Δύσκολη η πρώτη φορά στην αττική κωμωδία. Ομως, απ’ ό,τι φάνηκε στο θερμότατο χειροκρότημα, η σκηνή τον άντεξε, και με το παραπάνω. Την Παρασκευή, 12 Ιουλίου, ο Διονύσης Σαββόπουλος παρουσίασε ενώπιον του κοινού στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου το απαιτητικό εγχείρημα που ανέλαβε εν έτει 2013. Τον παλιό του γνώριμο «Πλούτο» αλλά εκτός comfort zone, όπως θα έλεγαν οι αγγλοσάξονες.
Τι κι αν έχει αναμετρηθεί με την αττική κωμωδία, όταν έγραφε τη μουσική για τους «Αχαρνής» και τον «Πλούτο» του Εθνικού Θεάτρου το 1975 και το 1985 αντίστοιχα; Σε αυτό το ανέβασμα εκτελεί όχι μόνο χρέη μεταφραστή, ηθοποιού, μουσικοσυνθέτη, αλλά και σκηνοθέτη και για πρώτη φορά στην 50χρονη καριέρα του. Με την απαραίτητη δόση αυτοσαρκασμού, που ταιριάζει τόσο στον ίδιο όσο και στο πνεύμα που διέπει τον Πλούτο. «Οπως οι τραγουδοποιοί», λέει κάποια στιγμή ο Καρίων-Χρήστος Λούλης αναφερόμενος στη σαγήνη του Πλούτου. «Μετά τους στίχους, τη μουσική και την ηθοποιία, τώρα την πέσανε και στη σκηνοθεσία». Και ύστερα τα σατιρικά βέλη στράφηκαν και αλλού…
Η περιέργεια, μετά της εκτιμήσεως βεβαίως για το έργο του Σαββόπουλου, και αυτό ακριβώς το καυστικό χιούμορ που δεν χαρίζεται ούτε σ’ εαυτόν, ώθησε πολλούς θεατρόφιλους να σπεύσουν στην Επίδαυρο και η προσέλευση καθώς πλησίαζε το σούρουπο ήταν αθρόα. Το θέατρο γέμιζε και το σκηνικό του Αγγελου Μέντη, μια σκηνή πάνω στη σκηνή, κοινώς μια εξέδρα ξύλινη με μια βυσσινί κουρτίνα κλειστή, έστεκε ως μια τρισδιάστατη εκδοχή του σκηνικού του θεάτρου σκιών.
Τα φώτα έσβησαν στις 9.15, όταν και οι τελευταίοι αργοπορημένοι επισκέπτες είχαν πάρει τις θέσεις τους. Η ορχήστρα του θεάτρου φωτίστηκε περιμετρικά από λαμπιόνια τα οποία έφερναν στον νου σκηνή τσίρκου. Αναρθρες κραυγές με τη μελωδία ωστόσο παρούσα στη φαινομενική αναρχία της εκφοράς τους ακούστηκαν από έναν αθέατο θίασο ο οποίος έκανε σιγά-σιγά την εμφάνισή του σε έναν οργανωμένο στοιχισμό. 21 ιδιότυποι κλόουν γεμάτοι ιδιοσυγκρασιακές γκριμάτσες με ρούχα πολύχρωμα και φανταχτερά, άλλα με άρωμα commedia dell’ arte, άλλα συγγενικά με τα επιτηδευμένα ενδύματα των καλλιτεχνών του τσίρκου.
Αυτό το ιδιαίτερο συνονθύλευμα, μια έκρηξη χρωμάτων και καλοχωνεμένων επιρροών ήταν το σύμπαν που δημιούργησε ο Διονύσης Σαββόπουλος, πιστός κατ’ αρχάς στην πρόθεσή του να ερμηνεύσει τον Αριστοφάνη ως έναν «μεγάλο θυσιαστικό κλόουν». Και ευτύχησε να έχει πολύ καλούς ηθοποιούς μαζί του σε αυτό το εγχείρημα. Ο Χρεμύλος-Νίκος Κουρής με το ριγέ παντελόνι του και το φράκο του θύμιζε επιτήδειο θηριοδαμαστή αλλά και κουτοπόνηρο Καραγκιόζη. Ο Καρίων-Χρήστος Λούλης, ο καταφερτζής φτωχοδιάβολος υπηρέτης του Χρεμύλου, καθοδηγούμενος και από τη χορογραφία του Ερμή Μαλκότση δρασκέλιζε τη σκηνή με κινήσεις που θύμιζαν Σαρλό ή κρατούσε λουλούδια που μαραίνονταν.
Ο τυφλός Πλούτος-Μάκης Παπαδημητρίου, έδινε άφθονη τροφή για τα νούμερά τους. Και ως ηχηρή αντίστιξη, νοητική αλλά και αισθητική με το μακρύ απέριττο φόρεμά της η Πενία-Αμαλία Μουτούση, η μόνη γυναίκα ηθοποιός της παράστασης. «Μάνα μου η λιτότητα» αναφώνησε έντρομος μόλις την άκουσε να συστήνεται ο καλοβολεμένος Βλεψίδημος-Σπύρος Τσεκούρας. Εκείνη τραγούδησε σε μια μελωδία του Σαββόπουλου «Γερασμένοι και ονειροπαρμένοι, σας ξέρω εγώ απ’ όλους πιο πολύ».
Ευθύς εξαρχής ειλικρινής με τις προθέσεις του αλλά και την απειρία του ως σκηνοθέτη, ο Διονύσης Σαββόπουλος προσέγγισε το διάσημο έργο του Αριστοφάνη περί τυφλότητας του Πλούτου και τη ροπή της ανθρώπινης κατάστασης για ασυδοσία και εύκολες υλικές ηδονές.
Η επικαιροποίηση λοιπόν αναπόφευκτη ως είθισται, αν και ο Διονύσης Σαββόπουλος πήρε απόσταση από τον Αριστοφάνη που παίζουν «στις κουρασμένες τουρνέ τους οι δημοφιλείς καλαμπουρτζήδες μας» και σκηνοθέτησε ως «διαμαρτυρόμενος θεατής».
Οπερ σημαίνει από την άλλη απόσταση από τα εύκολα αστεία, τα τηλεοπτικά δάνεια ή μανιέρα επιθεώρησης. «Εναν από το Αλ Τσαντίρι θωρώ κοντά μας. Μάταια ψάχνει να βρει κάτι που θα του μοιάζει» θα πει κάποια στιγμή η γυνή-Πέτρος Γεωργοπάλης. Στην εποχή των εκπτώσεων ο Σαββόπουλος αποφεύγει τη φτήνια, επεξεργάζεται την ειδοποιό διαφορά που διαχωρίζει τις έννοιες από τον διασυρμό τους. Κάπως έτσι φέρνει την αττική κωμωδία λίγα βηματάκια πιο κοντά στη φύση της. Ελαφρότητα χωρίς επιπολαιότητα, γέλιο χωρίς χάχανα. Οι αναφορές βέβαια στην κρίση πανταχού παρούσες. Καγέν, η πολυκατοικία του Ακη, ο σεΐχης του Κατάρ αλλά και ο ίδιος περίπου ως ο εαυτός του όταν με το λευκό κοστούμι και την πατερίτσα του προμηνύει τα δεινά που θα ταλαιπωρήσουν την Ελλάδα: Ολυμπιακοί, πανευρωπαϊκό κύπελλο, Eurovision, sushiτια, διακοποδάνεια και άγιος ο θεός.
Επειδή όμως τελικά ο Σαββόπουλος είναι πρωτίστως τραγουδοποιός, αυτή η παράσταση δεν θα μπορούσε να μην έχει πολλή καλή, χαρμόσυνη μουσική και τραγούδια. Και όχι μόνο δικά του. Οπως αυτό που τραγουδάει στο τέλος πολύ γλυκά μαζί με την Πενία και ολόκληρο το θέατρο ένα άτυπο επιμύθιο –κι ας είναι του Τόνη Μαρούδα: «Μας φτάνει μόνο ένα κύμα στο ακρογιάλι, κι ένα σπιτάκι φτωχικό στην αμμουδιά, η αγάπη μας που ανθίζει στην καρδιά». Χρειάστηκε και encore.
Στο θερμό χειροκρότημα συμμετείχαν πλήθος γνωστών προσωπικοτήτων όπως οι Νόνικα Γαληνέα, Αλέξανδρος Λυκουρέζος, Διονύσης Φωτόπουλος, Γωγώ Μπρέμπου, Σμαράγδα Καρύδη, Αγλαΐα Παππά, Μόνικα, Αννα Παναγιωταρέα, Μιχάλης Ρέππας κ.ά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ