Είναι δύο «παιδιά» της κρίσης που «γεννήθηκαν» στην Ελλάδα και ανδρώθηκαν στη «φωτιά» του μνημονίου. Φτιάχτηκαν από ελληνικά «μυαλά», έκαναν με επιτυχία τα πρώτα τους βήματα στην Ελλάδα και πλέον ανοίγονται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Είναι η Intelen και το Taxibeat, δύο ελληνικές start up που συνδυάζουν τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ) με ανελαστικές ανάγκες όπως οι μεταφορές και η ενέργεια. Η Intelen μετέφερε το αρχηγείο της στη Νέα Υόρκη. Η καινοτόμος πλατφόρμα της, μέσω αλγορίθμων, μπορεί να αναλύει ενεργειακά δεδομένα σε μεγάλα κτίρια και υποδομές, να κάνει μετρήσεις, να μειώνει την κατανάλωση ενέργειας κατά 20% και να συνδυάζει τις συγκεκριμένες υπηρεσίες με ψηφιακές εφαρμογές ευαισθητοποίησης των χρηστών των υποδομών. Παράλληλα το δημοφιλές Taxibeat μέσα σε δύο χρόνια από τη δημιουργία του κατάφερε να επεκταθεί σε τέσσερις αγορές του εξωτερικού. Σε λίγους μήνες μάλιστα ξεκινά στη μεγαλύτερη αγορά ταξί στον κόσμο, στο Μεξικό, έχοντας λάβει έναν νέο γύρο χρηματοδότησης ύψους 1,5 εκατ. ευρώ.

Ηταν 2004 όταν ο κ. Βασίλης Νικολόπουλος ξεκινούσε το διδακτορικό του στο ΕΜΠ πάνω στην ενεργειακή πληροφορική έπειτα από πολλά χρόνια σπουδών σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Η σύγκλιση πληροφορικής και ενέργειας ήταν άλλωστε το πάθος του 38χρονου σήμερα ηλεκτρολόγου-μηχανικού και διευθύνοντος συμβούλου της Intelen. H γνωριμία του το 2004 με τον χημικό-μηχανικό κ. Κωνσταντίνο Στάικο –και πλέον 35χρονο τεχνολογικό διευθυντή (CTO) της εταιρείας –τον οδήγησε στη δημιουργία ερευνητικής ομάδας που έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργία της Intelen μέσα στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

Στις ανερχόμενες start up


Οκτώ χρόνια αργότερα η Intelen είναι μια ανερχόμενη εταιρεία με έδρα τη Νέα Υόρκη, κέντρο λειτουργιών και έρευνας στην Αθήνα, έχει πελάτες σε ΗΠΑ, Βουλγαρία και Ελλάδα, ενώ το 90% του τζίρου της προέρχεται από το εξωτερικό. Η εταιρεία παράγει καινοτόμα συστήματα ανάλυσης και επεξεργασίας ενεργειακών δεδομένων που επιτρέπουν την εξοικονόμηση της κατανάλωσης ρεύματος ως και 20% σε κτίρια και υποδομές, τα οποία συνοδεύει με ψηφιακές εφαρμογές ευαισθητοποίησης των χρηστών για την εξοικονόμηση ενέργειας.
Η Intelen έχει λάβει δύο γύρους χρηματοδότησης από ιδιώτες επενδυτές και ήδη έχει «κλείσει» δυνατά ονόματα στο πελατολόγιό της στις ΗΠΑ. Το 2010 η Intelen βρέθηκε στις 100 πιο ανερχόμενες start up στον κόσμο, ενώ απέκτησε και τη νομική της υπόσταση, αρχικά στην Ελλάδα και από το 2011 στην Κύπρο. Την ίδια χρονιά ήρθε ο πρώτος γύρος χρηματοδότησης ύψους 250.000 δολαρίων από έλληνες ιδιώτες επενδυτές, ενώ η ομάδα κέρδισε τρία ερευνητικά προγράμματα της ΕΕ που άνοιξαν τον δρόμο για τη δημιουργία ενός εξαιρετικού προϊόντος.

«Από το 2010, όταν είχαμε πια το πρωτότυπο και τους πρώτους πελάτες, είδαμε ότι η ζήτηση είναι σημαντική»
σημειώνει και επισημαίνει ότι το 2011 ήρθε μεγάλη ανάπτυξη, αφού έκλεισε μεγάλους πελάτες σε Ελλάδα και Βουλγαρία. Ετσι το 2012 ήρθε δεύτερος γύρος χρηματοδότησης από έλληνες και ξένους επενδυτές, ύψους 360.000 δολαρίων, η οποία διοχετεύεται στην επέκταση της εταιρείας στην Αμερική.
Από την Αθήνα στη Νέα Υόρκη


«Η εταιρεία μεταφέρει το αρχηγείο της στη Νέα Υόρκη, θα κρατήσει όμως τη λειτουργία της στην Αθήνα. Τα μυαλά πρέπει να μείνουν εδώ» εξηγεί και υπογραμμίζει ότι το 20μελές προσωπικό της Intelen εργάζεται με όλες του τις δυνάμεις. «Οταν βρίσκομαι στην Αμερική, δεν φοβάμαι τίποτε. Αυτή τη σιγουριά μού τη δίνουν οι μηχανικοί μας και το προϊόν μας. Δεν έχουμε να ζηλέψουμε τίποτε. Ο,τι κάνουμε είναι αποτέλεσμα ελληνικής έρευνας και ελλήνων επιστημόνων. Πρέπει να καταλάβουμε τι μυαλό έχουμε» σημειώνει ο κ. Νικολόπουλος.
Η πλατφόρμα της Intelen μέσω αλγορίθμων αναλύει ενεργειακά δεδομένα και κάνει μετρήσεις οι οποίες συσχετίζονται με άλλους παράγοντες και επιτυγχάνει την εξοικονόμηση ενέργειας σε μεγάλες υποδομές και κτίρια. Το δεύτερο στάδιο των υπηρεσιών της εταιρείας είναι το gamification (παιγνιοποίηση), το οποίο επιτρέπει τη χρήση κοινωνικών δικτυακών παιγνίων και ψηφιακών εφαρμογών με στόχο την αλλαγή της ενεργειακής συμπεριφοράς. Για το 2014 στόχος είναι να αγγίξει τζίρο 1 εκατ. δολαρίων, ενώ, όπως λέει ο συνιδρυτής της, απώτερος στόχος είναι να γίνει αυτό που λένε οι Αμερικανοί «billion dollar company», δηλαδή μια εταιρεία του ενός δισ. δολαρίων.

Το taxibeat πήρε κούρσα για το Μεξικό
Κούρσα για το Μεξικό ετοιμάζεται να πάρει το taxibeat μετά το άνοιγμά του σε Βραζιλία, Γαλλία, Ρουμανία και Νορβηγία και μόλις δύο χρόνια μετά τη δημιουργία της ομώνυμης ψηφιακής εφαρμογής στην Αθήνα. Μάλιστα για την ανάπτυξή του δέχθηκε νέο γύρο χρηματοδότησης ύψους 1,5 εκατ. ευρώ από έλληνες και διεθνείς επενδυτές.
Οπως αναφέρει στο «Βήμα» ο ιδρυτής του κ. Νίκος Δρανδάκης, η εμπορική λειτουργία του taxibeat στην Πόλη του Μεξικού θα ξεκινήσει τον Ιούλιο, η δε πρόκληση είναι μεγάλη καθώς κυκλοφορούν 100.000 ταξί και είναι ιδιαίτερα δημοφιλή. Πρόκειται για την έκτη αγορά στην οποία αναπτύσσεται. «Στη Βραζιλία σκίζουμε» λέει με υπερηφάνεια ο ιδρυτής του taxibeat, διότι, παρ’ όλο που ο ανταγωνισμός είναι ισχυρός, η εφαρμογή είναι πια πρώτη σε χρήση σε Ρίο ντε Τζανέιρο και Σάο Πάολο. Προηγήθηκε επένδυση 600.000 ευρώ, η οποία έφερε 70.000 χρήστες και 1.800 ταξί.
Παράλληλα αργά αλλά σταθερά αναπτύσσεται το taxibeat στο Παρίσι, που θεωρείται δύσκολη αγορά. Ηδη η εφαρμογή έχει περίπου 20.000 πελάτες και τροφοδοτεί στόλο 600 ταξί. Στη Νορβηγία τα πράγματα αποδείχθηκαν πιο δύσκολα, αφού υπήρξαν νομικά προβλήματα, τα οποία αναμένεται να λυθούν σύντομα, ενώ στο Βουκουρέστι η εφαρμογή αναπτύσσεται με καλούς ρυθμούς, έχει 12.000 χρήστες και 300 ταξιτζήδες.
Παράλληλα και η αγορά της Αθήνας αναπτύχθηκε για το Taxibeat, αφού οι χρήστες έφτασαν τους 100.000, ενώ οι οδηγοί τους 1.800, αριθμός που αντιστοιχεί στο 12% του στόλου της πρωτεύουσας. «Σταματήσαμε να δεχόμαστε άλλους οδηγούς, έχουμε σε λίστα αναμονής περίπου 1.000 ακόμη, πρέπει όμως να ισορροπήσουμε την προσφορά και τη ζήτηση, αφού και οι οδηγοί πρέπει να είναι ευχαριστημένοι από τη δουλειά τους» σημειώνει ο κ. Δρανδάκης. Παράλληλα θετικά προχωρεί η υπηρεσία ασυνόδευτων που ξεκίνησε προ εβδομάδων, στην οποία ο ανταγωνισμός δουλεύει.

«Η ανάπτυξη που είχαμε ήταν μεγαλύτερη από ό,τι περιμέναμε και ήμασταν απροετοίμαστοι γι’ αυτό. Η μετάβαση από μια start up σε μια κανονική εταιρεία που ωριμάζει και γίνεται διεθνής είναι επώδυνη και δύσκολη, αποτελεί όμως ωραία διαδικασία, από την οποία μαθαίνουμε»
εξηγεί. Επίσης σημειώνει ότι βαθμιαία θα ακολουθήσουν και νέα ανοίγματα στο εξωτερικό.
Ο κ. Δρανδάκης υπογραμμίζει ότι, αν μια υπηρεσία έχει αποδείξει ότι βγάζει τα λεφτά της, οι επενδυτές έρχονται από μόνοι τους, ενώ αναγνωρίζει πως πλέον υπάρχει μια πολύ καλή «μαγιά» στο τεχνολογικό οικοσύστημα της χώρας που μπορεί να δημιουργήσει και να κάνει τη διαφορά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ