«Δεν θα γράψω λαϊκά για να προσεγγίσω τον κόσμο»




Ενα Forum συνθετών τη φέρνει πίσω στην Ελλάδα. Από την Ολλανδία, το Αμστερνταμ, όπου ζει και εργάζεται τα τελευταία δέκα χρόνια. Η Καλλιόπη Τσουπάκη είναι συνθέτις αναγνωρισμένη και αγαπητή στην Κεντρική Ευρώπη. Γράφει μουσική βαθύτατα επηρεασμένη από τις συνθετικές αντιλήψεις του 20ού αιώνα, εμπνεόμενη όμως από την ελληνική μουσική.


Στο Αμστερνταμ έγινε πολύ γρήγορα γνωστή. Από την πρώτη χρονιά ζητούσαν έργα της. Τους συστήθηκε με ένα Κουαρτέτο σαξοφώνων. Οι κριτικές θετικές. Η ίδια θεωρεί ότι απλώς «πήγα στη σωστή χώρα. Οι Ολλανδοί είναι ανήσυχος λαός, ενδιαφέρονται πολύ για τους νέους καλλιτέχνες. Η μουσική μου τούς μίλησε. Μουσικοί έρχονται και μου ζητάνε κομμάτια, όχι μάνατζερ».


Μεγάλωσε στον Πειραιά με Μπιτλς, Μπετόβεν, Χατζιδάκι, Ξενάκη, Τσιτσάνη, Μοντεβέρντι. Εχει γράψει 47 έργα και μόνο τα τρία από αυτά όταν ζούσε εδώ. Ολα τα υπόλοιπα τα έγραψε στο Αμστερνταμ, έχουν παιχτεί ζωντανά σε συναυλίες ενώ κάποια από αυτά έχουν συμπεριληφθεί σε CD ευρωπαίων μουσικών. Είναι έργα για σόλο βιολί, σόλο φλάουτο, για πιάνο, για βιόλα και κοντραμπάσο, για τσέμπαλο, για άρπα. Μουσική δωματίου, μουσική για το θέατρο, τον χορό. Εργα που δηλώνουν άμεσα την ελληνικότητά τους: «Ελληνικός χορός», «Τα δάκρυα της Σαπφούς», «Κένταυρος», «Μέλος Ηδιστον», «Ορφικά Πεδία», «Νόστος».


Η μουσική της Καλλιόπης Τσουπάκη είναι μουσική πολύ προσωπική. Ενα ιδίωμα που ανέπτυξε ύστερα από αναζήτηση ετών. «Αναζήτηση που έχει να κάνει με την ενσωμάτωση στοιχείων της ελληνικής μουσικής και της δυτικής κλασικής» εξηγεί. «Μεγάλωσα με Πουλόπουλο και την Ενάτη του Μπετόβεν και αυτή η αντίθεση με έχει καθορίσει. Εκτιμώ ένα λαϊκό συνθέτη σαν τον Καλδάρα με τον ίδιο τρόπο που εκτιμώ τον Ντόουλαντ».


Της αρέσουν πολύ η άρπα, το όμποε, το φλάουτο με ράμφος αλλά και η ηλεκτρική κιθάρα. Λέει πως, αν ζούσε εδώ, πάλι με τα ίδια μουσικά θέματα και με τα ίδια όργανα θα ασχολιόταν. «Ο «Νόστος» θα γραφόταν και εδώ. Αλλωστε και στην Ελλάδα να ζεις, πάντα η Ελλάδα θα σου λείπει». Της αρέσει να μιλάει με εικόνες και έχει μια πολύ σαφή για να ερμηνεύσει το πώς νιώθει ένας δημιουργός εκτός του τόπου του: «Στην Ολλανδία είναι σαν να βλέπεις μια φωτογραφία του συναισθηματικού σου κόσμου σε αρνητικό». Την ενδιαφέρει επίσης η σύμπτυξη των τεχνών και ιδιαιτέρως η λογοτεχνία. Να τη συμπεριλάβει στη μουσική της. Ηδη έχει κάνει μια απόπειρα με κείμενα της Ρέας Γαλανάκη.


Εχει πολύ ενδιαφέρον το πώς ένα νέο κορίτσι αφήνει τη χώρα του, τη δουλειά του, τους δικούς του ανθρώπους προκειμένου να ικανοποιήσει μια καλλιτεχνική ροπή σε ξένη χώρα. Η Καλλιόπη δίδασκε μουσική σε ένα σχολείο στη Χίο. Οταν δεν δούλευε, άκουγε μουσική συνεχώς. «Ηταν παρηγοριά για μένα». Της άρεσε πολύ ο Louis Andriessen, ένας ριζοσπαστικός συνθέτης και καθηγητής μουσικής. «Η μουσική του έχει πολύ έντονες μελωδίες και έντονη αρμονική γραφή. Αυτός ο συνδυασμός για μένα ήταν πολύ σημαντικός. Πήγα σ’ αυτόν για να μάθω, να καταλάβω τη διαδικασία σύνθεσης μέσα από την οποία θα μπορούσα να πετύχω το δικό μου πάντρεμα αρμονικής και μελωδικής γραφής το οποίο ουσιαστικά οραματιζόμουν». Του έστειλε μια κασέτα με μουσική της και περίμενε. Εκείνος της απάντησε. Χωρίς δεύτερη σκέψη τα παράτησε όλα και έφυγε για την Ολλανδία.


Η μουσική που έγραψε ενώ σπούδαζε δίπλα του ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν των άλλων μαθητών του Andriessen. «Αυτή η διαφορά εκτιμάται και πολεμάται συγχρόνως» λέει.


Στην Αθήνα έχει δώσει μία μόνο συναυλία. Στο θέατρο Αιξωνή, στη Γλυφάδα, το καλοκαίρι του ’93. Το έργο, ένα κοντσέρτο για βιολί, άρεσε στο κοινό, παρ’ ότι δεν επρόκειτο για ένα εύκολο έργο. «Το ελληνικό κοινό θέλει πάντα να ακούει πράγματα που κατανοεί απόλυτα. Ο Ξενάκης, π.χ., ένας μεγάλος συνθέτης, είναι πολύ λίγο αποδεκτός στην πατρίδα του. Στο εξωτερικό ψάχνουν περισσότερο τι έχεις κάνει, πού το πας. Εχουν μια προσέγγιση πιο διανοητική. Στην Ελλάδα η προσέγγιση είναι κυρίως συναισθηματική».


Στο Forum συνθετών, που διοργανώνεται από το Ινστιτούτο Ερευνας Μουσικής και Ακουστικής, η Καλλιόπη Τσουπάκη θα παρουσιάσει ένα έργο του ’95 για σόλο όμποε (στο όμποε ο Κώστας Τηλιακός) που έχει τίτλο «Μπλε». Σε αυτό η συνθέτις επεξεργάζεται κάποια στοιχεία ελληνικής λαϊκής μουσικής για πνευστά. Το έργο έχει παιχτεί από γνωστούς σολίστ πολλές φορές στην Ολλανδία. Την ίδια βραδιά θα ακουστεί επίσης μια επιλογή έργων της από όλες τις συνθετικές περιόδους της τα οποία θα συζητηθούν μετά με το κοινό.


Την ενδιαφέρει το ελληνικό κοινό; Την ενδιαφέρει να αναγνωρισθεί και στην πατρίδα της η δουλειά της; «Με ενδιαφέρει πολύ να ακουστεί η μουσική μου στην Ελλάδα. Πάνω από όλα, όμως, με ενδιαφέρει να συνεχίσω να γράφω μουσική. Οποτε με καλούν να έρθω, έρχομαι». Τα τελευταία δύο χρόνια γράφει τραγούδια. Εχει συνθέσει ήδη έξι και σκοπεύει αρχικά να τα παρουσιάσει εδώ. Είναι σε ποίηση Μαρίας Πολυδούρη και τα τρία τα έχει τραγουδήσει η Νένα Βενετσάνου.


Θεωρεί πολύ ενδιαφέρουσα τη φόρμα του τραγουδιού, μόνο που δεν την αφορούν όλα τα είδη τραγουδιού. Αυτά που εκείνη συνθέτει κατατάσσονται στο έντεχνο τραγούδι. «Δεν θα είναι φυσικό να γράψω εγώ λαϊκά τραγούδια. Η παιδεία μου είναι άλλη και τα βιώματά μου επίσης. Για να γράψω λαϊκά θα πρέπει να έχω κάτι καινούργιο να πω. Να προσθέσω κάτι. Δεν θα χρησιμοποιήσω ποτέ το λαϊκό τραγούδι προκειμένου να πλησιάσω το μεγάλο κοινό. Αυτά είναι αστεία πράγματα».


Μια γυναίκα νέα, μοντέρνα, ανήσυχη, ανατρεπτική. Οι εφημερίδες στην Ολλανδία γράφουν συχνά γι’ αυτήν και οι άνθρωποι της μουσικής την εκτιμούν πολύ. Ποιο είναι το ζητούμενο; Ποιος είναι ο στόχος; Το ποιοτικό μπορεί να αφορά το μεγάλο κοινό; «Αν ο Χατζιδάκις είναι εμπορικός συνθέτης, και εγώ θα ήθελα να γίνω σαν αυτόν. Με ενδιαφέρει η ποιότητα της μουσικής μου. Πιστεύω στη σύμπτωση του εμπορικού με το ποιοτικό. Δεν σκέφτομαι όμως τι θέλει το μεγάλο κοινό για να του το δώσω».


Η Καλλιόπη Τσουπάκη θα παρουσιάσει δουλειά της αύριο, 8.30 μ.μ., στο Στούντιο Λήδρα (Αδριανού και Κέκροπος 12, Πλάκα), στα πλαίσια του Forum συνθετών.