Τα μπαλ μασκέ έδωσαν τη θέση τους σε εντυπωσιακές παρελάσεις. Ο ανθοπόλεμος παίζεται πια με σερπαντίνες και κομφετί όχι στα πλακιώτικα ταβερνάκια αλλά σε νυχτερινά κέντρα με δυνατή μουσική. Η μαζούρκα και η πόλκα αντικαταστάθηκαν από τους ρυθμούς της βραζιλιάνικης σάμπα, ενώ τα ντόμινο και οι πιερότοι μεταλλάχθηκαν σε σούπερ ήρωες. Στο κλίμα της εποχής έχει συντονιστεί η αθηναϊκή Αποκριά, αλλά ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στα τέλη του 19ου αιώνα παραμένει αναλλοίωτο ως σήμερα.
Τα βράδυ της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς προς το ξημέρωμα της Καθαράς Δευτέρας η Κεντρική Ιχθυαγορά της Αθήνας, η γνωστή μας Βαρβάκειος Αγορά, ξενυχτά μαζί με τους μασκαράδες. Οι πάγκοι της γεμάτοι φρέσκα και φθηνά θαλασσινά περιμένουν τους ξενυχτισμένους Αθηναίους για να αποχαιρετήσουν το ξεφάντωμα και να μπουν σε μια περίοδο εγκράτειας και νηστείας. Μύδια, στρείδια, γαρίδες, χταπόδια, σουπιές, καλαμαράκια και άλλοι θαλασσινοί θησαυροί διεκδικούν μια θέση –έστω και την τελευταία στιγμή –στο σαρακοστιανό τραπέζι.
Βραδιά οινοποσίας


Οι ιχθυοπώλες φτάνουν νωρίς το απόγευμα της Κυριακής στην Αγορά για να ετοιμάσουν τους πάγκους τους ως τις 10 το βράδυ που οι πόρτες ανοίγουν για να κλείσουν πια αργά το επόμενο μεσημέρι διατηρώντας ένα έθιμο που ζει σχεδόν όσο και η ίδια η Βαρβάκειος, η οποία μετρά 127 χρόνια ζωής. «Είναι ένα έθιμο που εμφανίστηκε γύρω στα 1890, εποχή που σηματοδοτεί για την πρωτεύουσα την αρχή μιας σειράς σημαντικών κοινωνικών αλλαγών» αναφέρει ο κ. Ελευθέριος Σκιαδάς, πρόεδρος του Συλλόγου των Αθηναίων, στο «Βήμα».
Πραγματικά η Αθήνα εκείνης της εποχής έμπαινε με γοργούς ρυθμούς σε φάση αστικοποίησης, με την οδό Αθηνάς να αποτελεί την καρδιά του εμπορίου στην πρωτεύουσα των 150.000 κατοίκων. Τα λαϊκά στρώματα, οι εργάτες, οι μάγκες της εποχής ξεφάντωναν στα μικρά ταβερνάκια της Πλάκας και του Θησείου και ύστερα από μια βραδιά ατέλειωτης οινοποσίας κατέληγαν στη Βαρβάκειο για να κάνουν μια και καλή τα ψώνια της ημέρας και να πάνε ξένοιαστοι για ύπνο.
Γύρω στις 4.30 το πρωί η Βαρβάκειος γέμιζε κόσμο. Το θορυβώδες πλήθος διάλεγε μπροστά στους πάγκους αχηβάδες και γαϊδουροπόδαρα, τα σκληρά κόκκινα στρείδια που έφταναν φρέσκα από το Φάληρο. «Είχαμε τότε και μεγάλες διαμάχες όταν τις πρώτες πρωινές ώρες οι «καλοί» οικογενειάρχες έφταναν για να ψωνίσουν και έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο με μασκαράδες άκομψα –όπως πίστευαν –μεταμφιεσμένους» λέει ο κ. Σκιαδάς. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς αντιδρούσαν οι καθώς πρέπει κύριοι στο άκουσμα αθυρόστομων τραγουδιών όπως το «Πώς το τρίβουν το πιπέρι».
Απόκριες κρίσεων


Παρά τις δύσκολες περιόδους που έζησε η χώρα στον 20ό αιώνα, με την οικονομική κρίση του ’30, τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και τον εμφύλιο, ο λαός είχε πάντα την ανάγκη –ακόμη και στα κρυφά μόνο με ένα ποτηράκι κρασί –να το ρίξει λίγο έξω τις Απόκριες. Φαίνεται πως οι στίχοι του Γεωργίου Σουρή είναι πάντα επίκαιροι: «Γλέντα λοιπόν Αποκρηά μασκαρεμένη χώρα / που ένα μόνο έμαθες στα φανερά να κλέβεις / Να γίνεσαι ρεντίκολο κάθε στιγμή και ώρα / που όλα τα μασκάρεψες κι όλα τα μασκαρεύεις / Εξω λοιπόν οι λύπες, έξω κακή καρδιά / και πάλι Καρναβάλι ανοίγει, βρε παιδιά».
Ο κ. Σπύρος Κοράκης, ιχθυοπώλης τρίτης γενιάς, θυμάται τους γονείς του να μιλούν για εποχές που ο χαρτοπόλεμος στα στενά της Πλάκας έφτανε ως το γόνατο των περαστικών. «Ο κόσμος παλιότερα διασκέδαζε με την ψυχή του. Ακόμη και σε δύσκολες εποχές αυτή τη βραδιά στηνόταν στην Αγορά μια μεγάλη γιορτή». Οι πάγκοι γέμιζαν μεταμφιεσμένους και όλοι μαζί γίνονταν μια παρέα με χορό, αποκριάτικα τραγούδια και πονηρά πειράγματα.
Ο ίδιος, επαγγελματίας από το 1967, ποτέ πριν δεν είχε δει τον κόσμο τόσο μαζεμένο όσο τα τελευταία πέντε χρόνια που η οικονομική κρίση του έχει στερήσει ακόμη και την αποκριάτικη διάθεση. Τα λαϊκά στρώματα πάντα έφταναν στη Βαρβάκειο για να αγοράσουν φθηνά όσα χρειάζονταν για την Καθαρά Δευτέρα. «Για τους επαγγελματίες στην Κεντρική Αγορά η εβδομάδα πριν από τη Σαρακοστή είναι η περίοδος που περιμένουμε να βγάλουμε τα σπασμένα της χρονιάς, πράγμα που γίνεται όλο και πιο δύσκολο τα τελευταία χρόνια» επισημαίνει ως πρόεδρος των Ιχθυοπωλών της Βαρβακείου.

Η παρέα του παντοπωλείου
Μια «αθάνατη» σχέση στην Αγορά

Μόλις ξεθυμάνουν τα πάρτι και οι χοροί, «βασίλισσα του Καρναβαλιού» στέφεται η Βαρβάκειος. Μιας όμως και η παράδοση επιβάλλει πλήθος άλλων νηστίσιμων απολαύσεων, μαζί της ξενυχτά και όλη η γύρω αγορά. Ανάμεσα στα μικρά ουζερί της οδού Αρμοδίου, όπου οι περαστικοί μπορούν να γευθούν τους πρώτους νηστίσιμους μεζέδες, βρίσκεται και το «Παντοπωλείο της Στοάς Αθανάτων» εξειδικευμένο σε αυτά τα είδη από το 1957.
Οι χαλβάδες, οι ταραμάδες, οι ελιές, τα τουρσιά, τα παστά, η λακέρδα και η φάβα Σαντορίνης μαζί με πιο σπάνια εδέσματα, όπως η ταραμόγλωσσα, αποτελούν τον μικρό θησαυρό που ο σημερινός ιδιοκτήτης κ. Σταμάτης Φλαμπούρης (φωτογραφία) θα μοιραστεί από τις 7 το απόγευμα της Κυριακής με τους πελάτες του. Ο ίδιος δεν έχει πετύχει τις ένδοξες βραδιές που περιγράφουν οι παλαιότεροι, όμως απολαμβάνει αυτή την ιδιότυπη ολονυχτία. «Είναι μια ευκαιρία να έρθουμε πιο κοντά με παλιούς και νέους πελάτες μας. Γινόμαστε μια παρέα και η διάθεση είναι άκρως εορταστική» τονίζει.
Η κυρία Γεωργία Ψυχογιού, προηγούμενη ιδιοκτήτρια, αναπολεί τα γέλια και τους χορούς που κατέκλυζαν τέτοια βραδιά τη Στοά. «Δεν ήταν λίγες βέβαια και οι φορές που οι μασκαράδες έφταναν εδώ μεθυσμένοι και είχαμε καβγάδες, αλλά και εκείνες που άνθρωποι οι οποίοι δεν μιλιόνταν για καιρό συμφιλιώνονταν έπειτα από μια τρελή νύχτα Καρναβαλιού» θυμάται. Ηταν τόσος ο κόσμος που έφτανε στη Βαρβάκειο τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, «που ευχόμασταν οι μέρες αυτές να μην έρθουν και σήμερα βλέπουμε τους πελάτες μας, με τους οποίους έχουμε γίνει πια οικογένεια, να μην μπορούν να τα βγάλουν πέρα» λέει στο «Βήμα», καταδεικνύοντας ότι πίσω από την τρέλα του Καρναβαλιού για πολλούς συνανθρώπους έχει έρθει μια μακρά περίοδος «νηστείας» και στερήσεων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ