Η υφή της «απειλής» δεν είναι μονοδιάστατη. Η Τουρκία μπορεί να «απειλήσει» τα συμφέροντα της Ελλάδας αν η ελληνική πολιτική αδυνατεί να κατανοήσει τις δυναμικές που αναπτύσσονται στατικά και δυναμικά γύρω από τρεις άξονες: τον πολιτικό-διπλωματικό, τον στρατιωτικό, τον οικονομικό. Η Τουρκία, συστηματικά, επιδιώκει τη διατήρηση, ακόμη και τη δημιουργία, ανοιχτών θεμάτων στις σχέσεις της με την Ελλάδα. Εν μέρει για να διεκδικήσει νέα οφέλη σε μια κατάλληλη στιγμή, εν μέρει για να έχει ανοιχτά μέτωπα τα οποία να χειρίζεται για εσωτερικούς λόγους, εν μέρει για λόγους διαπραγματευτικής τακτικής σε ένα ευρύτερο φάσμα θεμάτων. Στο στρατιωτικό πεδίο, η Τουρκία είναι αναγκασμένη να ενισχύει συνεχώς το πολεμικό δυναμικό της λόγω Κουρδικού. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και σε συνθήκες χαμηλών εντάσεων με την Ελλάδα, μια μείωση των εξοπλισμών έχει περιορισμένα όρια. Επιπλέον, το τουρκικό στρατιωτικό σύστημα έχει πάντα τις δικές του προτεραιότητες σε μια σειρά θέματα που αφορούν την Ελλάδα. Στο τρίτο πεδίο – την οικονομία – οι δύο χώρες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αμοιβαία οφέλη από τη δημιουργία ευκαιριών συνεργασίας. Το Κυπριακό θέτει διαφορετικά ζητήματα.


Κανένα από τα ζητήματα αυτά δεν συνιστά άμεση «απειλή» με την έννοια μιας απειλής σύγκρουσης. Απειλή όμως δεν είναι μόνον η σύγκρουση. Είναι και κάθε ευκαιρία που δίνει τη δυνατότητα σε μια πλευρά να ανατρέψει τον ισχύοντα συσχετισμό συμφερόντων. Δυνάμει, η στρατηγική της Τουρκίας αποτελεί από μόνη της ένα εργαλείο πολιτικής, η ισχύς του οποίου εξαρτάται από τις εξελίξεις. Η Τουρκία αναπόφευκτα θα θέλει να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που αναδεικνύονται από λανθασμένους πολιτικούς χειρισμούς μας ή ευκαιρίες που η ίδια δημιουργεί, και η Ελλάδα παραλείπει τους αναγκαίους χειρισμούς. Για μας αυτό κάνει αναγκαία μια πολιτική που θα επιδιώκει την αποτροπή της δημιουργίας ευνοϊκών ευκαιριών, και τον στενότερο «εγκλωβισμό» της τουρκικής πολιτικής στους διεθνείς θεσμικούς κανόνες. Οποτε παραβλέψαμε ότι λανθασμένοι χειρισμοί απειλούν τα συμφέροντά μας, το τίμημα ήταν βαρύ, όπως το 1974 στην Κύπρο.


Συνεπώς, χειρισμοί της ελληνικής πολιτικής μπορούν να δημιουργήσουν το έδαφος όπου τυπικές διαφορές μετατρέπονται σε απειλές. Τότε όμως απειλή είναι και η δική μας πολιτική, όχι μόνον η τουρκική. Η εγκατάλειψη του Ελσίνκι ήταν τεράστιο λάθος, που έδωσε στην Τουρκία την ευκαιρία να συνεχίσει να διατηρεί ανοιχτά χωρίς κόστος όλα τα ζητήματα που εμείς παγίως θεωρούμε ότι θα μπορούσαν υπό συγκεκριμένες συνθήκες να μετατραπούν σε κάποια μορφή απειλής. Οι ελληνικοί χειρισμοί σε θέματα Βαλκανίων (σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο) είναι ένα ακόμη παράδειγμα στο οποίο δοκιμάζεται όλα αυτά τα χρόνια η εξωτερική αξιοπιστία και ισχύς της χώρας σε μέτωπα που ξεπερνούν τα στενά όρια των ανοιχτών κρίσιμων βαλκανικών θεμάτων.


Αν έβαλα την έμφαση στους εθνικούς χειρισμούς είναι γιατί σε αυτούς έχουμε πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες ελέγχου και ευθύνη. Μια στρατηγική που έχει στόχο την πραγματική ισχυροποίηση της οικονομίας της χώρας, τη δημιουργία αποτρεπτικών πολιτικών και στρατιωτικών συσχετισμών, την ανάδειξη της χώρας ως αξιόπιστου εταίρου στα διεθνή πολιτικά ζητήματα που αφορούν την Ευρώπη και τα Βαλκάνια, και τον συστηματικό χειρισμό μιας σειράς ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στην ανάδειξη «απειλών». Αυτό όμως προϋποθέτει κυβερνητικό μηχανισμό (και πολιτικό σύστημα) που επιδιώκει μακροπρόθεσμους στόχους, δημιουργεί και αξιοποιεί το κεφάλαιο που λέγεται γνώσεις και στελέχη, δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής έναντι της άκρατης ρουσφετολογίας και του κομματισμού, και επιπλέον – για να χρησιμοποιήσω μια πιο παραστατική έκφραση – έχει την ικανότητα στην εξωτερική (και όχι μόνο) πολιτική να παίζει σκάκι και όχι τάβλι.


Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών.