Με αφορμή την κινέζικη Πρωτοχρονιά της Πέμπτης που μας πέρασε, περιπλανιόμαστε στους δρόμους της αθηναϊκής Τσάιναταουν, μιας ακμάζουσας γωνιάς της πόλης που διαρκώς επεκτείνεται, και καταγράφουμε τις ιστορίες των κινέζων μεταναστών που ζουν και εργάζονται εκεί.

Παρασκευή μεσημέρι, μόλις λίγα λεπτά από την πολυσύχναστη Πειραιώς, στρίβουμε στην οδό Αγησιλάου και το τοπίο αλλάζει εξ ολοκλήρου: Κινέζικα ιδεογράμματα σε κολόνες και καταστήματα, μια οικογένεια τρώει με τσόπστικς δίπλα στο ταμείο ενός καταστήματος, δύο κινέζοι μπόμπιρες παίζουν στο πεζοδρόμιο με μια αυτοσχέδια μπάλα ποδοσφαίρου, ενώ μια Κινεζούλα με σχολική τσάντα στην πλάτη περπατάει βιαστικά προς το σχολείο. Λίγα μέτρα παραπέρα, η κινέζικη αγορά απλώνει πλουσιοπάροχα φρεσκοτηγανισμένα γλυκά, μπαχαρικά και οπωρολαχανικά σε πάγκους, ενώ συχνά οι περαστικοί μαζεύονται μπροστά από οθόνες τηλεοράσεων που βρίσκονται έξω από τα καταστήματα και παρακολουθούν στα κλεφτά ειδήσεις στα κινέζικα και βιντεοκλίπ. Βρισκόμαστε στην καρδιά της αθηναϊκής Τσάιναταουν, στα λίγα οικοδομικά τετράγωνα πέριξ της Ομόνοιας, όπου οι κινέζοι μετανάστες στήνουν επιχειρήσεις, ανοίγουν καταστήματα, μεγαλώνουν τις οικογένειές τους και προσπαθούν να επιβιώσουν στο χωρίς αμφιβολία «δύσκολο» κέντρο της Αθήνας.

«Είμαι δέκα χρόνια στην Ελλάδα, ήρθα από το χωριό Γουέν Τζο της Κίνας με ολόκληρη την οικογένειά μου. Δυστυχώς, χάσαμε τον πεθερό μου προχθές και ο άνδρας μου λείπει στην πατρίδα αυτές τις ημέρες – είχε να πάει 15 χρόνια. Με τον Τσε γνωριστήκαμε στην Αθήνα. Πριν από έξι χρόνια άνοιξα ένα κατάστημα με εποχιακά είδη στην Ηρώων Πολυτεχνείου και πέρυσι εδώ στην Αγησιλάου. Εχουμε να πάμε στο χωριό πάνω από μία δεκαετία, γιατί εδώ είναι η δουλειά μας, εδώ είναι η οικογένειά μας, η Ελλάδα είναι το σπίτι μας…» λέει σε αρκετά καλά ελληνικά η Λίζα, ιδιοκτήτρια καταστήματος.

Ο «αποικισμός» της αθηναϊκής Τσάιναταουν ξεκίνησε περίπου προ δεκαετίας, ενώ, σύμφωνα με την κινέζικη πρεσβεία, οι κάτοικοί της σήμερα ανέρχονται σε 20.000. Οι εγχώριες επιχειρήσεις των Κινέζων είναι κυρίως εμπορικά μαγαζιά με φθηνά ρούχα, παπούτσια, είδη για το σπίτι, ελάχιστα εστιατόρια και ένα ταξιδιωτικό γραφείο στους δρόμους γύρω από την Ομόνοια, δηλαδή στις οδούς Αγησιλάου, Ευριπίδου, Σωκράτους, Λυκούργου, Λεωνίδου, Κολοκυνθούς, Πειραιώς και Κεραμεικού. Η κινέζικη κοινότητα δεν έχει πολλά πάρε –δώσε με την ελληνική, καθώς οι πελάτες των καταστημάτων τους είναι στην πλειονότητά τους ομοεθνείς αλλά και μετανάστες από το Πακιστάν, την Αλγερία και το Μαρόκο.

Στην όψη η εγχώρια Τσάιναταουν διαφέρει πολύ από τις αντίστοιχες των μητροπόλεων του εξωτερικού: Με πλήρη απουσία των κατεξοχήν φολκλόρ κινέζικων στοιχείων, η διακόσμησή της είναι λιτή, σε αντίθεση με τη θύελλα από κόκκινους δράκους και ψάθινα καπέλα στα κινέζικα καταστήματα και εστιατόρια της λονδρέζικης, για παράδειγμα. Βέβαια, και η οδός Τζέραρντ τη δεκαετία του ’50 ήταν ένας δρόμος φτωχός, με χαμηλά ενοίκια, που μερικές δεκαετίες αργότερα πεζοδρομήθηκε, αναβαθμίστηκε και μεταμορφώθηκε στη σημερινή φολκλόρ, τουριστική Τσάιναταουν του Λονδίνου.

Ανηφορίζοντας την οδό Αγησιλάου, στο νούμερο 43 αντικρίζουμε το «Chinatown», το εξαώροφο ασιατικό εμπορικό κέντρο, μια κινέζικη γωνιά που προσφέρει κάθε είδους υπηρεσία. Περιπλανιόμαστε στα εμπορικά καταστήματα του πρώτου και του δεύτερου ορόφου, όπου βρίσκουμε μία υπεραγορά, πάγκους με ασιατικές γεύσεις και φυσικά πολλά καταστήματα με κινέζικα ρούχα. Η επικοινωνία με τους μαγαζάτορες είναι μάλλον δύσκολη, κερδίζουμε όμως αρκετά χαμόγελα. Μια κυρία μάς προσφέρει ένα κομμάτι παραδοσιακού γλυκού, το «νιέν κάου», και η εγγονή της μας λέει στα ελάχιστα ελληνικά που ακούσαμε μέχρι στιγμής ότι έχει σοκολάτα.

Ανεβαίνουμε με το ασανσέρ στον πέμπτο. Ο όροφος αυτός στεγάζει, μεταξύ άλλων, μια κινέζικη εταιρεία, δύο λογιστικά γραφεία, ένα σχολείο(!) και τα γραφεία της μοναδικής κινέζικης εφημερίδας στην Ελλάδα, της «China Greek Times», όπου συναντάμε τον αρχισυντάκτη και διευθυντή της εφημερίδας Γουάνγκ Πενγκ. «Είχα έρθει για σπουδές το 2002 στην Ελλάδα και όταν ήρθε η στιγμή να δουλέψω σκέφτηκα να ανοίξω μια επιχείρηση. Επειδή τότε εργαζόμουν περιστασιακά ως μεταφραστής, σκέφτηκα ότι μια εφημερίδα για τους Κινέζους στην Ελλάδα θα ήταν μια καλή ιδέα. Τελικά, αυτό που κάναμε ήταν πολύ σημαντικό, γιατί οι περισσότεροι Κινέζοι εδώ δεν μιλούν ελληνικά. Είναι πραγματικά περίεργο να μένεις σε μια χώρα και να μην έχεις τρόπο να μάθεις τι συμβαίνει γύρω σου…» μας λέει σε σπαστά ελληνικά.

Στην εβδομαδιαία κινέζικη εφημερίδα που κυκλοφορεί από το 2006 σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Κύπρο δουλεύουν τέσσερις συντάκτες. Οι «China Greek Times» αποτελούν το μοναδικό παράθυρο ενημέρωσης των Κινέζων για την ελληνική επικαιρότητα στη γλώσσα τους. «Η Ελλάδα δεν είναι η πρώτη μας επιλογή. Δεν παύει όμως να είναι Ευρώπη. Ετσι, αν πάρουμε βίζα από εδώ, μπορούμε να ταξιδέψουμε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες… Δεν ξέρω γιατί δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να μάθουμε ελληνικά, ίσως γιατί ήδη γνωρίζουμε κινέζικα, που είναι μια αρκετά δύσκολη γλώσσα!» μας λέει χαριτολογώντας και συνεχίζει: «Νομίζω ότι απλώς η καθημερινότητα των ανθρώπων εδώ δεν απαιτεί τη συναναστροφή με Ελληνες, οπότε δεν τα μαθαίνουμε. Ασε που πλέον υπάρχουν τόσες κινέζικες επιχειρήσεις στην Αθήνα που μπορείς να βρεις δουλειά χωρίς να ξέρεις ελληνικά» καταλήγει ο Γουάνγκ Πενγκ, ενώ ο συνεργάτης του συνεχίζει να μας παρακολουθεί με απορία, διότι ακόμη και αυτός δεν μιλάει ούτε μία λέξη ελληνικά.

Στη διπλανή πόρτα συναντάμε την Ελεν (το κινέζικο όνομά της είναι Χαν, αλλά πολλοί χρησιμοποιούν δυτικά ονόματα για ευκολία), η οποία άνοιξε το λογιστικό γραφείο στο εμπορικό της «Chinatown» πριν από περίπου πέντε χρόνια. «Είμαι εδώ σχεδόν εννέα χρόνια. Ηρθα για να σπουδάσω Διαχείριση Ανθρωπίνων Πόρων και, αφού αποφοίτησα, αποφάσισα να μείνω εδώ για να ανοίξω την επιχείρησή μου. Οι υπάλληλοι του γραφείου είναι και Ελληνες και Κινέζοι, ενώ οι πελάτες μου μένουν και εργάζονται στη γύρω περιοχή» μας λέει. Το γραφείο της είναι πολύ προσεκτικά διακοσμημένο και γεμάτο από οικογενειακές φωτογραφίες. «Αυτή είναι η κόρη μου, η Μιγκάλα. Είναι μόλις 17 μηνών» δηλώνει υπερήφανα και συνεχίζει: «Ο άνδρας μου είναι Ελληνας, γνωριστήκαμε όταν φοιτούσα στο κολέγιο, λίγα χρόνια αργότερα παντρευτήκαμε και τώρα μένουμε στη Γλυφάδα. Η Μιγκάλα θα ξεκινήσει κανονικά στο ελληνικό σχολείο και θα προχωρήσει τη ζωή της σαν μια κανονική Ελληνίδα».

Σύμφωνα με την Ελεν, οι δουλειές στα μαγαζιά έχουν πέσει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο και πολλά έχουν κλείσει λόγω της οικονομικής κρίσης. Γι’ αυτό και εφέτος οι εορτασμοί της κινέζικης Πρωτοχρονιάς αναμένονταν σαφώς πιο… συγκρατημένοι σε σχέση με πέρυσι.

«Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς σκοπεύω να κλείσω το γραφείο και να μαζευτούμε όλοι οι υπάλληλοι στο σπίτι μου, να μαγειρέψουμε ένα παραδοσιακό δείπνο και να δούμε το πεντάωρο πρωτοχρονιάτικο σόου που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στο Χονγκ Κονγκ. Συνήθως όμως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μαζεύεται η οικογένεια στο σπίτι, ανήμερα πηγαίνουμε στους γονείς μας και τη δεύτερη ή τρίτη ημέρα την περνάμε με φίλους. Μερικές φορές, όπως πέρυσι, κάνουμε ένα μεγάλο σόου στην Τσάιναταουν για την Πρωτοχρονιά, εφέτος όμως είναι πολύ πιο ήσυχα τα πράγματα. Αρκετοί άλλωστε πήγαν στην Κίνα. Βέβαια, πάντα γίνονται και εορτασμοί στην κινέζικη πρεσβεία» εξηγεί η Ελεν.

Στο τέλος του διαδρόμου, στο δωμάτιο 514, βρίσκεται το κινέζικο σχολείο. Ενα αξιαγάπητο κοριτσάκι με ροζ κορδέλα στα μαλλιά, ένας σχιστομάτης μπόμπιρας με υπερμεγέθη γυαλιά οράσεως και μια λίγο μεγαλύτερη Κινεζούλα παρακολουθούν με προσήλωση τη δασκάλα που γράφει στον πίνακα, ενώ ανά διαστήματα σχεδιάζουν με προσοχή ιδεογράμματα στα τετράδιά τους. Στην τάξη υπάρχει ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής και μια μικρή βιβλιοθήκη με εγκυκλοπαίδειες, λεξικά και παιδικά βιβλία – όλα στα κινέζικα φυσικά. Το μάθημα εδώ ξεκινάει λίγο μετά τη 1.00, αφού δηλαδή οι μαθητές επιστρέψουν από το ελληνικό σχολείο. «Εδώ τα βασικά πράγματα που τους διδάσκουμε είναι η κινέζικη γραφή, ανάγνωση και φυσικά μιλάμε για τον κινέζικο πολιτισμό και την ιστορία του. Κάποιοι γονείς επιλέγουν να γράψουν τους μαθητές εδώ προτού ακόμη γίνουν επτά χρόνων και αρχίζουν να πηγαίνουν στο ελληνικό σχολείο. Η τάξη μας αποτελείται συνήθως από 15 έως 20 μαθητές» μας λέει η μία από τις δύο δασκάλες που εργάζονται στο κινέζικο σχολείο, η Αννα-Λι Φα για τους δικούς της.

Εκείνη τη στιγμή ακούμε φασαρία απέξω. Παρακολουθούμε από το παράθυρο αστυνομικούς να κυνηγάνε δύο αλλοδαπούς, ενώ ένας κινέζος μεσήλικος που τυχαίνει να διασχίζει εκείνη τη στιγμή την πλατεία Κουμουνδούρου μοιάζει παντελώς απερίσπαστος, σχεδόν αδιάφορος. «Ετσι είναι ο τρόπος μας» σχολιάζει η Αννα. «Δεν θέλουμε να τραβάμε την προσοχή. Δεν θέλουμε να ενοχλούμε, για να μη μας ενοχλούν». Με το ίδιο φιλήσυχο πνεύμα αντιμετωπίζουν τη ζωή τους στην Αθήνα οι κάτοικοι της Τσάιναταουν τη νύχτα, σύμφωνα με την Αννα. «Παρ’ όλο που ζούμε σε ένα “δύσκολο” κομμάτι της Αθήνας, προσπαθούμε να μη συμμετέχουμε στην προβληματική πλευρά του».

Το γκανγκστερικό στοιχείο ακολουθεί ακούσια κάθε κοινότητα ανά τον κόσμο που αποκαλείται Τσάιναταουν, όμως το αν η αθηναϊκή θα μετουσιωθεί στο στενόχωρο, σκοτεινό σκηνικό της ομώνυμης ταινίας του Πολάνσκι, στην κραυγαλέα τουριστική ατραξιόν του Λονδίνου ή σε κάτι ανάμεσα, μόνο ο χρόνος θα το δείξει.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 537, σελ. 38-43, 06/02/2011