Ενα μήνα μετά την κηδεία του Βέρντι τον Ιανουάριο του 1901, η οποία στάθηκε αφορμή για τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική συνένωση στην ιστορία της Ιταλίας ακόμη και ως σήμερα, αφού ορχήστρες και χορωδίες από ολόκληρη την επικράτεια ενώθηκαν στο Μιλάνο υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι, μια ακόμη τελετή έδωσε την ευκαιρία στους συμπατριώτες του να εκφράσουν τη λατρεία και τον σεβασμό τους στον συνθέτη-εθνικό σύμβολο. Η μεταφορά της σορού του από το κοιμητήριο στην τελευταία του κατοικία, σε μια κρύπτη του Οίκου Ανάπαυσης για τους αναξιοπαθούντες μουσικούς τον οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος στο πλαίσιο των πολλών φιλανθρωπιών του, συγκέντρωσε εκατοντάδες χιλιάδες Ιταλούς.
Κάποια στιγμή, ενώ η πομπή διέσχιζε τους δρόμους του Μιλάνου, το πλήθος ένωσε τη φωνή του με τη Χορωδία και την Ορχήστρα της Σκάλας ψάλλοντας το θρυλικό «Va pensiero», το πασίγνωστο χορωδιακό των εβραίων σκλάβων από τον «Ναμπούκο», μια από τις πρώτες όπερες του Βέρντι. Εξήντα περίπου χρόνια μετά τη σύνθεσή του, ο αγώνας για ένωση των ιταλικών κρατιδίων και εθνική ανεξαρτησία, τον οποίο είχε εκφράσει τόσο εύγλωττα το εν λόγω χορωδιακό, είχε πλέον ευοδωθεί, ενώ ορισμένες από τις όπερες του Βέρντι είχαν εξαφανιστεί από το ρεπερτόριο. Ωστόσο, το γεγονός ότι εξακολουθούσε να εμπνέει και να συγκινεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο δείχνει τον βαθμό στον οποίο ο Βέρντι είχε «περάσει» στην εθνική συνείδηση των Ιταλών.

Για τον πολιτικό χαρακτήρα των πρώτων, κυρίως, έργων του Βέρντι, τα οποία γράφτηκαν στην περίοδο του Risorgimento (Eθνική Αναγέννηση) και είχαν σκοπό να ξεσηκώσουν το ακροατήριο ώστε να εναντιωθεί στον αυστριακό ζυγό, έχουν γραφτεί πολλά, κάποια δε εξ αυτών είναι ίσως υπερβολικά. Η αλήθεια είναι ότι ο Βέρντι υπήρξε ανήσυχος πολιτικά συνθέτης και πέρα από το δημιουργικό του έργο αναμείχθηκε στα κοινά, αρχικά ως αντιπρόσωπος του Μπουσέτο στο δουκάτο της Πάρμας όπου κατοικούσε και αργότερα, κατόπιν πιέσεων του Καβούρ, εκλέχθηκε στην Εθνική Βουλή ενώ τελικά έγινε γερουσιαστής.

Ο Βέρντι όμως δεν ήταν μόνο ο συνθέτης των μεγάλων ιδεών αλλά και των μεγάλων αισθημάτων και εδώ προφανώς οφείλεται τόσο ο παγκόσμιος χαρακτήρας του όσο και η «αντοχή» και η δημοτικότητά του στο πέρασμα του χρόνου. Μια προσεκτικότερη ματιά στο έργο του δε, δείχνει ότι οι χαρακτήρες του σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι παρά ένα μέσο για να εκφράσει τη δική του ψυχική κατάσταση.

«Η ζωή του σφραγίστηκε από μια διαρκή θλίψη –την αποκαλούμενη «βερντιανή απαισιοδοξία» –κι αυτή αντανακλάται στις όπερές του»
γράφει χαρακτηριστικά ο διάσημος ιταλός μαέστρος Ρικάρντο Μούτι στο πρόσφατο βιβλίο του «Verdi, L’ Italiano» («Βέρντι, ο Ιταλός») το οποίο κυκλοφόρησε εν όψει της εφετινής επετείου των 200 χρόνων από τη γέννηση του συνθέτη. Οχι μόνο στο φινάλε του «Φάλσταφ», της τελευταίας του όπερας (1893) όπου ο βετεράνος συνθέτης αποχαιρετά τα πάντα με ένα πικρό χαμόγελο, αλλά γενικότερα, οι πιο θλιμμένοι ήρωές του είναι αυτοί οι οποίοι αντικατοπτρίζουν την αυτοβιογραφία του.

Ο Φιέσκο στον «Σιμόν Μποκανέγκρα» αλλά και ο Ρικάρντο στον «Χορό Μεταμφιεσμένων» εκφράζουν τον πόνο και την τραγωδία του Βέρντι. Η αγάπη του Ριγκολέτο για την κόρη του Τζίλντα είναι το γενικότερο πατρικό αίσθημα που εκφράζει ο συνθέτης ο οποίος είχε χάσει τα δικά του παιδιά σε βρεφική, ακόμη, ηλικία. Ο έρωτας, η ζήλια, η προδοσία που εκδηλώνουν διάφοροι χαρακτήρες στα έργα του είναι επίσης αισθήματα δικά του, σε διάφορες περιόδους της μακράς ζωής του. Οσο για τη δημοφιλή «Τραβιάτα», από πολλούς θεωρείται η απάντησή του στην κριτική των «καθωσπρέπει» κύκλων της Πάρμας για το γεγονός ότι, ενώ η σύζυγός του Μαργαρίτα είχε πεθάνει, εκείνος συζούσε «ελεύθερα» με την Τζιουζεπίνα Στρεπόνι, την οποία τελικά παντρεύτηκε το 1859.

Γεννημένος κοντά στο Μπουσέτο στις 10 Οκτωβρίου 1813 –κατ’ άλλους στις 9 του ίδιου μηνός –ο Τζιουζέπε Φορτουνίνο Φραντσέσκο Βέρντι έδειξε από νωρίς μεγάλη κλίση στη μουσική. Στα 23 του χρόνια έγινε διευθυντής της Φιλαρμονικής του Μπουσέτο και το 1839 παρουσιάστηκε η πρώτη του όπερα, ο «Ομπέρτο», στη Σκάλα του Μιλάνου αποσπώντας πολύ ενθαρρυντικές κριτικές. Την ίδια χρονιά, όμως, ο θάνατος της συζύγου του Μαργαρίτας και των δύο μικρών παιδιών του τον έκαναν να μη θέλει πλέον να ασχοληθεί με τη μουσική. Την απόφασή του αυτή ενίσχυσε η αποτυχία της κωμικής όπεράς του «Un giorno di regno» («Μια ημέρα βασιλείας») το 1840. Ωστόσο επείσθη να γράψει τον «Ναμπούκο», η πρεμιέρα του οποίου τον Μάρτιο του 1842 στη Σκάλα του Μιλάνου τον έκανε διάσημο. Το σλόγκαν Viva Verdi με την περίφημη ακροστιχίδα Viva Vittorio Emanuele Re D’ Italia είναι χαρακτηριστικό της ταύτισης του συνθέτη με τον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας.

Με τις επόμενες όπερές του, τους «Λομβαρδούς» (1843), τον «Ερνάνη» (1844), τον «Αττίλα» (1846), τη «Λουίζα Μίλερ» (1847) και τον «Μάκβεθ» (1849) ο Βέρντι καθιερώθηκε ως συνθέτης και εκτός Ιταλίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1850, η περίφημη τριλογία του («Ριγκολέτο», «Τροβατόρε», «Τραβιάτα») γνώρισε μεγάλη επιτυχία όπως και τα κατοπινά «Ο Σικελικός Εσπερινός» (1855) και «Χορός Μεταμφιεσμένων» (1859).

Το γεγονός ότι οι επόμενες όπερές του («Η δύναμη του πεπρωμένου», ο «Ντον Κάρλο», η «Αΐντα») παρουσιάστηκαν σε θέατρα εκτός Ιταλίας καταδεικνύει τη διεθνή αναγνώριση του Βέρντι. Η γνωριμία του με τον ποιητή Αρίγκο Μπόιτο του έδωσε το έναυσμα για τα δύο τελευταία έργα του, τον «Οθέλλο» (1887) και τον «Φάλσταφ» (1893), αμφότερα εμπνευσμένα από τον Σαίξπηρ. Πέρα από τις 26 όπερες, ο Βέρντι –ο οποίος πέθανε στις 27 Ιανουαρίου 1901 ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο –έγραψε και εκκλησιαστική μουσική με κορυφαίο έργο το περίφημο «Ρέκβιεμ» (1874).
Η μακρά δημιουργική του περίοδος –στη διάρκεια της οποίας σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές τόσο σε αυτά καθεαυτά τα μουσικά όργανα, όσο και στο ύφος της ορχήστρας αλλά και στην αρχιτεκτονική του θεάτρου –παρέχει σαφώς ένα «στέρεο» έναυσμα για την περαιτέρω μελέτη του έργου του. Στο πλαίσιο αυτό, το επετειακό 2013 είναι μόνο μια αφορμή. Γιατί στ’ αλήθεια, ποιος είναι αυτός που μπορεί να φανταστεί μια χρονιά χωρίς τον Βέρντι;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ