Ο γιουγκοσλάβος κομμουνιστής ηγέτης Ιωσήφ Μπροζ, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Τίτο, γεννήθηκε στο Κούμροβετς της Κροατίας, η οποία τελούσε τότε υπό την κυριαρχία της Αυστροουγγαρίας.



Ο Τίτο προερχόταν από πολυμελή αγροτική οικογένεια και έλαβε στοιχειώδη σχολική μόρφωση. Νέος εργάστηκε ως μεταλλουργός, και το 1910, στο Ζάγκρεμπ, έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Κροατίας-Σλοβενίας. Κατά τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον αυστροουγγρικό στρατό, πολέμησε στο Ανατολικό Μέτωπο και το 1915 τραυματίστηκε και τον συνέλαβαν αιχμάλωτο οι Ρώσοι. Στο στρατόπεδο αιχμαλώτων ενστερνίστηκε τις ιδέες των μπολσεβίκων, και δραπετεύοντας το 1917 βρέθηκε στο Πέτρογκραντ (Αγία Πετρούπολη) όπου πήρε μέρος στις επαναστατικές εκδηλώσεις. Με τις δυνάμεις των μπολσεβίκων αγωνίστηκε στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε την Οκτωβριανή Επανάσταση.


Ο Τίτο επέστρεψε το 1920 στην Κροατία, τμήμα πλέον ανεξάρτητου βασιλείου μαζί με τη Σερβία και τη Σλοβενία (Γιουγκοσλαβία από το 1929 κα μετά), και έγινε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος και το 1927 γραμματέας πόλης του Ζάγκρεμπ. Εναν χρόνο αργότερα συνελήφθη και δικάστηκε με την κατηγορία της συμμετοχής σε ανατρεπτικές ενέργειες. Παρ’ ότι υπερασπίστηκε τον εαυτό του θαρραλέα και εμπεριστατωμένα, πράγμα που αύξησε το κύρος του μεταξύ των συντρόφων του, καταδικάστηκε σε πέντε έτη καταναγκαστικά έργα.


Ο αρχηγός των παρτιζάνων


Οταν ο Τίτο αποφυλακίστηκε, το 1934, το γιουγκοσλαβικό KK αγωνιζόταν να αναδιοργανωθεί μετά τα πλήγματα που είχε δεχτεί από τη δικτατορία που είχε επιβάλει το 1929 ο βασιλιάς της Γιουγκοσλαβίας Αλέξανδρος A’. Στο τέλος του ίδιου χρόνου ο Τίτο εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και του Πολιτικού Γραφείου του KK.


Πιθανολογείται ότι ο Τίτο, ευρισκόμενος στη Μόσχα τη διετία 1935-36, είχε ανάμειξη στην προετοιμασία των εκτεταμένων εκκαθαρίσεων που εξαπέλυσε αμέσως μετά ο Ιωσήφ Στάλιν κατά της παλαιάς φρουράς των κομμουνιστών ηγετών. Θύματά τους υπήρξαν και πολλά στελέχη του γιουγκοσλαβικού KK, μεταξύ των οποίων και ο γενικός γραμματέας του Μίλαν Γκόρκιτς. Το γεγονός είναι ότι μετά την επιστροφή του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία η άνοδός του στην ιεραρχία του απορφανισμένου κόμματος επιταχύνθηκε. Ουσιαστικός αρχηγός του KK από το 1937, ο Τίτο κατέλαβε επισήμως το αξίωμα του γενικού γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής το 1940. Από την περίοδο αυτή χρονολογείται το ψευδώνυμο Τίτο.


H μεγάλη στιγμή στη σταδιοδρομία του Τίτο ήρθε με την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας από τα γερμανικά στρατεύματα το 1941, κατά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με πυρήνα το κομμουνιστικό κόμμα, τον μοναδικό συγκροτημένο, αν και παράνομο, πολιτικό οργανισμό της χώρας, ο Τίτο οργάνωσε παλλαϊκό αντάρτικο, το ισχυρότερο της Ευρώπης. Οι περίφημοι γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι πολέμησαν ηρωικά κατά των δυνάμεων κατοχής προξενώντας τους σοβαρές απώλειες και απελευθερώνοντας μεγάλα τμήματα της χώρας. Ως ηγέτης τους ο Τίτο επέδειξε μεγάλο θάρρος και σπάνιες ικανότητες και κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση.


Ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης


Με την απελευθέρωση της χώρας το 1945 ο Τίτο, στρατάρχης της Γιουγκοσλαβίας από το 1943, ήταν πλέον ο αδιαμφισβήτητος και αναγνωρισμένος από όλους ηγέτης της. Τιμώρησε αμείλικτα τους συνεργάτες των Γερμανών, και, έχοντας ματαιώσει τα σχέδια των Αγγλων για συμμετοχή της εξόριστης βασιλικής κυβέρνησης στις μεταπολεμικές εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, ο Τίτο ανακήρυξε τη Γιουγκοσλαβία ομόσπονδη δημοκρατία αποτελούμενη από τις σοσιαλιστικές δημοκρατίες της Σερβίας, της Κροατίας, της Σλοβενίας, του Μαυροβουνίου, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Μακεδονίας.


Το 1953 ο Τίτο ανακηρύχθηκε πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας και το 1974 ισόβιος πρόεδρός της. Προηγουμένως, το 1948, είχε αντεπεξέλθει νικηφόρα στη σύγκρουσή του με τον Στάλιν, όταν ο σοβιετικός ηγέτης, ενοχλημένος από την ανεξάρτηση στάση του Τίτο, θέλησε να θέσει υπό τον έλεγχό του την εσωτερική κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία και στο κομμουνιστικό κόμμα αλλά και την εξωτερική πολιτική της. Ο Τίτο εναντιώθηκε σθεναρά στις θελήσεις του Στάλιν, ο οποίος τον αποκήρυξε και διέκοψε κάθε σχέση μαζί του. Ετσι ο Τίτο αναδείχτηκε ο πρώτος ως τότε κομμουνιστής ηγέτης που αψήφησε τον Στάλιν και κατόρθωσε να επιζήσει όχι μόνο πολιτικά αλλά και φυσικά. Ο «τιτοϊσμός» ήρθε να προστεθεί στις πολυάριθμες άλλες αιρέσεις του λεξιλογίου της κομμουνιστικής ορθοδοξίας.


Προσεγγίζοντας τη Δύση


H διακοπή των σχέσεων με τη Σοβιετική Ενωση σήμανε τη στενότερη προσέγγιση του Τίτο προς τη Δύση, από την οποία η χώρα του έλαβε οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Το τριμερές σύμφωνο που υπέγραψε η Γιουγκοσλαβία το 1953 με την Ελλάδα και την Τουρκία ισοδυναμούσε με έμμεση ένταξή της στο ΝΑΤΟ, του οποίου οι άλλες δύο χώρες ήταν μέλη.


Από την άλλη η ρήξη με τη Σοβιετική Ενωση διευκόλυνε τον Τίτο ώστε η προσέγγισή του με τη Δύση να μη φτάσει ως την πλήρη προσχώρηση της Γιουγκοσλαβίας στο αντισοβιετικό στρατόπεδο. Ο Τίτο υιοθέτησε πολιτική ίσων αποστάσεων από τους δύο συνασπισμούς, και αυτό του επέτρεψε, αρχίζοντας από τη δεκαετία του 1950, να αναδειχθεί ουσιαστικά ηγέτης του κινήματος των αδέσμευτων κρατών, συνεργαζόμενος με τους ηγέτες άλλων χωρών που δεν επιθυμούσαν να ευθυγραμμιστούν πλήρως με καμία από τις δύο παρατάξεις, όπως ο Αιγύπτιος Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ και ο Ινδός Γιαβαχαρλάλ Νεχρού. Το πρώτο συνέδριο των αδέσμευτων κρατών έγινε στο Βελιγράδι το 1961.


Τη δεκαετία του 1950, με τις αλλαγές που σημειώθηκαν στη Σοβιετική Ενωση μετά τον θάνατο του Στάλιν, ο ηγέτης της Νικίτα Χρουστσόφ επεδίωξε τη συμφιλίωση με τον Τίτο και η ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών μειώθηκε. Αυτό δεν εμπόδισε τη Γιουγκοσλαβία να επικρίνει τη σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968, ενώ η Μόσχα δεν απέφυγε να αποδώσει τις ταραχές σε «τιτοϊκή» υποκίνηση.


Το σύστημα της αυτοδιαχείρισης


Μία ακόμη συνέπεια της απαλλαγής της Γιουγκοσλαβίας από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της Σοβιετικής Ενωσης ήταν ότι ώθησε τον Τίτο να αναζητήσει νέους δρόμους για τη λεγόμενη οικοδόμηση του σοσιαλισμού, μακριά από το άκαμπτο συγκεντρωτικό σοβιετικό πρότυπο. Το σύστημα που προέκυψε παραχωρούσε ευρύτατες διοικητικές αρμοδιότητες στους εργαζομένους στηριζόμενο στην αυτοδιαχείριση των βιομηχανικών μονάδων. Παράλληλα επιχειρήθηκε κάποια φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, το οποίο ωστόσο παρέμεινε απολυταρχικό καθ’ ότι μονοκομματικό.


Το νέο, αποκεντρωτικό σύστημα μετακίνησε το κέντρο βάρους της εξουσίας προς τις δημοκρατίες, και τούτο είχε ως συνέπεια να ενταθούν οι εχθρότητες που πάντοτε υπήρχαν ανάμεσα στις διάφορες εθνότητες της Γιουγκοσλαβίας. Τις δεκαετίες 1960 και 1970 η κρίση μεταφέρθηκε στους ανώτερους κομματικούς κύκλους, πράγμα που οδήγησε τον Τίτο σε εκκαθαρίσεις υψηλόβαθμων στελεχών, μερικά από τα οποία είχαν διατελέσει στυλοβάτες του καθεστώτος. Ειδική περίπτωση απετέλεσε ο Μίλοβαν Τζίλας, ο οποίος, από στενός φίλος και συνεργάτης του Τίτο και για ένα διάστημα αντιπρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας, μεταβλήθηκε βαθμιαία σε απηνή επικριτή του καθεστώτος, με αποτέλεσμα να διαγραφεί από το κόμμα, να φυλακιστεί επανειλημμένα και να αφεθεί οριστικά ελεύθερος μόλις το 1966.


Ο Τίτο πέθανε σε νοσοκομείο της Λιουμπλιάνας στις 4 Μαΐου του 1980 ύστερα από τετράμηνη ασθένεια. H κηδεία του, τέσσερις ημέρες αργότερα, υπήρξε η εντυπωσιακότερη τελετή στην ιστορία της Γιουγκοσλαβίας. Την παρακολούθησαν τρεις βασιλείς, ο πρόεδρος της ΕΣΣΔ, τριάντα άλλοι αρχηγοί κρατών και δεκαέξι πρωθυπουργοί.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ