Απεβίωσε προχθές, σε ηλικία 91 ετών, ένας από τους σοβαρούς πολιτικούς της δημοκρατικής παράταξης στην προδικτατορική Ελλάδα: ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου. Γεννημένος στην Κοζάνη, γόνος μεσοαστικής οικογένειας, ο Μιχάλης έκανε νομικές σπουδές στην Αθήνα και σε συνέχεια στα Πανεπιστήμια του Μάντσεστερ, του Κέιμπριτζ και της Χαϊδελβέργης. Το 1961 πήρε μέρος για πρώτη φορά στις εκλογές με την Ενωση Κέντρου και εξελέγη βουλευτής Κοζάνης, έδρα την οποία κράτησε και στις επόμενες εκλογές ως τη δικτατορία. Το 1964, ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητικό αξίωμα στην κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου ως υφυπουργός Εθνικής Αμυνας. Το 1973, η χούντα του επέβαλε έναν «άτυπο κατ΄ οίκον περιορισμό», προειδοποιώντας εμμέσως τη σύζυγό του ότι θα τον συνελάμβανε «αν κυκλοφορούσε και φλυαρούσε». Με τη Μεταπολίτευση εντάχθηκε στη βραχύβια Ενωση Κέντρου- Νέες Δυνάμεις αλλά δεν εξελέγη βουλευτής. Αργότερα, το 1978 προσχώρησε μαζί με άλλους κεντρώους πολιτικούς στη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή και επανήλθε στη Βουλή το 1981, πάντοτε ως βουλευτής Κοζάνης. Ενα διάστημα χρημάτισε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ. Στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, το 1989, ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου ανέλαβε το υπουργείο Βιομηχανίας και ακολούθως, στις κυβερνήσεις Μητσοτάκη, το υπουργείο Γεωργίας το 1990-1991, το υπουργείο Δικαιοσύνης το 1991-1992 και των Εξωτερικών το 1992-1993.

Εντιμος, πολιτικά ηθικός, ρεαλιστής και με υψηλό δημοκρατικό φρόνημα, ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου- θείος του υπουργού Οικονομικών Γεωργίου Παπακωνσταντίνου- δεν δίστασε το 1993 να έλθει σε σύγκρουση και να αντιταχθεί στις εθνικιστικές κορόνες του τότε αρχηγού της ΝΔ Μιλτιάδη Εβερτ για το Σκοπιανό και έναν χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1994, παραπέμφθηκε στο πειθαρχικό όργανο του κόμματος και διεγράφη από τη ΝΔ επειδή με δηλώσεις του αναφέρθηκε σε «ανεπίτρεπτη συμφωνία» του κόμματός του με την ηγεσία του ΠαΣοΚ για την υπόθεση της ΑΓΕΤ. Εκτοτε παρέμεινε ανεξάρτητος και δεν πολιτεύθηκε. Ως υπουργός Εξωτερικών χειρίστηκε με σωφροσύνη το Σκοπιανό- έγινε μέγα ζήτημα στις εφημερίδες της Δεξιάς επειδή στο εξωτερικό, σε μια άτυπη σύνοδο, έδωσε το χέρι του και χαιρέτησε τον τότε ηγέτη της πΓΔΜ Γκλιγκόροφ- και ήταν πάντοτε υπέρ του διαλόγου με την Τουρκία πιστεύοντας, όπως δήλωνε, ότι «διάλογος δεν σημαίνει ούτε διαπραγμάτευση ούτε εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά ούτε και παραχωρήσεις ». Το 1995, τιμήθηκε με το ειδικό Βραβείο Ελληνοτουρκικής Φιλίας «Ιπεκτσί».

Μολονότι αεικίνητος και πολυάσχολος, ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο: «Η Μακεδονία μετά τον Μακεδονικό Αγώνα» (1992) θεωρείται από τα πλέον αξιόλογα έργα αυτού του χώρου. Τα βιβλία του, είτε για την Κοζάνη είτε για την πολιτική και την κυβέρνηση Κέντρου, είναι κείμενα επιστημονικού και ιστορικού ενδιαφέροντος, όπως «Μια βορειοελληνική πόλη στην Τουρκοκρατία», «Η ταραγμένη εξαετία 1961-1967», «Το Ημερολόγιο ενός πολιτικού», «Βαλκάνια, η άγνωστη γειτονιά μας» κ.ά.

Η κηδεία του θα γίνει αύριο στις 2 μ.μ. από τον Ιερό Ναό των Αγίων Θεοδώρων του Α΄ Κοιμητηρίου Αθηνών.

Ο πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου δήλωσε για τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου: «Υπηρέτησε για περισσότερες από τρεις δεκαετίες την πολιτική ζωή του τόπου με ήθος, εντιμότητα και αξιοπρέπεια. Προσέφερε πλούσιο έργο απ΄ όποια θέση κι αν υπηρέτησε την πατρίδα». Ο εκπρόσωπος Τύπου της ΝΔ κ. Π. Παναγιωτόπουλος τον χαρακτήρισε «ευπατρίδη της πολιτικής ζωής».

Η διπλή σύγκρουσή του με τη στρατοκρατία

Ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου (δεξιά) παραδίδει το υπουργείο Εξωτερικών στον κ. Κ. Παπούλια και στον υφυπουργό του κ. Γ. Παπανδρέου (αριστερά) μετά τη νίκη του ΠαΣοΚ στις εκλογές του 1993

Δ εν είχε ενδιαφέρον να πολιτευθεί ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου ακόμη και όταν σπούδαζε στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο ίδιος και συγγενικά του πρόσωπα τον προόριζαν για δικηγόρο επιχειρήσεων. Ηταν στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 όταν, σπουδαστής μεταπτυχιακών στη Χαϊδελβέργη της Γερμανίας, κάποιος γερμανός συμφοιτητής του τού μετέδωσε το «μικρόβιο» της πολιτικής. Δεν μετάνιωσε ποτέ που αναμείχθηκε, και το τόνιζε αυτό κάθε φορά που, στα μέσα της δεκαετίας του ΄90, αποτραβηγμένος πλέον από τη Βουλή και το παρασκήνιό της, ερχόταν το θέμα στη συζήτηση. Κι ας τον πίκραναν πολλοί από το κόμμα του, τον πολιτικό κύκλο του και τους Κοζανίτες τους οποίους αντιπροσώπευσε επί τρεις δεκαετίες και πλέον στο Κοινοβούλιο. «Ηταν κάποιοι», έλεγε χρόνια αργότερα και γελούσε, «που στις προεκλογικές συγκεντρώσεις μου έρχονταν και με διαβεβαίωναν για την ψήφο τους και δέκα λεπτά αργότερα χειροκροτούσαν τον αντίπαλο που μιλούσε σε άλλο καφενείο».

Η είσοδος του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου στη Βουλή συνδέεται και με «Το Βήμα». Από δημοκρατική οικογένεια, με σύγχρονες ιδέες για τον ρόλο των κομμάτων και της Βουλής- έχει γράψει και σειρά άρθρων σε νομικό περιοδικό και στο «Βήμα»-, ήθελε και την ηθική υποστήριξη του Συγκροτήματος όταν, το 1961, αποφάσισε να πολιτευθεί με κάποιο από τα κόμματα της πολυπρόσωπης τότε δημοκρατικής παράταξης. Με συστατικό τηλεφώνημα του Σοφοκλή Βενιζέλου παρουσιάστηκε στο γραφείο του Χρήστου Λαμπράκη και συζήτησαν επί μισή και πλέον ώρα. Στη Θεσσαλονίκη σκεπτόταν ο Μιχάλης να θέσει υποψηφιότητα με τη νεοσύστατη Ενωση Κέντρου, αλλά συζητώντας κατέληξε ότι θα ήταν προτιμότερο να πολιτευθεί στον Νομό Κοζάνης. Οπως και έγινε. Και ο νεόκοπος πολιτευτής με την κατάλληλη ηθική υποστήριξη των δημοκρατικών εφημερίδων εξελέγη, το 1961, βουλευτής στις περιβόητες εκείνες εκλογές της βίας και της νοθείας, πλειοψηφώντας σε σταυρούς με αντίπαλους έμπειρους και «πατροπαράδοτους». Η χούντα, συγκεκριμένα ο ΙΔΕΑ που ήταν ο γεννήτοράς της, σημάδεψε πολύ νωρίς τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου. Ηταν υφυπουργός Εθνικής Αμυνας στην κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου, το 1964, όταν άρχισε να μετακινεί και να απομακρύνει από την Αθήνα και από πολιτικώς ευαίσθητα πόστα αξιωματικούς που έβλεπαν τη δημοκρατική κυβέρνηση ως «απόστημα» . Προτού προλάβει να κάνει τη «δημοκρατική εκκαθάριση», για την οποία είχε κάνει λόγο στον πρωθυπουργό και είχε την έγκρισή του, αντέδρασε το Παλάτι. Ο άνθρωπός του στην κυβέρνηση, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, που ήταν υπουργός Εθνικής Αμυνας, «απαγόρευσε» – ήταν η λέξη που χρησιμοποίησε- στον Μιχάλη να κάνει οποιαδήποτε μετάθεση. Ταυτόχρονα ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος ηγείτο της καραμανλικής ΕΡΕ, «κατήγγειλε» στη Βουλή την κυβέρνησηότι «διαλύει τον Στρατό» και όλες οι εφημερίδες της Δεξιάς πιπίλιζαν επί ημέρες την κατηγορία. «Δυστυχώς», θα γράψει αργότερα ο Παπακωνσταντίνου, «ο πρωθυπουργός (…) δεν με υποστήριξε. Υπεχώρησε» στις πιέσεις. Τριάντα χρόνια αργότερα- ο Μιχάλης ήταν υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Μητσοτάκη τότε- αναζητώντας κάποια υπηρεσιακά έγγραφα της δεκαετίας του ΄60 ανακάλυψε ένα «εμπιστευτικό» σημείωμα του συνταγματάρχη Νίκου Παπαρόδου, αρχηγού του Στρατιωτικού Οίκου του βασιλέως, στο οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ ο (τότε) υφυπουργός Μιχάλης Παπακωνσταντίνου χαρακτηριζόταν «αμφιβόλου εθνικής ευαισθησίας».

Ηρθε και μία ακόμη φορά σε σύγκρουση με τη στρατοκρατία ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου. Οταν λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του έβαλε μπροστά ένα σχέδιο αμυντικής θωράκισης της Κύπρου. Με τη βοήθεια έλληνα εφοπλιστή άρχισε να στέλνει «τουρίστες» στην Κύπρο- στην πραγματικότητα νέους που έκαναν το στρατιωτικό τους, άοπλους φυσικά, με τους αξιωματικούς τουςοι οποίοι συγκρότησαν την ειδική μονάδα που θα αντιμετώπιζε ενδεχόμενη τουρκική επίθεση. [Ηταν η στρατιωτική δύναμη που ανακάλεσε η χούντα, με συνέπεια να μείνει ουσιαστικά άοπλη η Κύπρος όταν εισέβαλε ο τουρκικός στρατός].

Τ ο ΓΕΣ και ο στρατηγός Σπαντιδάκης δεν είχαν κατ΄ αρχήν αντίρρηση για την αποστολή των στρατιωτών-τουριστών. Εξέφρασαν όμως με τον πιο άγαρμπο τρόπο τις «ανησυχίες» τους για το «φρόνημα και τα ιδεολογικά εφόδια (…) των μετακινούμενων», όπως έγραψε ο αντισυνταγματάρχης Λουκόπουλος σε υπηρεσιακό σημείωμα προς την αρμόδια διεύθυνση της ΑΣΔΕΝ. Τρεις εφημερίδες της Δεξιάς πρόδωσαν ουσιαστικά την επιχείρηση όταν επί ημέρες εξεδήλωναν «ανησυχία» για κάποιους νεαρούς που «ενοχλούν» την Εθνοφρουρά στην Κύπρο και αμφισβητούσαν, δήθεν, τον ρόλο του Μακάριου. Είναι ενδιαφέρον ότι εναντίον της (μυστικής) αποστολής στρατιωτών στην Κύπρο εκδηλώθηκε και η Αριστερά. Ο τότε εκπρόσωπος της ΕΔΑ Αντώνης Μπριλάκης εξέφρασε στον Παπακωνσταντίνου την «ανησυχία» – και αυτός- της δημοκρατικής παράταξης για τη «στρατιωτικοποίηση» της Κύπρου που, υποτίθεται, επιχειρούσε η κυβέρνηση Παπανδρέου. Αλλά και ο Γρίβας αντέδρασε- αυτός όμως επειδή έβλεπε ότι έχανε τον ρόλο του στρατιωτικού αφεντικού στη Μεγαλόνησο.