένου να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές. Ετσι, είναι απόλυτα εξαρτημένη από την ΕΕ όσο δεν μπορεί να μοχλεύσει η ίδια κεφάλαια για επενδύσεις.
Επίσης, η μεγάλη δυσκολία για τα έργα της Πανεπιστημίου και του Φαλήρου, που δεν υπήρχε σε εποχές δημοσιονομικής «ευεξίας», είναι ότι δεν υπάρχει διαθεσιμότητα στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να προκηρυχθούν με εθνικούς πόρους και στη συνέχεια να μεταφερθούν σε κάποιο επιχειρησιακό πρόγραμμα –όπως είχε γίνει στο παρελθόν με έργα του ΟΣΕ.
Μάλιστα, το γεγονός ότι υπάρχει υπερδέσμευση (overbooking) στο ενοποιημένο πρόγραμμα Υποδομών και Περιβάλλοντος που φτάνει το 40% ή αλλιώς τουλάχιστον 1,5 δισ. ευρώ επί του συνολικού προϋπολογισμού, καθιστά βέβαιο ότι όχι μόνο δεν μπορούν να προστεθούν έργα, αλλά και ότι αναπόφευκτα θα «κοπούν» και άλλα.
Ετσι, στελέχη με γνώση των ευρωπαϊκών διαδικασιών τονίζουν ότι έως ότου υπάρξει ωριμότητα στο Φάληρο και στην Πανεπιστημίου, κατά πάσα πιθανότητα τα έργα που θα έχουν προηγηθεί θα έχουν δεσμεύσει τον προϋπολογισμό του προγράμματος. Μάλιστα, υπογραμμίζουν ότι οι Βρυξέλλες δεν αλλάζουν τις προτεραιότητες των προγραμμάτων με την επίκληση πολιτικών αιτιών, ενώ παρατηρούν ότι ουδέποτε έχει ενταθεί σε επιχειρησιακό πρόγραμμα μεγάλο έργο το οποίο δεν είχε περάσει νωρίτερα από τη διαδικασία ένταξης.
Μία λύση θα ήταν, συνεχίζουν, να ενταχθούν τα έργα σε άλλα προγράμματα που ενδεχομένως προκύψουν, αντίστοιχα με το Jessica ή εάν κατατεθεί φάκελος έργου στην ΕΤΕπ και λάβει έγκριση δανειοδότησης.
Στο μεταξύ, σε επίκαιρη ερώτηση της βουλευτού της ΔΗΜΑΡ κυρίας Νίκης Φούντα που είχε συζητηθεί στη Βουλή τις 17 Νοεμβρίου 2014, ο υπουργός Υποδομών κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ανέφερε για το έργο της Πανεπιστημίου ότι «σύμφωνα με το τρέχον χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του έργου, προβλέπεται η δημοπράτηση αυτού μέχρι το τέλος του έτους». «Υπάρχουν κάποιες διευθετήσεις που γίνονται αυτή τη στιγμή ούτως ώστε η τελική σύμβαση να υπογραφεί το καλοκαίρι του 2015» τόνισε.
Ωστόσο, σε απάντηση γραπτής ερώτηση της κυρίας Φούντα για το ΣΕΣ ο κ. Χρυσοχοΐδης διαβίβασε στη Βουλή έγγραφο με ημερομηνία 18 Νοεμβρίου 2014 (δηλαδή την επόμενη ημέρα της συζήτησης), στο οποίο απουσιάζει η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου από τη λίστα των μεγάλων έργων του νέου επιχειρησιακού προγράμματος.

HeliosPlus