Οι μαμελούκοι ήταν στρατιωτικές δυνάμεις δούλων («μαμλούκ») οι οποίοι κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα κατάφεραν να εξουσιάσουν διάφορα μουσουλμανικά κράτη. Μαμελούκοι στρατηγοί εγκαθίδρυσαν τη δυναστεία τους στην Αίγυπτο και στη Συρία, όπου κυβέρνησαν από το 1250 ως το 1517. Ο Μοχάμετ Αλι προσπάθησε να τους εξοντώσει για να απαλλαγεί οριστικά από την παρουσία τους με δόλιο τρόπο: κατά την τελετή της ανακήρυξης του υιού του Τουσούμ πασά σε αρχιστράτηγο των στρατευμάτων της Αραβίας και ενώ τους είχε προηγουμένως παραπλανήσει, δίνει εντολή στους στρατιώτες του να τους επιτεθούν ενώ οι μαμελούκοι πρίγκιπες βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα στενό μονοπάτι. Μόνον ένας από αυτούς κατάφερε να περάσει με το άλογό του πάνω από τις επάλξεις και να σωθεί. Δεν τον ξαναείδε ποτέ κανένας.


Ο ηρωικός αυτός μαμελούκος χάρισε το προσωνύμιο «Μαμελούκα» στην όμορφη, ατίθαση Ντορίς Τούτα, την «πρώτη γυναίκα φωτογράφο του Καΐρου, διάσημη σε όλη την Ευρώπη», ηρωίδα του μυθιστορήματος του Ρομπέρ Σολέ. Και εκείνη ήταν η μόνη που είχε καταφέρει να δραπετεύσει από το οικοτροφείο όταν ήταν μικρή. Τότε δεν μπορούσε να προβλέψει πως το στοιχείο αυτό του χαρακτήρα της θα όριζε ολόκληρη τη ζωή της.


Ο Ρομπέρ Σολέ, αναπληρωτής διευθυντής σύνταξης της γαλλικής εφημερίδας «Le Monde», γεννήθηκε στο Κάιρο. Στην Αίγυπτο έζησε ως την ηλικία των δεκαεπτά ετών. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Το Φέσι», κέρδισε το βραβείο Mediterannee 1992. Ακολούθησε «Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας» (εκδόσεις «Νέα Σύνορα» – Α. Α. Λιβάνη), μια αιγυπτιακή εποποιία του προηγούμενου αιώνα και σε πρώτο πλάνο ένα οικογενειακό χρονικό με ήρωα τον 13χρονο Μάξιμο Τούτα, μετέπειτα αρχισυντάκτη της αιγυπτιακής εφημερίδας «Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας», πρόσωπο που συναντάμε και στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Η Μαμελούκα».


Ο Σολέ στο μυθιστόρημα αυτό αφηγείται την ιστορία της Ντορίς Τούτα, μια ιστορία γοητευτική, βουτηγμένη στα μεθυστικά αρώματα της Ανατολής ­ αρώματα που ενισχύονται από χαρακτηριστικές αιγυπτιακές λέξεις. Παράλληλα καταγράφει τα ιστορικά γεγονότα της Belle Epoque, τέλη του 19ου αιώνα – αρχές 20ού, στο Κάιρο και σε ολόκληρη την αγγλοκρατούμενη τότε Αίγυπτο αναπαριστώντας ανάγλυφα το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο που λειτουργεί ως δραματουργικό φόντο. Από το πλαίσιο αυτό δεν απουσιάζουν η ελληνική κοινότητα και όλο το πολυεθνικό μωσαϊκό της Αιγύπτου. Με χρώματα και αποχρώσεις της σέπιας η γραφίδα του συγγραφέα σκιαγραφεί το πορτρέτο της νεαρής γυναίκας που τόλμησε να ακολουθήσει τη φωνή της ψυχής της αψηφώντας τα αυστηρά ήθη της εποχής.


Οταν εκείνο το πρωινό του Ιουλίου του 1891 στην παραλία του Φλέμινγκ, κοντά στην Αλεξάνδρεια, ο Μιλό Τούτα, επαγγελματίας φωτογράφος, είδε την Ντορίς να προσπαθεί με το πινέλο της να συλλάβει και να αποδώσει τα χρώματα της θάλασσας, της είπε περιπαικτικά: «Εσείς επινοείτε εκ νέου τη θάλασσα, δεσποινίς. Εγώ την απεικονίζω όπως ακριβώς είναι». Αυτή η συνάντηση σηματοδότησε τη ζωή της. Ο έρωτας που μόλις είχε γεννηθεί θα κατέληγε σύντομα σε γάμο και η φράση εκείνη του Μιλό θα μετέστρεφε την άποψή της για τη φωτογραφία και θα τη μετέτρεπε σε φανατική οπαδό της, εκείνη που τόσο πολύ υπερασπιζόταν τα χρώματα της παλέτας της οδηγώντας την στον δρόμο της δόξας ως την πιο επιτυχημένη πορτρετίστα της εποχής.


Ο ευτυχισμένος γάμος ωστόσο θα ραγίσει από το βάρος της δόξας: η ζήλια σιγά σιγά διαβρώνει την άδολη και ερωτευμένη ψυχή του Μιλό οδηγώντας τον σε ακραίες, βίαιες συμπεριφορές. Η «Μαμελούκα» πληγωμένη εγκαταλείπει τις τρεις μικρές κόρες της και πηγαίνει στο Σουδάν ως φωτορεπόρτερ της εφημερίδας «Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας». Το «κοινό των προξενείων» του Καΐρου δεν αρκεί για να καλύψει τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες. Στην ύπαιθρο του Σουδάν θα φωτογραφήσει «ανθρώπους που δεν ποζάρουν». Αυτών το βλέμμα προτιμά, που δεν κρύβουν την ψυχή τους, θα γράψει κάποια στιγμή από το Σουδάν στη γιατρό φίλη της Ισιδα, νοσταλγώντας όμως πια την επιστροφή.


Παράλληλα με τη σφιχτοδεμένη αφήγηση, που αποδίδεται ωραία από τη μετάφραση, ο Σολέ ανιχνεύει, μέσα από τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις της ηρωίδας, τη σημειολογία και τη φιλοσοφική διάσταση της τέχνης της φωτογραφίας σε σχέση με τη ζωγραφική. «Δεν προσπαθώ να ομορφαίνω, αλλά να βγάζω μια μάσκα. Να γδύνω τα πρόσωπα κατά κάποιον τρόπο», σημειώνει στο ημερολόγιό της.


Ο Σολέ δεν ζωγραφίζει το πορτρέτο της «Μαμελούκας». Το φωτογραφίζει όπως εκείνη κάνει με τα πρόσωπα των μοντέλων της προσπαθώντας να αποτυπώσει την ψυχή τους στην πιο αληθινή της έκφραση. Με ευκρινείς φωτοσκιάσεις ακολουθεί τις γραμμές του προσώπου της. Ενίοτε παραχωρεί την κάμερα – λόγο στην ίδια να φωτίσει μέσα από τη δική της πρωτοπρόσωπη εξομολογητική αφήγηση τα σκοτεινά σημεία της: «Είμαι φωτογράφος και θα μείνω για πάντα. Αλλά αν είχα ακόμη τη δυνατότητα να ξαναπάρω τη θέση μου, το δίχως άλλο θα συμπεριφερόμουν διαφορετικά. (…) Θα έδινα στους ανθρώπους μου την ίδια προσοχή με τα μοντέλα μου. Ολα αυτά όμως πρέπει να σας φαίνονται μπερδεμένα», εξομολογείται η ίδια στις τελευταίες σελίδες. Το σμίξιμο του ζευγαριού θα γίνει ξανά στην ίδια παραλία του Φλέμινγκ, εκεί όπου πρωτοσυναντήθηκαν.


Η αίσθηση που απομένει στον αναγνώστη κλείνοντας το βιβλίο είναι αυτή της πληρότητας καθώς και η γεύση μιας κρουαζιέρας στον βαμμένο στα χρώματα του δειλινού Νείλο.