Τα προηγούμενα χρόνια, αποκτώντας τις συνήθειες του δυτικού κόσμου, της ταχύτητας και της ευκολίας και στο φαγητό, οι έλληνες είχαν αρχίσει να μην τρέφονται σωστά, με ορατές τις συνέπειες στην υγεία τους, ειδικά στα παιδιά. Το περιβάλλον της κρίσης όπου ζει η χώρα τα τελευταία χρόνια έχει επιδεινώσει δραματικά την κατάσταση, αφού το μέτρο για την ποσότητα και την ποιότητα της διατροφής για χιλιάδες οικογένειες ορίζεται πια από τη φτώχεια και την ανεργία. Και τα πρώτα θύματα για μια ακόμη φορά είναι πάλι τα παιδιά.

Ανήμερα της «Παγκόσμιας Ημέρας Επισιτισμού» και της αυριανής «Διεθνούς Ημέρας για την Εξάλειψη της Φτώχιας» ο συναγερμός δεν χτυπάει πια μόνον για τους χειμαζόμενους λαούς του λεγόμενου τρίτου κόσμου, αλλά μέσα στην καρδιά του θεωρούμενου πρώτου, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ελλάδα.

Παγκοσμίως, σύμφωνα με τη Unicef, περισσότερα από μισό δισ. παιδιά ζουν σε οικογένειες που διαθέτουν λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα για να επιβιώσουν. Αλλά και στην Ελλάδα, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της ελληνικής επιτροπής του οργανισμού του ΟΗΕ, πάνω από 439.000 παιδιά ζουν πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας, και ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί κατά πολύ όταν προστεθούν τα στοιχεία για το 2012. Το 18,4 % των παιδιών φτωχών οικογενειών δεν έχουν πρόσβαση σε βασικά αγαθά.

Σε αυτές τις συνθήκες ένας στους δύο έλληνες δεν τρώει ποιοτικά σήμερα και το χειρότερο είναι ότι δύο στους δέκα βρίσκονται σε διατροφικό κίνδυνο (!) με άμεσες ή/και μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία τους, σύμφωνα με άλλη έρευνα της Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας. Μια λύση, σύμφωνα με την κυρία Γλυκερία Ψαρρά, κλινική διαιτολόγο – διατροφολόγο, επιστημονική συνεργάτη του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, θα ήταν η επιστροφή στην κλασική ελληνική διατροφή. Ωστόσο οι σημερινές συνθήκες για χιλιάδες έλληνες είναι απαγορευτικές.

Κατά την έρευνα, που διεξήχθη σε επτά περιοχές της Ελλάδας κατά το διάστημα Ιούνιος – Σεπτέμβριος 2012, διαπιστώθηκε, πάντως, ότι περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο Έλληνες εμφανίζουν προβλήματα υπέρτασης, από τους οποίους μόνο το 70% γνωρίζει το πρόβλημα, και από αυτούς, το 51% λαμβάνει θεραπεία. Επιπλέον το 40% του ελληνικού πληθυσμού παρουσιάζει τιμές χοληστερόλης άνω του φυσιολογικού (200 mg/dl) και ετησίως στην Ελλάδα καταγράφονται 15.000 – 16.000 εμφράγματα.

Δεν είναι τα μόνα προβλήματα που συνδέονται και με τη διατροφή. Η συχνότητα του σακχαρώδη διαβήτη στην Ελλάδα είναι αντίστοιχη με αυτή των ευρωπαϊκών χωρών (4%), ενώ η πιθανότητα εμφάνισης της παχυσαρκίας έχει αυξηθεί κατά 40%.
Ταυτόχρονα ένας στους δέκα άνδρες ηλικίας 50-59 ετών πάσχει από στεφανιαία νόσο τονίζει ο κ. Δημήτρης Γρηγοράκης, κλινικός διαιτολόγος – διατροφολόγος, πρόεδρος της Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας.

Προκειμένου να διαπιστωθεί πόσο «ελληνικά» (δεν) τρώνε οι σημερινοί Έλληνες αλλά και το ποσοστό αυτών που βρίσκονται σε διατροφικό κίνδυνο λήφθηκε δείγμα 798 ενηλίκων 18 – 73 ετών, το οποίο αποτελούσαν 304 άνδρες και 494 γυναίκες, οι οποίοι προσήλθαν σε διαιτολογικές μονάδες σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κατερίνη, Ιωάννινα, Κορινθία, Κρήτη και Κεφαλονιά.

Στο σύνολο των Ελλήνων που συμμετείχαν στην έρευνα μόνο το 49,87% σημειώνει σχετικά καλύτερες διατροφικές συνήθειες, ενώ το 50,13% βρίσκεται κάτω από την μέση τιμή του δείκτη, ομολογώντας ότι δεν υιοθετεί τους κανόνες της υγιεινής και ποιοτικής διατροφής σε ικανοποιητικό βαθμό.

Πιο συγκεκριμένα οι άνδρες σε ποσοστό 51,97% δεν τρέφονται σωστά με το 48,03% να παρουσιάζει καλύτερες διατροφικές συνήθειες. Αντίθετα οι γυναίκες φαίνεται να έχουν καλύτερες διατροφικές συνήθειες, πάνω απ’ την μέση τιμή του σχετικού δείκτη, σε ποσοστό που αγγίζει το 51,02%, ενώ το 48,98% δεν ακολουθούν στο μεσογειακό τρόπο ζωής και διατροφής.